To ‘Men in Black’ μας έκανε να αναρωτιόμαστε αν οι περίεργοι φίλοι μας είναι εξωγήινοι
- 10 ΜΑΙ 2020
Ο Γουίλ Σμιθ θεμελιώνεται ως ο φρέσκος εμπορικός σταρ της εποχής, ο Μπάρι Σόνενφελντ φέρνει προσωπικό ύφος σε ένα πρότζεκτ-τρέλα, και το φιλμ σκοράρει σε ταμεία και κριτική γεννώντας ένα απολαυστικό franchise. Εξωγήινοι ανάμεσά μας; Και γιατί όχι.
Η ταινία
Ποιος ανάμεσά μας δεν έχει περάσει καλά με αυτή την ταινία; Εγώ προσωπικά μέχρι και έστω κάπως βαριεστημένα να “ντυθώ” τις απόκριες με είχε κάνει, που έχω ντυθεί για απόκριες αθροιστικά τρεις φορές στη ζωή μου. (Τη μία κυκλοφορούσα όπως είμαι κι απλά έλεγα πως έχω ντυθεί “Κέβιν Σμιθ”.) Βασισμένο ελαφρά σε ομώνυμο κόμικ αλλά με ένα take αναζωογονητικά διασκεδαστικό και εκμεταλλευόμενο το σινεμά ως κοινή, συλλογική εμπειρία διασκέδασης, το φιλμ φαντάζεται μια πραγματικότητα όπου η πρώτη επαφή με τους εξωγήινους έχει γίνει δεκαετίες τώρα και γύρω από τη σχέση μας με τα εξωγήινα είδη έχει στηθεί ένας ολόκληρος γραφειοκρατικός μηχανισμός.
Στήνοντας κάτι μεταξύ workplace διαδικασιών οριακά δημοσίου και μιας καρτουνίστικα φασαριόζικης τρέλας, κάπου στον χώρο ανάμεσα στο “Man from UNCLE” και τα Looney Tunes, η ταινία φτιάχνει ένα μίγμα παλαβό μεν, αλλά στην καρδιά του περίεργα αναγνωρίσιμο. Βάζει τον πράκτορα του Γουίλ Σμιθ να παίξει το ρόλο του κοινού καθώς γνωρίζει για πρώτη φορά αυτό τον κρυφό κόσμο κάτω από τα πόδια του (μας), μια κίνηση απλά τέλεια: Ο Σμιθ είναι φύσει συμπαθής σταρ και ο συνδυασμός έκπληξης και ενθουσιασμού στο πρόσωπο, στις ατάκες και στις κινήσεις του καθώς γνωρίζει τον εξωγήινο κόσμο δημιουργεί μια μεταδοτική ενέργεια εγκαρδιότητας και χαράς- μερικές από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας είναι σε αυτή την πρώτη πράξη, καθώς ο Σμιθ συναντά διαφορετικά εξωγήινα είδη, διαφορετικές τεχνολογίες (το πανίσχυρο αλλά ελάχιστο οπλάκι) κι όλα αυτά την ώρα που δίπλα του ένας πλήρως ασυγκίνητος Τόμι Λι Τζόουνς συνεχίζει το τουρ.
Οι δυο τους συνιστούν ένα τέλειο buddy comedy δίδυμο, αντίθετοι φαινομενικά στα πάντα, με τη μεταξύ τους ενέργεια να μην γίνεται ποτέ μονότονη. Όμως ο αληθινός σταρ της ταινίας είναι το τεχνικό στοιχείο, από τη διεύθυνση παραγωγής στα κόνσεπτ πλασμάτων του Ρικ Μπέικερ, που ανέλαβε το σχεδιασμό των προσθετικών και των animatronics. Ο δε Μπάρι Σόνενφελντ, ο αγαπημένος σκηνοθέτης πίσω από τις δύο “Οικογένειες Άνταμς” και του πιλότου του “Pushing Daisies” ήταν η τέλεια φωνή για να ενώσει αυτά τα στοιχεία, που άνετα θα φλέρταραν με το κιτς, σε ένα σύνολο που πετυχαίνει ως κωμωδία, ως περιπέτεια, και ως ψηφιακό και τεχνικό επίτευγμα- πολύ απλά, ο κόσμος της ταινίας (ως τόνος, ως ύφος, ως χρώμα, ως διάθεση) λειτουργεί.
Η ταινία ήταν το πιο διασκεδαστικό thrill ride που μπορούσε να σου συμβεί τότε, δημιουργώντας ως επέκταση ένα γενικότερο aesthetic στην μαζική κουλτούρα, από το σάουντρακ με κομμάτια “εμπνευσμένα από την ταινία” και τον Γουίλ Σμιθ να τραγουδά ένα κομμάτι πραγματικό χιτ, μέχρι τη σύνδεση με τα κουλ γυαλιά ηλίου και στην τελική ως γενικότερο σημείο αναφορά γύρω από κάθε τι ευχάριστα και διασκεδαστικά περίεργο.
Ο σταρ ήταν ο Γουίλ Σμιθ. Τα γυαλιά ήταν Ray-ban. Κι ο περίεργος φίλος σου; Ήταν εξωγήινος. Here come the Men in Black.
Το ταμείο
Έκλεισε τη χρονιά ως #2 εμπορική επιτυχία στις ΗΠΑ (πίσω από τον “Τιτανικό”) και #3 παγκοσμίως (μετά το σίκουελ του “Jurassic Park”) μαζεύοντας κάτι ψιλά κάτι από τα 590 εκατομμύρια δολάρια. Τρεις πρώτες βδομάδες σερί στο #1 του box office με φανταστικό word of mouth και μια σεμιναριακή καμπάνια που αντί απλώς να διαφημίζει την ταινία μέσα από συνεργασίες με διάφορα προϊόντα, κατάφερνε να παρουσιάζει τα εν λόγω προϊόνα ως κουλ επειδή και μόνο συνδέονται με την ταινία.
Η ταινία έφτασε να προταθεί για 3 Όσκαρ κερδίζοντας κι ένα από τα σπάνια λιγοστά που δεν πήρε ο “Τιτανικός” εκείνη τη χρονιά, για το Καλύτερο Μακιγιάζ. Τα ‘90s γενικά όσο αφορά τα τέρατά τους είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος, καθώς στέκεται κάπου ανάμεσα στο εντελώς πρακτικό σινεμά των περασμένων δεκαετιών και στο εντελώς ψηφιακό του 21ου αιώνα. Δεν θα πω ότι δεν θα γεράσει ποτέ, όμως κάποια στοιχεία εκείνου του εμπορικού σινεμά γερνάνε σίγουρα πολύ πιο αργά και πολύ πιο αξιοπρεπώς από αρκετά φουλ ψηφιακά μετέπειτα υπερθεάματα. Το CGI όταν ξεπεραστεί, μοιάζει αστείο βιντεοπαιχνίδι. Τα animatronics όταν ξεπεραστούν μοιάζουν, τι, με χαριτωμένα παιχνίδια, άντε με πλαστελίνη.
Τελοσπάντων κλείνω την παρένθεση: Η τεράστια επιτυχία της ταινίας οδήγησε σε δύο σίκουελ (εκ των οποίων το δεύτερο, του 2012, είναι περίεργα διασκεδαστικό και υποτιμημένο) και σε ένα spin-off που βγήκε πέρσι κι οι πάντες έχουν ήδη ξεχάσει γιατί ήταν χάλια με αυτόν τον ακίνδυνο, corporate, “ενάμιση στα πέντε” τρόπο. Το franchise είναι πάντως επικερδέστατο, κάτι που κάνει ακόμα πιο αστείο το πρόσφατο τουήτ του σεναριογράφου Εντ Σόλομον, ο οποίος αποκάλυψε πως χάρη σε κάποια δημιουργικά κόλπα του λογιστικού τμήματος, η ορίτζιναλ ταινία φαίνεται ακόμα να χάνει χρήματα στα χαρτιά, ένα συχνό χολιγουντιανό κολπάκι.
Η κριτική
Η Τζάνετ Μάσλιν στους New York Times γράφει για το ιδιόμορφο χιούμορ της ταινίας και για την αισθητική ιδιαιτερότητα που φέρνει σε αυτό τον κόσμο ο Σόνενφελντ, θυμίζοντας πως ξεκίνησε ως συνεργάτης των αδερφών Κοέν.
«Το “Men in Black”» είναι στην πραγματικότητα ελαφρώς πιο ανέκφραστο και περίεργο από ό,τι το μάρκετινγκ το κάνει να ακούγεται. Είναι επίσης εξαιρετικά φιλόδοξο, με σχεδιασμό και ειδικά εφέ φτιαγμένα από all-star ταλέντα και με αληθινά καλλιτεχνικό οπτικό στυλ. Όπως και με τις ταινίες του “Οικογένεια Άνταμς” και “Get Shorty”’, που ήταν πιο εμφανώς αστείες από το ύπουλα λεπτό “Men in Black”’, ο Σόνενφελντ παίρνει ασυνήθιστο υλικό και το φέρνει με τόλμη στο mainstream».
Η σκηνή
Ο Γουίλ Σμιθ μπαίνει για πρώτη φορά στα κεντρικά της οργάνωσης και αυτό που βλέπει τον κάνει να χάσει το μυαλό του. Μας βρίσκει σύμφωνους! Αυτή η σεκάνς είναι το δικό της ξεχωριστό μικρού μήκους κατασκεύασμα, όπου είναι λες κι ο Σόνενφελντ και το επιτελείο του να έβαλαν πρόκληση στους εαυτούς τους να γεμίσουν το χώρο και το κάδρο με κάθε λογής πλάσμα ή γκαγκ μπορούσαν να σκεφτούν.
Το trivia
Το αγαπημένο μου κομμάτι από το background του pre-production είναι η “κόντρα” του Σόνενφελντ με τον Ρικ Μπέικερ αναφορά με το σχεδιασμό των πλασμάτων. Ο θρυλικός Ρικ Μπέικερ έχει χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο φιλμ ως την πιο περίπλοκη παραγωγή της καριέρας του, κάτι λογικό μιας και δεν έχει απλά να συλλάβει ένα λουκ, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο από οπτικές πιθανότητες. Ο Μπέικερ λέει πως έπρεπε να πάρει ΟΚ για κάθε σχέδιο, τόσο από τον Σόνενφελντ όσο κι από τον Σπίλμπεργκ που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν βαθιά μπλεγμένος στο πρότζεκτ, ως παραγωγός. (Οι Γουίλ Σμιθ και Τόμι Λι Τζόουνς έχουν πει πως συμφώνησαν παίξουν λόγω της εμπιστοσύνης τους σε αυτόν ως παραγωγό.)
Το πιο αστείο ήταν όμως το πώς ο Σόνενφελντ μπήκε με μια γενικότερη «θα τα επανεφεύρω όλα!» ενέργεια πριν διαπιστώσει πως δεν μπορούσε να κάνει και σουρεαλισμό δα. Σε μια συνέντευξή του στο Entertainment Weekly λέει πως «στην αρχή έλεγα πως οι εξωγήινοι δεν πρέπει να μοιάζουν καθόλου αυτό που οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε. Γιατί χρειάζονται μάτια;; Οπότε ο Ρικ έφτιαχνε αυτά τα σπουδαία ντιζάιν, και μετά τα έβλεπα κι έλεγα “Αυτό είναι σπουδαίο – αλλά πώς ξέρουμε πού κοιτάει;” Οπότε κατέληξα εκεί που βρίσκονταν όλοι, μόνο που χρειάστηκα τρεις μήνες». Κλάμα.
Ο χαρακτήρας
O K του Τόμι Λι Τζόουνς (μεγάλη “Άλαν Ρίκμαν” ενέργεια, ο αγαπημένος της στήλης εξάλλου) και η L της Λίντα Φιορεντίνο. Κι οι δυο τους παίζουν με απολαυστικά πιο προσγειωμένο τρόπο απέναντι στο υλικό ταιριάζοντας κι ο ένας και η άλλη με τον τρόπο τους τέλεια στο πλευρό του Γουίλ Σμιθ και της πιο αγνής του ενέργειας. Η Φιορεντίνο συγκεκριμένα, σε έναν σπάνιο mainstream ρόλο της, μια από τις πιο αγνά σαγηνευτικές παρουσίες του αμερικάνικου σινεμά των ‘90s. Πάντα θα είναι κρίμα κι άδικο που δεν είχαμε περισσότερη, αλλά τουλάχιστον πάντα θα έχουμε αυτό το φιλμ. (Και φυσικά τον “Τελευταίο Πειρασμό”.)
Η καριέρα
Για δεύτερο διαδοχικό Ιούλιο ο Γουίλ Σμιθ παίρνει το box office και φεύγει, ύστερα από την “Ημέρα Ανεξαρτησίας” του ‘96. (Που υποθέτω… θα καλύψουμε επίσης;) Είχε προηγηθεί και το “Bad Boys” του Μάικλ Μπέι την άνοιξη του ‘95, αλλά τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Το “Bad Boys” είναι μόλις η 3η ταινία του Σμιθ και χτυπάει 140 εκατομμύρια στο παγκόσμιο box office, αλλά παίζοντας διαδοχικά στην “Ημέρα Ανεξαρτησίας” και το “Men in Black” 820 και 590 εκατομμύρια αντίστοιχα, δύο θηριώδεις επιτυχίες που τον έχουν είτε πρώτο όνομα είτε στην περίπτωση της ταινίας του Σόνενφελντ, πλέον και πρώτη μούρη στο πόστερ. Σε αυτό το σημείο είναι αδιαπραγμάτευτα ο εμπορικότερος σταρ του κόσμου.
Αν και ένα τέτοιο combo σπάνια ξαναβρίσκεις, ο Γουίλ Σμιθ εκμεταλλεύεται το πόσο καυτός είναι αυτή τη στιγμή του χρόνου ώστε να στήσει μια απίστευτα συνεπή εμπορική καριέρα για τα επόμενα 20+ χρόνια. Αμέσως μετά την επιτυχία του “Men in Black” επιχειρεί να φλερτάρει με το πρεστίζ σινεμά όμως το “Ali” και το “Bagger Vance” δεν γίνονται οι τεράστιες επιτυχίες στις οποίες είχε συνηθίσεις και τις οποίες προφανώς ήθελε. (Και είναι κρίμα, γιατί δεν είναι κακός ηθοποιός!)
Επιστρέφει άμεσα σε αυτό που ξέρει, με σίκουελ σε “Bad Boys” και “Men in Black” κι από αυτό το σημείο τα ‘00s είναι ο ένας εμπορικός θρίαμβος μετά τον άλλον. “Hitch”! “I Robot”! “I am Legend”! “Hancock”! Ακόμα και το “Pursuit of Happyness”, μια ταινία που με οποιονδήποτε άλλο πρωταγωνιστεί θα είχε κάνει 25-40 εκατομμύρια το πολύ, ξεπερνάει τα 300 εκατομμύρια παγκοσμίως! Οι μεγάλες στραβές δεν λείπουν (όπως το πολύ υποτιμημένο “Gemini Man” του Ανγκ Λι που είδαμε φέτος), αλλά με τον ένα τρόπο ή τον άλλον ο Γουίλ Σμιθ καταφέρνει μέχρι και σήμερα να παραμένει ένας τρομερά αξιόπιστος σταρ, τουλάχιστον εμπορικά μιλώντας. Είναι κρίμα που έμεινε τελικά τόσο απόλυτα σε αυτή τη διαδρομή μόνο και δεν τόλμησε ποτέ να κυνηγήσει κάτι διαφορετικό, αλλά στην τελική καθένας μπορεί να είναι τρομερά καλός σε κάτι και δεν είναι κακό όταν αφοσιώνεται πλήρως σε αυτό.
Καθόλου άσχημα για τον πιτσιρικά πρίγκιπα του Μπελ Ερ.
Και τώρα, χορός: