Στο τέλος του ‘Λόγω Τιμής’ δεν έγινε απολύτως τίποτα
- 13 ΔΕΚ 2019
To μεγάλο βάρος του να κλείνεις μια revival εκδοχή σειράς που κάποτε αγαπήθηκε, είναι διπλό. Μιλάς για το τέλος της ιστορίας που λες τώρα, αλλά απευθύνεσαι κάπως και στην παλιά. Είναι σχεδόν αδύνατον να γραφτεί κάτι αληθινά ικανοποιητικό σε μια τέτοια συνθήκη, εκτός κι αν μιλάμε για αυτό που έκανε ο Ντέιβιντ Λιντς με το «Twin Peaks», όπου έχοντας πρώτα αποτινάξει κάθε εσάνς νοσταλγικότητας από πάνω του, προχώρησε όχι απλά μην κλείνοντας το οτιδήποτε στο τέλος, αλλά δημιουργώντας νέες ιστορίες, νέα σύμπαντα μέσα από μια τελική κραυγή αγωνίας.
Αυτός είναι ο Ντέιβιντς Λιντς βέβαια. Ακόμα κι όταν έρθουμε σε πιο συμβατικές αφηγήσεις, δεν βρίσκουμε πολλές λύσεις. Θυμάται κανείς πως τελείωσαν οι σεζόν-υστερόγραφα σειρών όπως το «24» ή τα «X-Files»; Δύσκολα θα ενεργήσεις με την ορμή και την αποφασιστικότητα της αρχικής συνταγής. Τα χρόνια στο ενδιάμεσο είναι πολλά, η νοσταλγία μεγάλη, η εφηβεία είναι πίσω. Στον ενήλικο κόσμο τα ερωτήματα είναι πιο κυρίαρχα, η αμφιβολία μεγαλύτερη. (Κι ακόμα κι όταν η ορμή και η τόλμη είναι εκεί, το ρίσκο παραμένει μεγάλο- πρόσφατο παράδειγμα το revival της «Veronica Mars» που έκανε μεγάλη μερίδα των ορίτζιναλ φανς έξαλλους και έξαλλες.)
Τα λέω όλα αυτά επειδή δεν ξέρω τι περιμένει κανείς, δημιουργικά, από ένα φινάλε σαν του «Λόγω Τιμής – 20 Χρόνια Μετά». Ή, μάλλον, υποπτεύομαι σίγουρα ένα πράγμα: Η Ηρώ κι ο Μάνος πρέπει να καταλήξουν μαζί. Σου λέει, το περιμέναμε από την αρχική σειρά, δεν το έδωσε, τώρα είμαστε πάλι εδώ, γιατί είμαστε εδώ αν όχι για αυτό;
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω με σιγουριά γιατί είμαστε όντως εδώ, αλλά σίγουρα η Μιρέλλα Παπαοικονόμου δεν ήταν εδώ για αυτή τη σχέση. Το να μην φέρει τελικά μαζί τον Μάνο και την Ηρώ ύστερα από όλα όσα συνέβησαν μεταξύ τους στην παλιά σειρά και την καινούρια, είναι υπό μία έννοια κάτι σαν το δικό της αντίστοιχο φινάλε-δυναμίτη σαν αυτό που ανέφερα παραπάνω για τη «Veronica Mars»: Είναι δηλαδή η ακριβής σεναριακή απόφαση που απλά ξέρεις πως δεν θα ικανοποιήσει τους θεατές.
Μου αρέσει αυτό το θάρρος, και μου αρέσει το πώς μια αντίστοιχη λογική διαποτίζει όλο το φινάλε, τις πορείες όλων των ηρώων. Το οποίο δεν είναι ακριβώς ίδια γνώμη με το να έλεγα πως “μου αρέσει το φινάλε”, αλλά θα προσπαθήσω να εξηγήσω.
Στο τέλος το ερωτικό παιχνίδι ανάμεσα στον Ψηλό και την Άννα, αυτό το διαρκώς αβέβαιο “το έκαναν / δεν το έκαναν” (μια γενικώς απρόσμενη παραλλαγή κάπως στο αναμενόμενο “θα το κάνουν / δεν θα το κάνουν” που έχουμε συνηθίσει να συναντάμε σε κάθε λογής τηλεοπτική ιστορία, από σαπουνόπερες μέχρι σίτκομ κι από περιπέτειες μέχρι επιστημονική φαντασία) καταλήγει σε ένα αυστηρό αντίο που όμως με την σειρά του δεν καταλήγει πουθενά. Η Άννα είναι σε μια σχέση βουτηγμένη στην αβεβαιότητα και την δυσπιστία και τα λάθη, την οποία όμως θέλουν να παλέψουν. Ο Ψηλός με την Ηρώ ανταλλάζουν κάποιες κουβέντες εξομολογητικές, για τι είναι ο ένας, και πάντα ήταν, για τον άλλον, όμως κι αυτό δεν καταλήγει πουθενά- κάποιες φορές ακόμα και το να φέρεις τον εαυτό σου σε θέση να βάλει λέξεις σε πράγματα ανείπωτα, μπορεί να είναι ένας θρίαμβος.
Πάντως η χροιά δεν είναι καθόλου θριαμβευτική. Είναι, πώς να το πω, συνηθισμένη. Απλά καθημερινή. Ο Μάνος πάντα θα ήταν το κεντρικό στοιχείο αυτής της σειράς, όσα χρόνια μετά κι αν ερχόταν, και το arc του έχει κινηθεί, έστω κι αν όχι με τον πιο πασιφανή τρόπο. Ξεκίνησε τη σεζόν χαμένος, προερχόμενος από το πουθενά χωρίς να έχει ιδέα πού ανήκει, και τώρα φαίνεται να έχει αποκτήσει πατήματα, να προχωρά μια επιχείρηση με τη συμπαράσταση του Τσίου, να έχει επουλώσει κάποιες πληγές (και να έχει δημιουργήσει νέες, επειδή έτσι είναι η ζωή), να έχει πει πράγματα που έπρεπε, (να έχει κάνει πράγματα που δεν έπρεπε), και τελικά να φεύγει -ξανά- με αβεβαιότητα προς ποιος ξέρει πού.
