Στο The Northman, η τοξική αρρενωπότητα είναι ανεξέλεγκτη
- 22 ΑΠΡ 2022
Βλέποντας το The Northman σκεφτόμουν πως και μόνο το γεγονός ότι βρέθηκαν χρηματοδότες για μία πρωτότυπη ιδέα τέτοιου κόστους μέσα στο κλίμα ομοιογενοποίησης του blockbuster σινεμά των τελευταίων ετών, είναι λόγος για να γιορτάσεις.
Το γεγονός ότι αυτά τα χρήματα δόθηκαν σε έναν δημιουργό του οποίου η προηγούμενη ταινία είχε τον Robert Pattinson να αυνανίζεται με ένα πήλινο αγαλματίδιο γοργόνας, και όχι για να τα ξοδέψει στην 43η ταινία Marvel όπως συμβαίνει με πολλούς απ’ τους δημιουργούς που ξεπηδούν από το Sundance αλλά για ένα σαιξπηρικό παραμύθι με Βίκινγκ, είναι αξιοσημείωτο.
Το γεγονός, τώρα, πως το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει με κάτι που φέρει απ’ άκρη σ’ άκρη τη σφραγίδα του Eggers ίσως είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό (όχι βέβαια ότι το στούντιο δεν προσπάθησε να το αραιώσει).
Δεν ήταν μπηχτή για τη Marvel το παραπάνω σχόλιο. Πολλές ταινίες του MCU μου αρέσουν περισσότερο από το Northman. Για την ακρίβεια δεν είμαι καν σίγουρη πως το Northman μού άρεσε ιδιαίτερα έξω από το υπερθέαμά του.
Όμως ανεξάρτητα από τις οικονομικές του αποδόσεις, η ίδια η ύπαρξη της ταινίας ενός ασυμβίβαστου indie βιρτουόζο σε μία βιομηχανία που τελευταία ανοίγει το πορτοφόλι της μόνο για άτομα ντυμένα με σπάντεξ ή για προϋπάρχοντα IP, μοιάζει με καλό νέο.
Η ταινία θα συνυπάρξει στις αίθουσες με δύο μαξιμαλιστικά έπη άλλου ύφους και προθέσεων: το σαρωτικό, απίθανο Everything Everywhere All At Once που ανυπομονώ να δείτε την ερχόμενη εβδομάδα, και το Ambulance του Michael Bay.
Μία ταινία που, ακόμα και για τα πομπώδη μέτρα του Bay, δεν άφησε καμία σπιθαμή άδεια στα καρέ της, με την κάμερα να χιμάει ανελέητα πάνω σε κοινό, χαρακτήρες και αισθήσεις.
Δεν ξέρω εάν αυτή η τάση κινηματογραφικής υπερβολής είναι μία καλλιτεχνική πράξη ανυπακοής ενάντια στην ομοιογένεια των franchises ή απλώς η ανάγκη που προκύπτει όταν κινηματογραφιστές (και πόσο μάλλον το κοινό) καθηλώνονται επί δύο χρόνια στα σπίτια τους, αλλά εδώ είμαστε.
Οι ταινίες του Robert Eggers χαρακτηρίζονταν ως τώρα από την κοφτερή εστίαση στην ανήσυχη, αβέβαια σχέση μεταξύ των απομονωμένων περιβαλλόντων όπου διαδραματίζονται και των χαμένων ψυχών που κατοικούν σε αυτά. Με το υπόβαθρο του σκηνογράφου ο Eggers αναδημιουργεί σχολαστικά απομακρυσμένα σκηνικά μιας άλλης εποχής – εδώ με τη βοήθεια ιστορικών και αρχαιολόγων – που αντικατοπτρίζουν τη φρενήρη ψυχική κατάσταση των χαρακτήρων του.
Τώρα ανοίγει σημαντικά το πεδίο του διασχίζοντας αχανή ισλανδικά εδάφη σε μία μεταφορά του μύθου του Amleth, μίας ευθείας επιρροής στον χαρακτήρα του Άμλετ. Ο φυσικός σύντροφος αυτής της ιστορίας ωστόσο είναι αναμφίβολα ο Μάκβεθ.
Στη Σκανδιναβία του 9ου αιώνα, ο Aurvandil, ο Raven King of the Jutes (Ethan Hawke) επιστρέφει στο βασίλειό του μετά από περίοδο πολέμου, εκεί που τον αναμένει υπομονετικά η βασίλισσα Gudrún (Nicole Kidman) και ο γιος του, Amleth.
Στο μεταξύ ο ετεροθαλής αδερφός του, ο Fjölnir (Claes Bang), σχεδιάζει την προδοσία του Raven King, την οποία εκτελεί εντυπωσιακά, σουβλίζοντας τον Aurvandil με δόρατα πριν του κόψει το κεφάλι.
Ο Amleth δραπετεύει παρατρίχα από το βασίλειο, και όταν τον ξαναβρίσκουμε έχει εξελιχθεί σε ένα πλάσμα μαινόμενο που λεηλατεί την Ανατολική Ευρώπη στο διάβα του.
Ο Alexander Skarsgård ενσαρκώνει τον Amleth σαν ένα περίβλημα ανθρώπου, καμπουριασμένου από το μίσος που κουβαλάει από παιδί. Ο τύπος δεν πτοείται ούτε όταν οι φίλοι του καρφώνουν με βέλη ανυπεράσπιστους αγρότες για σπορ.
Η εκδίκηση που σχεδίαζε μικρός κλαίγοντας είναι πια σωματοποιημένη, είναι ο ίδιος ένα σφοδρό εργαλείο χωρίς σαφή κατεύθυνση, τουλάχιστον μέχρι η Bjork σε ρόλο μάγισσας – την πρώτη της εμφάνιση σε ταινία μυθοπλασίας από το Dancer in the Dark – του θυμίσει την αποστολή του.
Στην είδηση ότι ο σφετεριστής του ζει ακόμα εξόριστος κάπου στην Ισλανδία, ο Amleth θα μεταμφιεστεί σε σκλάβο για να εισχωρήσει στα εδάφη του και να του αφαιρέσει τη ζωή. Στο ταξίδι του θα γνωρίσει την Olga (Anya Taylor-Joy), τον έναν από τους δύο βασικούς, αδύναμους σεναριακά γυναικείους χαρακτήρες που θα ανακοινώνει την προσωπικότητά της με φράσεις όπως «η δύναμή σου ραγίζει τα κόκαλα των ανδρών, εγώ έχω την πονηριά να τους ραγίσω τα μυαλά».
Μαζί θα καταστρώσουν το σχέδιο να δολοφονήσουν τον Fjölnir και να διασώσουν τη μητέρα του Amleth, που ο θείος του έχει υποχρεώσει σε γάμο μαζί του.
Ο Eggers που γράφει το σενάριο του Northman με τον Ισλανδό ποιητή Sjón (Lamb), έχει στο παρελθόν εξερευνήσει την τοξική αρρενωπότητα παρουσιάζοντας άντρες ανίκανους να πραγματοποιήσουν την αλλαγή στη ζωή τους, κάτι που φυσικά τους αφήνει ανοιχτούς στις απόκοσμες δυνάμεις που κατοικούν στο δάσος ή τη θάλασσα γύρω τους. Εδώ η τοξική αρρενωπότητα είναι τόσο φρικτά καταστροφική όσο και ανεξέλεγκτη.
Ο Amleth είναι ανήμερος από την πρώτη ως την τελευταία του στιγμή στην οθόνη και οι άντρες γύρω του ανταποκρίνονται με τον ίδιο τρόπο. Η βαρβαρότητα γεννά βαρβαρότητα. Είναι το μόνο που θα υπάρξει, αλλά αυτό αντικρούεται με ένα άλλο αφηγηματικό νήμα που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.
Εκείνο που αμφισβητεί εάν το πλάνο εκδίκησης του Amleth είναι τελικά μάταιο. Το Witch ρωτούσε εάν έφταιγε η μαγεία ή η κοινωνία που πίστευε στη μαγεία για την καταδίωξη γυναικών όπως η Thomasin.
Στο Northman, ακόμα και όταν τα θεμέλια της αναζήτησης του Amleth κλονίζονται και φαίνεται να απαιτείται περισσότερη δύναμη για να εγκαταλείψει το πλάνο του παρά να το ολοκληρώσει, ο Eggers δεν έχει διάθεση να τον κρίνει. Διασκεδάζει πολύ με το κυνήγι για να αναλογιστεί τις επιπτώσεις του και σίγουρα βρίσκει την ομορφιά στην ιστορία ενός πολεμιστή που εκπληρώνει τον σκοπό του.
Παρόλο που η ταινία λοιπόν καταλήγει ως ένα ρηχό αναμάσημα για την εκδίκηση και την επικράτηση της ανυποχώρητης ματσίλας, ως θέαμα δε μπορεί να αμφισβητηθεί. Τα ισλανδικά τοπία που περιβάλλουν ήρωες και κακούς απαθανατίζονται με συναρπαστική γοητεία, από αφιλόξενες παραλίες ως μαινόμενα ηφαίστεια, οι σιλουέτες λούζονται με εκθαμβωτικό φως, η μπαρόκ, ασυνήθιστη οικοδόμηση του κόσμου όπως τη σχεδιάζει ο Eggers είναι εκεί, το ίδιο και οι μεγαλειώδεις μονόλογοι και τα oners του.
Η ταινία διαρκεί 2 ώρες και 20 λεπτά και το νιώθεις ακραία, αλλά έχεις τουλάχιστον να δεις ένα παραισθησιογόνο πάρτι, ένα αστείο παιχνίδι ποδοσφαίρου, το πιο αλλόκοτο Big Little Lies reunion μεταξύ Kidman και Skarsgård που θα μπορούσες να φανταστείς, και ένα φινάλε με δύο γυμνούς κατά κύριο λόγο άνδρες να μάχονται μέχρι θανάτου μέσα σε λάβα.
Όποια στοχαστική θεματική και να είχε στο νου του ο Eggers, αν είχε καν τέτοια, πνίγηκε εκεί, υπό τους ήχους άγριων τυμπάνων.