Τα ‘Καλύτερά μας Χρόνια’ θύμισαν ότι υπάρχει και ΕΡΤ στο τηλεκοντρόλ
- 28 ΟΚΤ 2020
Ψάχνω, λοιπόν, να της βρω κουσούρι με το ίδιο σχεδόν πείσμα που ξεψειρίζει η γυναίκα μου το κεφάλι της 10χρονης κόρης μου, κάθε φορά που εκείνη ξύνεται. Ψάχνω, ρωτάω και άλλους να μου πουν, αλλά δεν βρίσκω ούτε ψίχουλο. Αν εξαιρέσεις ενδεχομένως την ερμηνεία της Κατερίνας Παπουτσάκη, ως μητέρα της οικογένειας Αντωνοπούλου, η οποία είναι κατά τη γνώμη μου ένα βήμα πιο πίσω (βλέπε πιο ‘ασύγχρονη’, πιο Αλικέ) από το υπόλοιπο -εξαιρετικό- cast.
Ένα ‘λαμπερό σαν γυαλισμένο βότσαλο’ cast το οποίο από μόνο του αποτελεί ‘κράχτη’ για να κάτσεις να δεις την σειρά αφού περιλαμβάνει τον -καλύτερο από ποτέ- Ηλία Μελέτη ως τον πατέρ φαμίλια, την -εκθαμβωτική σε κάθε δεκαετία- θεία Τζένη Θεωνά, τον μυστακιοφόρο Ρένο Χαραλαμπίδη, τον Γιάννη Δρακόπουλο (βλέπε Μιχάλη από Το Σόι μου) ως τον παπά της γειτονιάς, την ‘μου θυμίζεις την Μπελούτσι στο Malena’ ανύμφευτη μητέρα Τόνια Σωτηροπούλου, την ανερχόμενη Μαρία Βοσκοπούλου (βλέπε κόρη Τόλη και Άντζελας) και την trademark φωνή του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου στο voiceover.
Τι τα θες; Εννοείται πως την παράσταση, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, την κλέβει τελικά ένα παιδί. Συγκεκριμένα ο Μανώλης Γκίνης ως ο οκτάχρονος Άγγελος, ο βενιαμίν της πενταμελούς οικογένειας (που μετακομίζει στην Αθήνα από τη Μεσσηνία, για να αναζητήσει ένα καλύτερο αύριο) και αφηγητής της ιστορίας, που μας ταξιδεύει στα παιδικά του χρόνια, πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Και, συγκεκριμένα και πολύ εύστοχα, ακριβώς την στιγμή που η τηλεόραση έπαψε να είναι κοινοβιακή (την είχε το καφενείο και μαζευόταν ο κόσμος) και άρχισε να μπαίνει δειλά-δειλά στα οικογενειακά σαλόνια. Και πάλι, προφανώς, ως είδος πολυτελείας. Με την ευρύτερη γειτονιά να μαζεύεται στο σπίτι για να δει κομβικά event όπως το πρώτο βήμα του Armstrong στην Σελήνη και να θαυμάσει αυτό το επίτευγμα που ερχόταν κομπλέ με δυο ολόκληρα κανάλια.
Ένα λεπτό σημείο που έπρεπε να εξηγήσω ακριβώς στην κόρη μου (βλέποντας την σειρά μαζί της ήταν και σαν ένα μίνι μάθημα ιστορίας). Το γιατί δηλαδή υπήρχαν δυο μόνο κανάλια και όχι YouTube, γιατί δεν υπήρχε τηλεκοντρολ (με το οποίο η δικιά μου κοιμάται κυριολεκτικά αγκαλιά) και γιατί τα παιδιά έπαιζαν με πέτρες και όχι με tablet.
Βρίσκω κάτι παραπάνω από εξαιρετικό σημειολογικά το ότι το πρώτο επεισόδιο κινείται γύρω από την ολοκαίνουργια ασπρόμαυρη τηλεόραση που φτάνει στο σπίτι των Αντωνόπουλων τον Ιούλιο του 1969, στα όγδοα γενέθλια του Άγγελου. Ότι δηλαδή το μεγάλο comeback της ΕΡΤ γίνεται ακριβώς με ένα επεισόδιο και μια σειρά που αποθεώνει την εποχή που και η ίδια ξεκινούσε την πορεία της στην καρδιά μας. Με κάθε διαδοχικό επεισόδιο να μας ταξιδεύει όλο και πιο μπροστά (ως κοινωνία γενικότερα και ως τηλεόραση ειδικότερα). Από τη δικτατορία στη Μεταπολίτευση, και μετά στη δεκαετία του ’80.
Εννοείται πως Τα καλύτερά μας χρόνια είναι ένα υπέροχο, χιουμοριστικό και φουλ νοσταλγικό μακροβούτι στις ζωές τριών γενεών Ελλήνων. Γεμάτο ανεξίτηλες εικόνες από παιχνίδια στις αλάνες, πάκα με Μικρούς Ήρωες από το περίπτερο ως δώρο γενεθλίων, αντισυλληπτικά από το Παρίσι και άλλα ωραία και κινηματογραφικά.
Αλλά δεν είναι η νοσταλγία που το καθιστά αξιοθαύμαστο. Εδώ τη διαφορά κάνει το ότι αισθάνεσαι πως πρόκειται για ένα πραγματικό έργο αγάπης από όλους όσους συμμετέχουν. Αυτό δεν είναι κάτι που μετριέται ή που μπορώ να στο αποδείξω. Είναι κάτι που το νοιώθεις, το αισθάνεσαι σε κάθε λεπτομέρεια. Ποιος να το περίμενε ότι η πιο φρέσκια σειρά της σεζόν θα ερχόταν μέσα τόσο ρετρό αμπαλάζ.
Γιατί δεν χορταίνουμε ποτέ ένα καλό comeback; Από τον Gandalf the White μέχρι τον δεύτερο θρίαμβο του Keanu Reeves, θυμόμαστε τα comebacks της ποπ κουλτούρας που μας ισοπέδωσαν στο νέο επεισόδιο του POP για τις Δύσκολες Ώρες!