Γύρω του τα περισσότερα πράγματα μοιάζουν λιγότερο αναπτυγμένα και σε πολλές περιπτώσεις τελείως σχηματικά, αλλά όλα προς μια συγκεκριμένη δημιουργική κατεύθυνση. Ο απάλευτος γιος του Τσίου τελικά είχε καρδιά από χρυσό κι ας μην αντέχεται το ύφος του- μαγικό, κοίτα να δεις! Ήθελε τα λεφτά για μια συναυλία από το πουθενά, η οποία είναι το απαραίτητο σεναριακό όχημα ώστε να βρεθούν όλοι οι χαρακτήρες μαζί στον ίδιο χώρο στην τελευταία πράξη του επεισοδίου, αντηχώντας μάλιστα και το αντίστοιχο φινάλε της ορίτζιναλ σειράς, σε ένα καρναβάλι, όπου και πάλι τα πράγματα αφήνονται σε μεγάλο βαθμό ανοιχτά.
Προσπερνώντας το γεγονός ότι αυτή είναι η λιγότερο πειστική συναυλία που έχω δει στη ζωή μου, με τα μισά μέλη της μπάντας να μην ξέρουν καν τι είναι τα όργανα που κρατάνε και με το κοινό να μοιάζει να βρίσκεται καθένας σε μια δική του silent disco (άλλοι χορεύουν με απαλή κίνηση, άλλοι χοροπηδάνε με γροθιές στον αέρα, άλλοι αράζουνε σε τραπεζάκια με στραγάλια και κρασάκι σα να είναι σε κουτουκάκι), έχει ενδιαφέρον ότι ο γενικότερος τόνος είναι πιο σιγανός από το αντίστοιχο παλιό φινάλε. Η αβεβαιότητα, η μη τελεσίδικες εξελίξεις για τις περισσότερες ιστορίες, είναι ξανά εδώ, αλλά αυτή τη φορά ο ενθουσιασμός δίνει τη θέση του στη μελαγχολία. Είναι τα 20 χρόνια. Είναι οι ζωές που έχουν ζηστεί και τα λάθη που έχουν γίνει και οι αλήθειες που έχουν ειπωθεί.
Νιώθω πως σε επίπεδο σύλληψης, πως στο βαθμό που η Παπαοικονόμου ήξερε τι (δεν) θέλει να κάνει, αυτό το revival σαν συνολικό κομμάτι κρύβει μέσα του κάτι πολύ σκληρά ανθρώπινο. Το γέμισμα ήταν όμως σε πολλά σημεία επώδυνο. Ο χαρακτήρας του Πυρπασόπουλου είναι σα να γράφτηκε και να παίχτηκε αφού είχε γυριστεί όλη η υπόλοιπη σεζόν. Η ιστορία της Αθηνάς είχε ενδιαφέρον αλλά χρειαζόταν κάτι αρκετά πιο πολυεπίπεδο σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο για να λειτουργήσει- αν και η Δημητρακοπούλου κάνει τρομερή άρση βαρών, πουλάει τα πάντα σχεδόν μόνη της. Όλη η οικογένεια ρομπότ του Τσίου ήταν κάτι το βαθύτατα άσχημο. Οι ιστορίες του Αλεξανδρή και της Αλεξανιάν έμοιαζαν ταυτόχρονα να έχουν είτε πιο πολύ είτε πιο λίγο δράμα από όσο χρειαζόταν.
Αλλά ακόμα και με αυτά τα δεδομένα, εκτιμώ το συναίσθημα και την πρόθεση πίσω από την γενική προσέγγιση. Είναι ένα μάτσο άνθρωποι που κάποτε ήταν κοντά, τώρα δυσκολεύονται να είναι, δυσκολεύονται γενικώς βασικά, και η εφηβική τους ορμή και δίψα έχει δώσει τη θέση της σε μια αβεβαιότητα κατανόηση του πού πάνε και πώς και γιατί, την ίδια ώρα πασχίζοντας να έρθουν κοντά με τα παιδιά τους, που την ίδια στιγμή νιώθεις πως ζουν το δικό τους «Λόγω Τιμής Junior».
Στο τέλος η κάμερα του Ζαρουτιάδη περιμένει καθώς οι κεντρικοί ήρωες κοιτούν ένας ένας προς αυτήν, πριν ακολουθήσει τον Ψηλό καθώς εκείνος φεύγει, και τελικά τον αφήσει να χαθεί στη νύχτα της Αθήνας. Η αβεβαιότητα είναι εκεί. Πολλά πράγματα έμειναν στον αέρα, κι ακόμα κι όσα κατέληξαν κάπου, είναι σα ναν θέλουν να σε θυμίσουν πως, ΟΚ, αλλά είναι ποτέ τίποτα οριστικό; Στο τέλος του «Λόγω Τιμής» είναι σχεδόν σα να μην έγινε τίποτα, είναι σχεδόν σα να έγιναν όλα.
***
Αν και εσύ αγαπάς τα Star Wars και την ιστορία τους, το αφιέρωμά μας ‘May the Pod Be With You’ είναι εδώ!
Στο 2ο επεισόδιο, αναλύουμε τις standalone ταινίες του franchise, Rogue One και Solo: A Star Wars Story: