Στο ‘Last Dance’ φάνηκε ότι υπάρχει μόνο ένας που νίκησε τον Michael Jordan
Η σκηνοθετική επιλογή των δημιουργών ως προς το τελευταίο πλάνο ήταν εμφανής. Υπήρχε όμως κάτι που δεν της ταίριαζε: Ο Michael Jordan.
- 20 ΜΑΙ 2020
Ένα από τα ομορφότερα κομμάτια του μυθιστορήματος “Το Όνομα του Ρόδου” από τον Umberto Eco είναι μια θεολογικής φύσης συζήτηση μεταξύ του William και ενός άλλου μοναχού. Η πηγή της διαφωνίας τους είναι το πολύ απλό ερώτημα: Γελάει ο Θεός; Στα επεισόδια του ‘Last Dance’, της documentary σειράς που ολοκληρώθηκε προχθές, μας προέκυψε ένα νέο ερώτημα. Γελάει ο Michael Jordan;
Όταν βλέπουμε ιστορίες για κάποια νίκη, οι ιστορίες αυτές έχουν κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο. Μια ομάδα που υποτιμάται. Μια ομάδα που ξεκινάει από τα πολύ χαμηλά και που σκοτώνει το ένα μετά το άλλο όλα τα μεγαθήρια και φτάνει σε μια επιτυχία που δεν περίμενε κανείς. Κατά τα πανηγύρια για την επιτυχία αυτή θα δεις τους πρωταγωνιστές να τραβάνε τα μαλλιά τους. Είναι έκπληκτοι για αυτό που μόλις είχε συμβεί. Προσπαθούν να το χωνέψουν στα πρώτα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που συνέβη. Στο ‘Last Dance’ δεν είχαμε κανένα τράβηγμα μαλλιών. Κανένα γούρλωμα ματιών. Καμία έκπληξη. Εδώ είχαμε απλώς τη συνέχιση μιας δυναστείας. Νίκησε απλά ο ανίκητος. Για ακόμα μια φορά. Ο Jordan.
Πώς είναι να είσαι κορυφαίος;
Όλο το documentary είναι εστιασμένο ακριβώς σε αυτό. Ποια διαδικασία είναι εκείνη που κάνει μια ομάδα (well, έναν άνθρωπο) που έχει πάρει 5 από τα 7 τελευταία πρωταθλήματα να συσπειρωθεί. Και στο τέλος να κάνει αυτό που όλοι περίμεναν να κάνει. Και αυτό έχει πάνω του κάτι το εξωτικό, κάτι το παντελώς ξένο για εμάς. Γιατί όλες οι άλλες ιστορίες, οι ιστορίες των αδύναμων που με σκληρή δουλειά φτάνουν στην κορυφή, είναι ιστορίες με τις οποίες μπορούμε να συνδεθούμε. Ακριβώς γιατί είναι ιστορίες κανονικών ανθρώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο φτάνουν στην επιτυχία. Τους βλέπουμε και μέσα από αυτούς φαντασιωνόμαστε. Μια τέτοια ιστορία θα ήταν του Steve Kerr.
Εδώ όμως έχουμε κάτι άλλο. Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που από πολύ νωρίς εκτινάχθηκε. Έφυγε από τα όρια αυτού που εμείς θεωρούμε κανονικά. Έγινε ο κορυφαίος των κορυφαίων. Η ιστορία του είναι τελείως ξένη σε εμάς. Εδώ δεν βιώνουμε καμία φαντασίωση. Όλοι θέλουν να είναι ο Jordan αλλά ξέρουν ότι αυτό δεν θα συμβεί. Στην καλύτερη θα είναι ο Kerr. Δεν βλέπουμε, λοιπόν, τον Jordan σαν να ήταν ο εαυτός μας. Παίρνουμε τα κιάλια μας και κοιτάμε από απόσταση ασφαλείας -σαν Γάλλοι ανθρωπολόγοι του 20ού αιώνα- έναν άνθρωπο που ζει μέσα σε συνθήκες τελείως ξένες με όσα εμείς ξέρουμε. Μπορεί να φαίνεται εύκολο αλλά δεν είναι.
Στο με διαφορά καλύτερο επεισόδιο του ‘Last Dance’, το πέμπτο, o Μichael Jordan βρίσκεται ξαπλωμένος σε έναν καναπέ και σε μια στάση περίπου ψυχανάλυσης με ψυχαναλυτή την κάμερα. “Ήμουν καλά μέχρι που ήρθατε εσείς”. Αριστοτεχνικά τοποθετημένο στη μέση όλου του documentary. Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που πετάει το προσωπείο του ΠΟΣΟ ΓΑΜΑΤΟΣ είναι και μιλάει για το πώς το βιώνει όλο αυτό. Με το που πατάει το πόδι του έξω από το ασανσέρ στο λόμπι του ξενοδοχείου όλη η ησυχία του δωματίου του εξαφανίζεται. Ο Michael Jordan βυθίζεται και πάλι σε μια παράνοια με κάμερες, φώτα ανθρώπους που ζητωκραυγάζουν, που του ζητούν αυτόγραφα. Ανθρώπους που τον βλέπουν σαν μια εξωτική πτυχή του είδους τους.
Ο φορέας μιας ολόκληρης κουλτούρας
Όσο εξωτικός και αν είναι όμως, ο Michael Jordan έγινε ο εκπρόσωπος μιας ολόκληρης κουλτούρας. Μιας κουλτούρας που αποθέωνε τη νίκη. Όποιο κόστος και αν είναι αυτή για τον ίδιο τον νικητή ή τους γύρω του. Ακόμα και σήμερα, βλέποντας ένα νεαρό αθλητή του μπάσκετ θα καταλάβεις από πολύ νωρίς, στα αγχώδη λόγια του και ανάμεσα από τις αμήχανες κινήσεις του, ότι αυτός ο χώρος οριοθετήθηκε από τις αρχές του Jordan. Δεν υπήρξε μόνο ο καλύτερος που πάτησε το παρκέ.
Ήταν τόσο πολύ καλύτερος που οι αρχές του έγιναν η ιδεολογία του αθλήματος που υπηρέτησε. Παιδιά από όλο τον κόσμο που τώρα, το 2020, ονειρεύονται να γίνουν μπασκετμπολίστες μαθαίνουν να σκέφτονται όπως σκεφτόταν ο Jordan. Ακόμα και αν γι’αυτούς πρόκειται για μια απόμακρη, μη βιωμένη περσόνα. Γεννήθηκαν μέσα σε μια κοινωνία που τους έμαθε να τον θαυμάζουν και ας μην τον είδαν ποτέ. Για να νικήσεις πρέπει να προσπαθήσεις να ζήσεις όπως αυτός.
Ακόμα και αν τελικά αυτό είναι κάτι βασανιστικό. Ο Jordan έχοντας φτάσει στην κορυφή έψαχνε κάθε είδους τρόπο να βρει κάποιο κίνητρο προκειμένου να μείνει σε αυτή. Πόσες φορές τον είδαμε στη σειρά να ψάχνει απεγνωσμένος κάποιον, κάτι, κάπως να τον αμφισβητήσει; Ακόμα και όταν δεν υπήρχε κανείς, ο Jordan τον εφεύρισκε. Είμαι πεπεισμένος ότι όλο αυτό το ανηλεές κυνήγι της νίκης είναι ανυπόφορο. Μια διαρκής αναμέτρηση με τον εαυτό σου. Ακόμα και το 6ο πρωτάθλημα δεν του έφτανε. Φάνηκε στο τελευταίο επεισόδιο, όταν σχεδόν έσπασε η φωνή του. Δεν ήθελε να φύγει όντας στην κορυφή. Αυτό θα ήταν μια επιλογή που αφορούσε άλλους ηθικούς κώδικες. Σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, ο Jordan θα έπαιρνε και το 7ο και θα ζητούσε και το 8ο και μετά το 9ο και το 10ο.
