Στο ‘Martian’ η μοναχική επιβίωση είναι συναρπαστική κι αστεία
Ο Matt Damon ξεμένει στον Άρη και προσπαθεί να επιζήσει χάρη στις επιστημονικές γνώσεις του.
- 1 ΟΚΤ 2015
Κάπου ανάμεσα στο “Χαμένοι στο Διάστημα” και στο “Home Alone: Χαμένος στη Νέα Υόρκη”, με διαγώνιες επιρροές από το “Ναυαγό” του Ζεμέκις αν πρωταγωνιστής εκείνης της ταινίας ήταν ο Μαγκάιβερ, το “Martian” του Ρίντλεϊ Σκοτ έρχεται να μας θυμίσει πως το να κοιτάς καθώς αγωνιά για την επιβίωσή του σε έναν αποκομμένο χώρο μπορεί να είναι από τα πιο συναρπαστικά πράγματα του κόσμου.
Βασισμένη σε best-seller που υποτίθεται(*) πως αποθεώνει την βαριά επιστήμη ως πρωτογενές υλικό για αγνό entertainment, η επιστροφή του Ρίντλεϊ Σκοτ στο sci-fi μετά το Βιβλικό του διάλειμμα πέρυσι, τον βρίσκει ξανά κεφάτο και σίγουρα πιο ανθρωπιστή από όσο έχει υπάρξει εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
(*Δεν είναι αμφισβήτηση αυτό, απουσία γνώμης είναι.)
Το “Martian” ας πούμε, έχει ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης το οποίο για άλλες ταινίες, όχι αδίκως, θα μπορούσε να είναι κεντρικό κομμάτι διαπληκτισμένω, δράματος και αντιθέσεων: Εδώ, η NASA και μαζί ολόκληρος ο πλανήτης, κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε να διασωθεί αυτός ο ένας, μόνος, ξεχασμένος αστροναύτης. Ποτέ δεν συζητείται το ενδεχόμενο να μην γίνει απόπειρα διάσωσης. Ούτε για μια στιγμή στην ταινία κανείς δεν αμφισβητεί το δεδομένο της ανθρωπιστικής απόφασης πως ναι, θα ξοδευτούν αμέτρητα χρήματα και εργατοώρες και θα ρισκάρουν ζωές και ανάπτυξη άλλων προγραμμάτων, για να σώσουν τον Μαρκ Γουάτνι.
Η ταινία το στηρίζει απόλυτα αυτό βάσει περιεχομένου. Το βάρος πέφτει πάντα στον Μαρκ και στην καθημερινότητά του, στα αστεία του, στην απόγνωσή του, στις ιδέες τους. Το σενάριο δεν αναλώνεται σε μηχανισμούς δράσης, σε set pieces, σε οτιδήποτε που συνθέτει παραδοσιακή έννοια πλοκής. Είναι απλώς οι ημέρες του ξεχασμένου αστροναύτη καθώς επιβιώνει, και οι άλλοτε ελπιδοφόρες, άλλοτε απέλπιδες προσπάθειες των ανθρώπων πίσω στη Γη να προλάβουν να τον φέρουν πίσω.
Είναι ανθρωπιστικό, λοιπόν, με έναν πολύ αγνό, τίμιο, πειστικό τρόπο. Βάζει τον άνθρωπο, τον έναν αυτό άνθρωπο, τόσο πολύ στο επίκεντρο, πουκατά τη διάρκεια της κλιμάκωσης της 3ης πράξης, με όλο τον πλανήτη πια να παρακολουθείς, είναι δύσκολο να μην συγκινηθείς, έστω και λίγο.
Το “Martian”, για να γίνουμε πιο σαφείς, ακολουθεί την επίποενη περιπέτεια του Μαρκ Γουάτνι, αστροναύτη-βοτανολόγου, ο οποίος μένει πίσω στον Άρη όταν το πλήρωμα της αποστολής του θεωρεί πως είναι νεκρός, και φεύγει άρον άρον από τον πλανήτη. Ο Γουάτνι, του διασκεδαστικού και στιβαρού Ματ Ντέιμον, ξεπνά φυσικά την επόμενη μέρα, καλυμμένος από διαστημικό χώμα, και διαπιστώνει πως είναι μόνος στο σπίτι. Και μπορεί, όπως κι ο Κέβιν ΜακΆλιστερ, να είχε στην αρχή τη διάθεση να εξερευνήσει το άδειο αυτό σύμπαν, αλλά γρήγορα διαπίστωσε πως ΟΚ, αυτό δεν είναι αστείο, και θέλει πίσω την οικογένειά του.
Περιμένοντας υπομονετικά να ανακαλυφθεί, αρχίζει να υπολογίζει. Να υπολογίζει πόσα τρόφιμα έχει, πόσες μέρες θα τον φτάσουν, τι πρέπει να κάνει για να αντέξει περισσότερο. Να υπολογίζει πώς θα καλλιεργήσει, πώς θα φτιάξει νερό, πώς θα τα βγάλει πέρα αποκλειστικά με ντίσκο μουσική. (Τι φανταστική και λειτουργική ιδέα αυτή, το πλήρες σάουντρακ της ταινίας να είναι τέτοια κομμάτια. Το “Martian” κάνει με την ντίσκο ό,τι έκανε το “Guardians of the Galaxy” για την ‘70s rock.)
Με πολύ χιούμορ (το σενάριο υπογράφει ο Ντρου Γκόνταρντ του “Cabin in the Woods” που παραδοσιακά κατέχει την μίξη χιούμορ και βαρύτητας σε όλες τις δουλειές του), πολλή επιστήμη (“We’re gonna have to science the shit out of this place,” λέει σε μια φάση ο Γουάτνι) και πολλή Γκλόρια Γκέινορ, ο ναυαγός του διαστήματος προσπαθεί να δηλώσει σε όποιον ακούει, “I will survive”.
Πίσω στη Γη έχουν λάβει το μήνυμα και δουλεύουν σε ένα ανεξάρτητο (ειδικά στην αρχή) σενάριο διάσωσης, που χωρίς ποτέ να γίνεται κουραστικό βρήκα πως ήταν τα σημεία εκείνα της ταινίας που ταίριαζαν λιγότερο με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Η μοναχικότητα του χαρισματικού Ματ Ντέιμον που γεμίζει μόνος του έναν άδειο απειλητικό πλανήτη με κουράγιο και χιούμορ και κοφτερό μυαλό, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις σκηνές στη Γη όπου ένα πολυπληθές καστ με Όλους Τους Ανθρώπους Που Έχεις Δει Σε Τηλεοπτικές Σειρές εξηγεί κανόνες και εξισώσεις και ιδέες μπροστά από οθόνες υπολογιστών ή σε ασφυκτικά κλειστά δωμάτια.
Η τρίτη κορυφή του τριγώνου της διάσωσης είναι το ίδιο το σκάφος που άφησε πίσω τον Γουάτνι, με καπετάνιο μια Τζέσικα Τσαστέιν διαλυμμένη από τις τύχεις. Η Τσαστέιν, που είναι ηθοποιάρα, κάνει πολλά με έναν σχετικά περιορισμένο ρόλο, σε αντίθεση με τους περισσότερους του πολυπληθούς, γεμάτου σταρ, καστ που προδίδει μια ροπή προς την υπερπροσπάθεια. (Ο Ντόναλντ Γκλόβερ του “Community” είναι άβολος, η Κρίστεν Γουίγκ απλά λάθος.)
Τώρα καταλαβαίνουμε τι τράβαγε ο καημένος ο Μάρβιν
Όμως ό,τι άλλο κι αν σερβίρει το σενάριο, η καρδιά της ιστορίας είναι από την αρχή ως το τέλος στον Άρη. Γυρισμένο σε πανέμορφο, γεμάτο λεπτομέρεια και χρώματα και διαστημική σκόνη, 3D (όπως και το “Prometheus” του Ρίντλεϊ Σκοτ, που προσωπικά θεωρώ ένα από τα ωραίοτερα 3D που έχουμε δει ποτέ), το “Martian” μιλάει για έναν διαστημικό πειρατή, για έναν ναυαγό που κινείται σε διεθνή ύδατα και τα κάνει δικά του χάρη στο πείσμα του για επιβίωση και στα απαράμιλλα επιστημονικά skills του. (#FUCKYEAHBOTANOLOGY)
Ο τρόπος που δημιουργεί δράμα και στατική δράση από hard science στοιχεία κάνει την ταινία κάτι σαν πείραμα, καθώς με εξαίρεση κάποια αναπόφευκτα σημεία της 3ης πράξης, δεν έχει καθόλου παραδοσιακή δράση. Ταυτόχρονα, το ότι είναι τόσο συγκεκριμένη την τραβά μακριά από το υπαρξιακό δράμα του “All Is Lost” και τη φέρνει σε μέτρα πιο παρεμφερή με, περιέργως, κάτι το θρησκευτικό, χάρη στον τρόπο με τον οποίον ο Γουάτνι δε σταματά να πιστεύει στην ανώτερη δύναμη της επιστήμης (“Δε θα πεθάνω εδώ,” λέει ξανά και ξανά).
Εν τέλει το “Martian” παραμένει, στην καρδιά του, μια περιπέτεια φτιαγμένη για να διασκεδάσει, να εμπνεύσει, να συγκινήσει, απλά το επιχειρεί με διαφορετικά από τα προφανή μέσα. Και τα καταφέρνει.