Brownie Harris/Paramount Pictures via AP
REVIEWS

Η απουσία του Wes Craven στο Scream είναι εκκωφαντική

Σχολιάζουμε το νέο Scream κοιτώντας πίσω στην καριέρα του Μαέστρου του Τρόμου, Wes Craven, και στον τέλειο γάμο του με τον σεναριογράφο Kevin Williamson.
Έχουν περάσει 26 χρόνια από όταν ο Wes Craven έκανε μία γερή ένεση αδρεναλίνης στο φθαρμένο είδος των slashers με το Scream του 1996. Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Kevin Williamson εμπνεόταν από την αληθινή υπόθεση ενός σίριαλ κίλερ που δολοφονούσε φοιτητές στη Φλόριντα και είχε πιάσει να γράψει την ιδέα του που θα γινόταν το Scream.

Ως τεράστιος φαν των slashers των ‘70s και ‘80s, ο Williamson γνώριζε όλα τους τα κλισέ και η επιθυμία του ήταν να τα ανατρέψει στο Scream. Τι πιο ταιριαστό λοιπόν από τη συνεργασία με ένα απ’ τα είδωλά του, έναν δημιουργό που ήθελε να βλέπουμε τις δομές ως αδύναμες, καλύτερες όταν τις αποσυναρμολογούμε.

Ο τέλειος γάμος του Craven και του Williamson

 


AP Photo/Matt Sayles, File

Στο The Last House on the Left, το ντεμπούτο του που σόκαρε, εξόργισε και ενθουσίασε τους θεατές και εξακολουθεί να προκαλεί ισχυρές αντιδράσεις, ο Craven είχε διοχετεύσει την οργή του για την πολεμική μηχανή των Η.Π.Α., τον μύθο της πυρηνικής οικογένειας και την απευαισθητοποίηση του κοινού στη βία της πραγματικής ζωής, παίζοντας με την ιδέα των υποτιθέμενα φιλειρηνικών, χίπικων ‘70s.

Σε εκείνη την ταινία και μπροστά στη βαρβαρότητα που είχε παρουσιάσει – το Last House on the Left παραμένει μία από τις πιο ωμές rape revenge ταινίες του σινεμά – ακόμα και οι πιο ειρηνικοί, φαινομενικά, άνθρωποι εκδικούνται τον βιασμό, τα βασανιστήρια και τη δολοφονία της κόρης τους με τον πιο φρικτό τρόπο. Όπως στο μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του δημιουργού, ως και το Scream 4, τίποτα δεν κλείνει, τίποτα δεν τελειώνει οριστικά.

Οι ιστορίες του Craven καταλήγουν συνήθως με την ήττα του όντος μέσω του οποίου λειτουργεί το κακό, όμως το ίδιο το κακό επιβιώνει άμορφα. Συχνά αφήνουμε τους πρωταγωνιστές του διαλυμένους, δεν προλαβαίνουμε να τους δούμε να μαζεύουν τα κομμάτια τους. Είναι αυτή η αμφιλογία που κάνει τις ταινίες του να αντέχουν δεκαετία μετά τη δεκαετία, και ο ακλόνητος σεβασμός του για τη συνείδηση και το τραύμα των επιζώντων.

Ήταν μία ακόμα ευαισθησία που θα τον συνέδεε με τον Williamson, έναν γραφιά που έχτισε καριέρα παίρνοντας τους εφήβους και τις απώλειές τους στα σοβαρά. Επηρεασμένος από την υπερδραματοποιημένη κάλυψη της αληθινής υπόθεσης στη Φλόριντα, είχε φροντίσει να γεφυρώσει το χάος των κιτρινιασμένων ειδήσεων γύρω από το καταραμένο Woodsboro με μία αφήγηση συνεπειών και σημασίας στο σενάριό του. Στο commentary track του Scream, μιλώντας πάνω στη σκηνή που η Tammy (Rose McGowan) περιγράφει τη δολοφονία της Casey (Drew Barrymore) στη Sidney (Neve Campbell), ο Williamson περιγράφει πως οι φόνοι «δε είχαν γραφτεί ως τίποτε άλλο παρά ως κάτι διαβολικό».

«Θυμάμαι την πρώτη μου εμπειρία με ταινία του Wes», είχε γράψει στο Hollywood Reporter όταν ο φίλος του είχε πεθάνει. «Είχα δει το A Nightmare on Elm Street. Ήμουν ένα παιδί από το Goose Creek, N.C., στην πρώτη μου χρονιά στο κολέγιο. Είχα κάνει κοπάνα για να πάω στην πρεμιέρα. Ήταν νωρίς και το θέατρο ήταν περίπου άδειο. Καθόμουν εκεί, κατατρομαγμένος. Είχε χρειαστεί να σηκωθώ αρκετές φορές και να περπατήσω. Ήμουν τόσο φορτισμένος που το πόδι μου πάθαινε κράμπες. Τελικά, απλώς στάθηκα στο πίσω μέρος, κοντά στην έξοδο και παρακολουθούσα από εκεί»

«Η ταινία ήταν απλά πολύ τρομακτική», συνέχισε. «Αν κάποιος το αμφισβητούσε πριν, με αυτήν την ταινία ο Wes είχε ξεκάθαρα κερδίσει τον τίτλο του Master of Horror. Θα τον ρωτούσα χρόνια αργότερα, στα γυρίσματα, πώς ένιωθε που είχε αυτόν τον τίτλο. Αστειεύτηκε λέγοντας, “δεν ξέρω. Πρέπει να ρωτήσεις τον John Carpenter”».


Photo by New Line Cinema/Getty Images

Ο Williamson είχε βρει την ταινία αριστοτεχνική. Mία επανάσταση για το σινεμά. Το A Nightmare on Elm Street σηματοδότησε τη στροφή του Craven στον σουρεαλιστικό τρόμο που θα γινόταν βασικό στοιχείο στις ταινίες του, καθώς και επιρροή για αμέτρητους άλλους κινηματογραφιστές. Είναι επίσης αδύνατο να υπερεκτιμηθεί ο αντίκτυπος του Freddy Krueger στα slasher franchises που θα δοκίμαζαν πλέον τους υπερφυσικούς δολοφόνους. Ο Craven θα διέλυε την ιδέα ότι “ήταν απλά ένα όνειρο”, συστήνοντας έναν δολοφόνο-αερικό που καταδίωκε τα θύματά του στα ίδια τους τα όνειρα.

Ο μόνος τρόπος να ξεφύγεις ήταν να τον νικήσεις στο ίδιο του το παιχνίδι, αφαιρώντας τη δύναμη που του είχες δώσει όσο ζούσες υπό το κράτος φόβου. Ο Craven φύτεψε εκεί τους σπόρους του έξυπνου slasher φτιάχνοντας με τη Nancy (Heather Langenkamp) ένα συνειδητοποιημένο, αποφασιστικό Final Girl. Η Nancy είχε γυρίσει την πλάτη της στον Freddy, νικώντας τον με την απόλυτη δύναμη της θέλησης, όταν οι τραυματισμένες γυναίκες αντιμετωπίζονται τόσο συχνά ως υστερικές ή τρελές.

Αργότερα, στο New Nightmare του 1994, ο Craven μάς ζήτησε να κοιτάξουμε ευθέως στους μηχανισμούς της δημιουργίας κινηματογράφου. Έφερε ξανά μαζί τους αστέρες του Elm Street για να παίξουν τον εαυτό τους κοιτάζοντας πίσω στη σειρά ταινιών τους, για να ανακαλύψουν τελικά ότι το τέρας που κατοικούσε στα όνειρά τους υπήρχε εκτός της οθόνης. Όσο οι ταινίες του δε γυρίζονταν πια, ο Freddy είχε δραπετεύσει στη δική μας πραγματικότητα.

Η ανάδυση του Krueger από το τοπίο του εφιάλτη αντιμετώπισε ευθέως τις επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης και την απίστευτη δύναμη που χρειάζεται για να υπερισχύσεις αυτής και να επιβιώσεις. Το να σου επιτίθεται ο Freddy στα όνειρά σου και να ξυπνάς ακόμα λαβωμένος είναι ήδη δυναμικά συμβολικό τόσο της κοινωνικής άρνησης της σεξουαλικής κακοποίησης, όσο και του τρόπου με τον οποίο οι πληγές υπάρχουν ακόμα και όταν είναι αόρατες ή δυσνόητες. Όταν ο Freddy έρχεται στην πραγματικότητά μας η ιδέα εξερευνήθηκε ακόμα περισσότερο.

Το New Nightmare σηματοδότησε την αρχή του κεφαλαίου για τον μεταμοντέρνο τρόμο του Craven. Υποδυόμενος τον εαυτό του, ο σκηνοθέτης γίνεται θύμα της δημιουργίας του καθώς εκείνη αρχίζει να τον χειραγωγεί. Ο Craven παίζει με την ιδέα ότι η τέχνη αντικατοπτρίζει τη ζωή και με τη σειρά της η ζωή αντικατοπτρίζει την τέχνη σε έναν κύκλο εφιαλτικού τρόμου. Λέει στη Heather στην ταινία πως «όταν μια ιστορία πεθαίνει, απελευθερώνεται». Μία ιστορία έχει δύναμη και δε μπορεί ποτέ να καταστραφεί πραγματικά. Η ταινία όμως είχε έρθει λίγο νωρίτερα απ’ ότι έπρεπε ώστε να βρει άμεσα το κοινό της. Μπορεί μεταγενέστερα να στήριζαν ταινίες όπως το Cabin in the Woods, αλλά τότε δεν ήταν ακόμα έτοιμοι για ένα slasher που γνώριζε ότι ήταν slasher.


Joseph Viles Dimension Films

Το σενάριο του Williamson στο Scream που θα έπεφτε στα χέρια του Craven λίγα χρόνια αργότερα, αντίθετα από το New Nightmare που βασιζόταν στο να γνωρίζουν και να νοιάζονται οι θεατές για την ιστορία του τρόμου στο Χόλιγουντ ώστε να βγάζει νόημα, είχε μία απλή δομή που εξασφάλιζε ότι η ταινία θα έπιανε τόπο ως τεταμένο θρίλερ ακόμα και για όσους δε θα ενδιαφέρονταν για τις εσωτερικές διεργασίες του τι κάνει το είδος τρόμου να λειτουργεί στην οθόνη.

Το Scream ήταν μία από τις πρώτες ταινίες όπου οι χαρακτήρες χρησιμοποίησαν τις γνώσεις τους για το είδος του τρόμου ως όπλο για να καταπολεμήσουν τον δολοφόνο. Eίναι ένα γράμμα αγάπης για τα slashers και ακόμη περισσότερο για τους θαυμαστές του τρόμου, γιατί στο Scream η εμμονή με τα slashers γίνεται υπερδύναμη. Όσοι γνωρίζουν τα τεχνάσματα του είδους θα έχουν μία, έστω, ευκαιρία να ζήσουν.

Η μοίρα της Sidney είναι επίσης ένα meta twist από τα χέρια του Williamson που ήταν γραφτό να σκηνοθετηθεί από τον Craven. Η πρωταγωνίστρια ήταν το ιδανικό Final Girl, αγνό και έτοιμο να αμυνθεί ενάντια στις δυνάμεις του κακού, μέχρι που συμφώνησε να χάσει την παρθενιά της. Το ποτό και το προγαμιαίο σεξ αποτελούσαν ανέκαθεν δόλωμα στα slashers, αλλά επιτρέποντας στη Sidney να αποφύγει τις ως τότε εντολές για τα Final Girls, η ταινία δίνει αυτενέργεια σε έναν χαρακτήρα που, σύμφωνα με την παλαιότερη αφηγηματική λογική, θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί τη στιγμή που έσπασε τους κανόνες.

Ο Craven ήθελε να κοιτάξουμε πέρα από όσα μας είπαν ότι υποτίθεται πως πρέπει να σκεφτόμαστε, τόσο στο πώς λέγονται οι ιστορίες όσο και στο πώς εμείς ακολουθούμε τα συστήματα των πεποιθήσεών μας. Το έργο του μας ωθούσε να αμφισβητήσουμε την κατανόησή μας για την πραγματικότητα και, στον Williamson, είχε βρει τον ιδανικό συνεργάτη για να στρίψει μαζί του το μαχαίρι. Μαζί θα προκαλούσαν μία σεισμική μετατόπιση σε μία ολόκληρη βιομηχανία, τόσο καθοριστική που είναι αμφίβολο αν την αντιλήφθηκαν πλήρως ποτέ.

Το νέο Scream


Το SCREAM είναι ένα σίκουελ του Scream που έχει ουσιαστικά να κάνει με τον τρόμο της δημιουργίας ενός σίκουελ του Scream το 2022 χωρίς τον Wes Craven, που συνεχώς αμφισβητεί το πώς διάολο μοιάζει μία συνέχεια του Scream το 2022 χωρίς τον Wes Craven, που ρωτά αν ο κόσμος θέλει καν μία συνέχεια του Scream το 2022 χωρίς τον Wes Craven.

Είναι μία ταινία που μόνο από κινηματογραφιστές σχηματισμένους σε έναν μετα-Scream κόσμο θα μπορούσε να έχει προέλθει, με τα ένστικτα αφήγησής τους να διαμορφώνονται όχι μόνο από «τους κανόνες», αλλά και από τους meta κανόνες που είναι εκεί για να ανατρέπουν τους κανόνες. Είναι μία υπαρξιακή κινηματογραφική κρίση το νέο Scream και αυτό από μόνο του έχει ένα ενδιαφέρον.

Και φυσικά, τα πάντα ξεκινούν από ένα τηλεφώνημα.

Η έφηβη Tara (Jenna Ortega), μόνη στο σπίτι της, μιλάει στο τηλέφωνο με έναν μυστηριώδη άγνωστο που αρχίζει ξαφνικά να την πειράζει για τις ταινίες τρόμου. «Μου αρέσει περισσότερο ο elevated horror» του λέει δίνοντας ως παράδειγμα το Babadook που, όπως πολλές ταινίες τρόμου του στούντιο A24, δίνουν έμφαση στις θεματικές παρά στα «ανόητα» jump scares.

Προβλέψιμα η μικρή θα δεχτεί επίθεση, αλλά απρόβλεπτα θα επιβιώσει. Τότε η απόμακρη μεγαλύτερη αδερφή της, Sam (Melissa Barrera), θα επιστρέψει στο Woodsboro για να τη φροντίσει, μαζί με τον σύντροφό της Richie (Jack Quaid). Ο Ghostface ως φαίνεται έχει επιστρέψει, και μαζί του γυρίζουν η Sidney, η Gale (Courtney Cox) και ο Dewey (David Arquette). Έχουν και αυτοί έναν ρόλο να παίξουν, κυρίως αυτόν της ζεστής, φτηνής νοσταλγίας που ποτέ δε με χάλασε στα Scream γιατί εκεί χωράει απολύτως.


O Matt Bettinelli-Olpin και ο Tyler Gillett του απολαυστικότατου Ready Or Not σκηνοθετούν την ταινία και ευτυχώς δεν προσπαθούν να επαναδημιουργήσουν το στιλ του Craven. Ο φόρος τιμής είναι εκεί όταν χρειάζεται, αλλά το SCREAM είναι πιο γυαλιστερό και στον τρόπο που καδράρει τον Ghostface πιο απόκοσμο.

Το σκηνοθετικό δίδυμο έχει απόλυτη αίσθηση του συγκεκριμένου δολοφόνου στην εικονογραφία πια και θέλει να την τονίζει όταν, για παράδειγμα, απαθανατίζει τη σιλουέτα του μπροστά από τα φώτα ενός αυτοκινήτου ή όταν του κάνει κοντινά στο ημίφως ενός νοσοκομειακού διαδρόμου. Ευτυχώς όμως δε γίνεται ξαφνικά Michael Myers. Είναι ακόμα τόσο άμπαλος και αστείος όταν τρώει κλωτσίδια δεξιά κι αριστερά όσο τον θυμάσαι. Οι σκηνοθέτες ξέρουν πώς να κάνουν fun ένα απλό set piece και οι φόνοι είναι όλοι καλογυρισμένοι και ενίοτε εφευρετικοί.


Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στο σενάριο στο σενάριο του βετεράνου James Vanderbilt του Zodiac και του Guy Busick της δεύτερης σεζόν του Castle Rock που είχα απολαύσει σε κάθε της στιγμή. Οι δυο τους έχουν στήσει χαρακτήρες αναγνωρίσιμους και στις περισσότερες περιπτώσεις άμεσα συμπαθείς (αυτό είναι χρήσιμο όταν αρχίζουν να ξεκοιλιάζονται), αλλά κάνουν τόσες πολλές αναφορές στα προηγούμενα Scream και σε τόσες άλλες ταινίες τρόμου που στο κάνουν αδύνατο να ξεχάσεις ότι παρακολουθείς μυθοπλασία. Είναι συναρπαστικό το να κλείνεις το μάτι στο κοινό και οπωσδήποτε ευπρόσδεκτο κι αναμενόμενο σε ένα franchise όπως αυτό του Scream, όμως όταν συμβαίνει τόσο σφοδρά δεν υπάρχει χώρος για να χαθείς στον κόσμο του.

Το νέο Scream είναι τόσο πρόθυμο να σου δείξει τα τρικ του που καταλήγει να κυνηγάει την ουρά του.

Exit mobile version