Τα καλύτερα άλμπουμ του 2016 (ως τώρα)
- 10 ΙΟΥΛ 2016
Μαζί με τον Ιούλιο μπήκαμε και στο δεύτερο μισό του 2016. Τέλεια αφορμή δηλαδή για να ρίξουμε μια ματιά στο πρώτο εξάμηνο της χρονιάς, και στα αγαπημένα μας κομμάτια ποπ κουλτούρας από αυτό. Σειρές, ταινίες, τραγούδια, βιντεοπαιχνίδια, κόμικς, και ό,τι άλλη κατηγορία εκπροσωπείται στο PopCode θα έχει την τιμητική της, κάθε μέρα κι ένα διαφορετικό top-5.
***
Μετά από αρκετές προσθαφαιρέσεις, θυσίες και πολύ backspace καταλήξαμε (εγώ δηλαδή, γιατί δεν ρώτησα κανένα άλλον!), ότι αυτά είναι τα καλύτερα άλμπουμ που ακούσαμε (επιμένω στον πληθυντικό, τι θράσος!) από την αρχή του έτους μέχρι τώρα.
Beyonce – ‘Lemonade’
Να μην πιάσουμε τώρα τη φιλοσοφική ανάλυση του τι είναι pop και τι όχι μόνο και μόνο για να στηρίξουμε με επιχείρημα ότι το Lemonade είναι ο pop(;) δίσκος της χρονιάς. Απλά θα πω ότι τα μεγάλα άλμπουμ βρίσκονται σε κάθε δισκοθήκη, άσχετα με τις προτιμήσεις του συλλέκτη ή του μουσικόφιλου. Η Queen Bey (το νέο παρατσούκλι που της κόλλησαν), μετά από πέντε δίσκους, κάνει κεφάλια να γυρίσουν και κάτω γνάθους να υπακούσουν στους νόμους της βαρύτητας.
Και για να προλάβω τον κάθε γκρινιάρη: ναι ρε φίλε είναι η Beyonce που έχει φράγκα για να κάνει παραγωγάρα, για να μαζέψει τους καλύτερους μουσικούς, για να κάνει το καλύτερο promotion, για να γράψει τα καλύτερα κομμάτια. Κι άλλοι τα ‘χουν αλλά δεν είδα κανένα Timberlake, ή καμία Lady Gaga, ή καμία Madonna να ξεπερνάνε τον εαυτό τους.
Και αν μιλούσαμε προ internet εποχής, με αληθινούς αριθμούς και όχι με υποθέσεις του ψηφιακού κόσμου (εκτός από το spotify και τις ηλεκτρονικές πωλήσεις, υπάρχει ακόμα το downloading και το peer2peer sharing ή τα blogs), τότε θα είχαμε να κάνουμε με νέο ρεκόρ πωλήσεων. Σε ένα κόσμο που τα έντυπα ακόμα θα πουλούσαν, δάση ολόκληρα θα είχαν ξεριζωθεί για να τυπωθεί επάνω τους το όνομα της και οι φωτογραφίες της (όχι ότι δεν συμβαίνει ήδη αυτό).
Στο Lemonade η Beyonce συνδυάζει και ανακατεύει τη soul με δεκαετίες μουσικής και δεν έχει κανένα πρόβλημα να μην κυνηγάει το χιτάκι. Μπαίνει σε δύσκολα νερά (κυριολεκτικά) και δεν βγαίνει σαν τη βρεγμένη γάτα. Straightforward πολιτικοποιημένο χώσιμο που δεν κινδυνεύει καθόλου να χαρακτηριστεί γραφικό ακόμα κι αν στο εξώφυλλο κολυμπούσε σαν το Σκρουτζ στις πολύτιμες λίρες του. Το καλύτερο της άλμπουμ. Απλά.
Και δεν ξεκίνησα καν να μιλάω για το visual κομμάτι.
Radiohead – ‘A Moon Shaped Pool’
Τώρα που η σκόνη έχει κάτσει κάπως, κι εγώ είμαι πιο ψύχραιμος απέναντι στη μπάντα που ακόμα μετράει χώρο στη δισκοθήκη μου, καθώς και όλα τα σημάδια του χρόνου πάνω μου, μπορώ να πω ότι το ‘A Moon Shaped Pool’ είναι ένας Radiohead δίσκος στον οποίο θα επιστρέφω ξανά και ξανά. Πολλές φορές μαζί τους νιώθω σαν ορκισμένος οπαδός των Πυξ Λαξ και της μίρλας που τους δέρνει. Μετά από τόσα χρόνια μοιάζουν σχεδόν με guilty pleasure. Όμως κάθε φορά που βγάζουν καινούργιο δίσκο, ένας καινούργιος συγκερασμός συμβαίνει μέσα εκεί που αλλάζει και πάλι την εικόνα μου γι’ αυτούς και σε δεύτερο χρόνο τη δική μου εικόνα απέναντι τους. Και ξέρω ότι αυτό που περιγράφω δεν είναι μια τελείως προσωπική εμπειρία και ότι τη μοιράζομαι με πολλούς.
Εδώ είναι πιο μαύροι και καταθλιπτικοί από ποτέ. Λες και αυτό που βιώνουν δεν είναι η απόλυτη αποδοχή από όλο τον κόσμο, ή η τρυφηλότητα που απολαμβάνουν μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς. Αντί να πάρουν τη συνταξούλα τους να πάνε να τη φάνε στη Φλόριντα με τις οικογένειες τους, κάθονται κι ασχολούνται με τα δικά μας προβλήματα, βγάζουν άλμπουμ που έχουν το στιχουργικό βάθος μιας μπάντας που θέλει τα λίγα και όχι τα πολλά (αν και πλέον οι λίγοι έχουμε γίνει πολλοί – και δεν μιλάω για τους φαν) και βρίσκουν ακόμα τον τρόπο να εκφράζουν αυτό που έχουμε μέσα μας και να μας κάνουν να νομίζουμε ότι εμείς κι αυτοί (οι ίδιοι οι Radiohead δηλαδή) είμαστε ίσοι. Κι ας μην είμαστε.
Οι Radiohead έχουν την πολυτέλεια να τους δίνουμε όσες ευκαιρίες είναι απαραίτητες για να εισχωρήσουν στον εγκέφαλο μας (άλλοι αυτό το λένε «με το στανιό»). Πολυτέλεια που δεν είναι διαθέσιμη για άλλες μπάντες. Την κατέκτησαν όμως.
Nonkeen – ‘The Gamble’
Αν δεν είναι αυτή η ευκαιρία να μιλήσουμε για ένα σοβαρό άλμπουμ που δεν το έχει μάθει όσος κόσμος θα του άξιζε, τότε πότε;
Μάλλον μια όχι και τόσο γνωστή ιστορία. Οι Nonkeen είναι τρία άτομα που γνωρίστηκαν πολύ πριν βγάλουν χνούδι που αργότερα θα γινόταν μουστάκι, σε μια ανταλλαγή μαθητών μεταξύ δύο σχολείων της διασπασμένης Γερμανίας. Μοιράζονταν από πολύ μικρή ηλικία τη μανία τους για τη μουσική και τον ήχο. Όταν έπεσε το τείχος η μανία έγινε πρόβες και συνθέσεις.
Το 1997, στα δεκαπέντε τους, τους βρήκε μια λαχτάρα που δύσκολα την ξεπέρασαν. Μία από τις πρώτες τους εμφανίσεις, σταμάτησε απότομα όταν από ένα καρουζέλ ακριβώς δίπλα τους, ξεκόλλησαν κάτι καθήσματα και δύο άτομα προσγειώθηκαν στη σκηνή. Ακούγεται περισσότερο αστείο παρά σοβαρό, το ξέρω.
Συναντήθηκαν ξανά μερικά χρόνια αργότερα και συνέχισαν από εκεί που είχαν μείνει. Επεξεργάστηκαν ό,τι είχαν στα χέρια τους από τότε που ήταν πιτσιρικάδες και κατέληξαν μετά από 8 χρόνια να έχουν ένα σχεδόν έτοιμο άλμπουμ. Ο ένας από αυτούς τους τρεις είναι ο γνωστός πλέον πιανίστας Nils Frahm.
Ουσιαστικά το ‘The Gamble’ είναι ένα άλμπουμ που ξεκίνησε να φτιάχνεται σχεδόν 20 χρόνια πριν, από την geek εκδοχή της παρέας του ‘Stand Βy Μe’ και ολοκληρώθηκε τώρα. Το αποτέλεσμα: ηλεκτρονικό, post-rock, jazz, beats, trip-hop, ambient. Από τους Tortoise μέχρι τον Shigeto κι από τους Mogwai μέχρι τους Fontanelle.
Islands – ‘Should I Remain Here At Sea’ / ‘Taste’
Αυτή ήταν μια δύσκολη απόφαση. Είχα να διαλέξω ανάμεσα στους Quilt, τους Beyond The Wizard’s Sleeve, τους Rogue Wave, και τους The Goon Sax. Οι Islands όμως είναι μια ύπουλη αδυναμία, που εδώ και χρόνια αιφνιδιάζει.
Το ‘Who Will Cut Our Hair When We’re Gone?’, το πρώτο και μοναδικό άλμπουμ των Unicorns, ήδη έγινε επανέκδοση πριν δύο χρόνια, σαν κλασσικός πλέον δίσκος των ’00s. Δύο μέλη από αυτούς σχημάτισαν αμέσως μετά τους Islands. Ουσιαστικά για όλους μας ήταν πάντα οι συνέχεια των Unicorns. Αγαπήθηκαν μυστηριωδώς αστραπιαία και έγιναν εξαρχής cult. Κάθε τους άλμπουμ είναι είδηση. Και φέτος η είδηση ήρθε διπλή. Και ως διπλή θα επιβραβευθεί γιατί μετά από πολλές ακροάσεις μου είναι αδύνατο είτε να διαλέξω ένα από τα δύο άλμπουμ είτε να τα διαχωρίσω, παρόλο που πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα.
Μοιάζουν με sci-fi villains που έχουν έρθει στον πλανήτη μας, έχουν αιχμαλωτίσει όλη την indie αφρόκρεμα (Pavement, Olivia Tremor Control, Of Montreal, The Apples In Stereo), την απόσταξαν και τη ρούφηξαν κι έχουν εγκατασταθεί τόσο για τα καλά που πλέον έχουμε ξεχάσει τις θηριωδίες τους. Κάτι σαν το Mars Attacks Meets Scott Pilgrim Vs The World.
Δεν παίρνουν τους εαυτούς τους λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά από όσο χρειάζεται για να παραμένουν η πιο cool εκδοχή όσων προϋπήρξαν ή όσων συνυπάρχουν (βλέπε Vampire Weekend ή Phoenix) με αυτούς.
Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι στις σελίδες της ιστορίας της pop μόνο ένα διπλό άλμπουμ χωράει και είναι άσπρο, γι’ αυτό και έβγαλαν δύο ξεχωριστά. Το ‘Should I Remain At Sea’ είναι το κιθαριστικό υπόδειγμα εναλλακτικής ευφυΐας ενώ το ‘Taste’ το χορευτικό ηλεκτροποπ χάπι για τη wonderland.
Parquet Courts – ‘Human Performance’
Όταν το πρωτοάκουσα σκέφτηκα ότι είναι καιρός να αγοράσω μια μπουτονιέρα και να πάω να ζητήσω από τους γονείς τους να μου επιτρέψουν να τους συνοδεύσω στον ετήσιο χορό. Γιατί αυτό είναι το άλμπουμ της ενηλικίωσης τους.
Σκέφτομαι κάθε φορά που ακούω μια τέτοια μπάντα ότι έχω βαρεθεί τις κιθάρες αλλά πάντα ελπίζω ότι κάποιος από όλους θα κάνει και πάλι τη διαφορά. Τα τελευταία πέντε χρόνια αυτή τη διαφορά την κάνουν οι Parquet Courts, που από κυκλοφορία σε κυκλοφορία μόνο καλύτεροι γίνονται. Ισορροπημένη δίαιτα, με σωστή χώνεψη. Μόνο παραδοσιακές βιολογικές τροφές έχουν περάσει από τα στομάχια τους. Beat Happening, Minutemen, Silver Jews, Dirtbombs, Gories, άλλωστε για την ηλικία τους αυτή είναι η δική τους παράδοση. Φυσικά όπως το γλυκό υπάρχει πάντα στο τραπέζι, έτσι και οι Velvet Underground πάντα χωράνε σε μια γωνιά στο στομάχι (το ‘One Man No City’ είναι πασαλειμμένο με velvetόκρεμα).
Στο ξεκίνημα τους ήταν σαν τους πιτσιρικάδες που παίρνουν για πρώτη φορά αυτοκίνητο και το πόδι κολλάει στο γκάζι μέχρι να κλάψει το κοντέρ. Όμως όσο περνούν τα χρόνια ηρεμούν και γίνονται πιο έμπειροι. Η τετράδα από τη Νέα Υόρκη ξέρει πια πότε να πατήσει το γκάζι και πότε να το αφήσει. Ο Andrew Savage στο μικρόφωνο έχει φοβερή εξέλιξη με μια ολοκληρωμένη πλέον ροκενρολάδικη φωνή.
Κάποια στιγμή με προβλημάτιζε το γεγονός ότι «καλά όλα αυτά, αλλά τα έχουμε ξανακούσει τόσες φορές». Βρήκα την απάντηση. 1ον και σουβλάκια έχεις φάει τόσες φορές αλλά πάντα ψάχνεις ένα καλό καινούργιο σουβλατζίδικο. 2ον (σε περίπτωση που δεν σου άρεσε σαν επιχείρημα το 1ον), αυτοί που τα έχουν παίξει όλα αυτά παλιότερα δεν είναι πια εδώ για να τα ξαναπαίξουν. Και όσοι είναι εδώ, είτε κουτσαίνουν είτε τρώνε τα μούτρα τους. Γι’ αυτό θα χρειαζόμαστε για πάντα μια φρέσκια εκδοχή του παρελθόντος. Το ‘Human Performance’ είναι η καλύτερη που έχουμε για φέτος.
ΤO ΥΠΟΛΟΙΠΟ MID-SEASON REPORT