Τα τελευταία πλάνα έδειχναν τον Jordan στο υπερπολυτελές σπίτι του. Ένα φλάσμπακ στο όνειρο του νεαρού εαυτού του να κάνει δηλώσεις εκφράζοντας το όνειρό του να βοηθήσει του Bulls να γίνουν αξιοσέβαστοι όπως οι Lakers ή oι Celtics. Ως απάντηση φαίνεται το πρόσωπο του Jordan να κάθεται και να ατενίζει τη θάλασσα. Η σκηνοθετική επιλογή είναι πασιφανής. Χωρίς να χρειάζονται λόγια, χωρίς να χρειάζονται αριθμοί, χωρίς καμία απόδειξη. Μετά από όλη αυτή την αφήγηση των 10 επεισοδίων, το πρόσωπο του Jordan θα μιλάγε από μόνο του και θα έκλεινε το documentary όπως του έπρεπε. Στο πρόσωπο ενός δικαιωμένου μεσήλικα ο οποίος, αφού έδωσε τα πάντα, μπορούσε πια να καθίσει στις δάφνες του. Αλλά αυτό δεν τους βγήκε. Τουλάχιστον όπως το είδα εγώ.
O Jordan δεν θα νιώσει ποτέ γεμάτος
Όταν αποχώρησε από το πλάνο στην τελευταία σκηνή της σειράς, εγώ δεν είδα καμία ιστορία δικαίωσης. Αυτό θα ήταν πράγματι ένα happy end. Μέτα από όλα αυτά, φαντάζομαι έναν Michael Jordan, στα 57 του χρόνια, να γυροφέρνει μέσα στην υπερπολυτελή του βίλα. Σαν θηρίο στο κλουβί του. Έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να βρει τη γαλήνη. Δεν τη θέλει. Αυτή είναι για άλλους. Για κανονικούς. Είναι για τον γεμάτο από καλοπέραση 60άρη Rodman. Είναι για τον δικαιωμένο στην πράξη Pippen. Είναι ακόμα για τον Kerr. Πόσο θα ταίριαζε αυτό το τελευταίο πλάνο σε καθέναν από αυτούς τους τρεις.
Ο Jordan όμως είναι άλλη ιστορία. Η ίδια η ύπαρξή του είναι μπλεγμένη μέσα σε έναν συναρπαστικό αλλά ψυχοφθόρο ανταγωνισμό. Όταν έβλεπε στο τάμπλετ του τον τσακωμό με τον Reggie Miller αναφωνούσε “αφήστε τον να έρθει σε μένα”. Kαι είναι σαν να πίστευε με κάποιον τρόπο ότι ίσως με το να το φωνάζει αυτό, με κάποιον μαγικό τρόπο, η ροή της ιστορίας θα άλλαζε. Και θα άφηναν τον Reggie Miller και ο Jordan πρώτα θα τον έβαζε κάτω και μετά άμα λάχει θα του έβαζε και 3 τρίποντα μπροστά στη μούρη του.
Η ιστορία όμως δεν αλλάζει. Τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν και ο Michael Jordan πρέπει να ζήσει μέσα σε ένα βασανιστήριο αναμνήσεων. Γιατί ακόμα και ένας Θεός του μπάσκετ γερνάει. Και ο Jordan βρήκε επιτέλους κάποιον που είναι πια πολύ καλύτερος από εκείνον. Κάποιον που δεν μπορεί καν να ανταγωνιστεί. Και αυτός δεν είναι άλλος από τη νεότερη εκδοχή του ίδιου του του εαυτού. Ένας Michael Jordan δεν θα ήταν ποτέ του πλήρης.