ΒΙΒΛΙΟ

Τα πρωινά στον Φωκιανό, 16 μεγάλοι άντρες σταματούν τον χρόνο

Τρεις φορές την εβδομάδα, δεκάξι άνθρωποι που θα μπορούσαν να είναι παππούδες σου, παίζουν βόλεϊ με θέα το Καλλιμάρμαρο. Τους γνωρίσαμε και τους θαυμάσαμε από κοντά.

Ο νεότερος ακουμπάει τα 70 και ο γηραιότερος πατάει στα 85. Παίζουν βόλεϊ ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο από τις οκτώ μέχρι τις δέκα το πρωί. Οι ίδιοι νομίζουν ότι είναι ένα καλό παράδειγμα για τους παππούδες μας, μην υπολογίζοντας ότι είναι ένα αδιανόητο παράδειγμα και για εμάς.

 

1.

O κύριος Κώστας με τα γαλανά μάτια και τα ποιήματα. Ετών 85, αρχιτέκτονας. Παλιά έπαιζε βόλεϊ με τον Κάρολο Παπούλια. Ο κύριος Νίκος, χρυσοχόος και ο πιο παλιός της παρέας του βόλεϊ. Είναι τουλάχιστον μια δεκαετία νεότερος από τον κύριο Κώστα. Ο κύριος Ευάγγελος, εκ Πρεβέζης ορμώμενος, πρόεδρος στον Φωκιανό το πάλαι και συγγραφέας. Στα 70κάτι του κι αυτός.

Ο κύριος Γιάννης, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ΑΕΚτζής και μελίρρυτος. 82 Μαΐων.  Ο κύριος Κώστας με τη σφυρίχτρα, ο διαιτητής, ρεσεψιονίστ σε μεγάλα αθηναϊκά ξενοδοχεία. Ο κύριος Βασίλης, ο καλύτερος διαγώνιος και των δύο ομάδων, που σηκώνεται ψηλά και καρφώνει κάθε καλή μπάλα που του πασάρεται. Ο Στρατηγός, ο κύριος Γιώργος, με τις επιγονατίδες και τα σωστά σερβίς. Λιγομίλητος, αλλά έτσι δεν είναι οι στρατηγοί; Ο κύριος Γιάννης με τα σπορτίφ γυαλιά ηλίου, πληροφορικάριος, ίσως ο νεότερος της παρέας και σίγουρα αυτός που τρώει την περισσότερη καζούρα απ’ τους συμπαίκτες του. Ήταν μέσα στο Στάδιο όταν η ΑΕΚ κέρδιζε τη Σλάβια Πράγας.

Ο κύριος Παναγιώτης, ετών 70, ο αθλητικότερος των αθλητικοτέρων, ένας αίλουρος που βγάζει υποδοχές, που σε νεκρό χρόνο κάνει γκελάκια και κεφαλιές, που τον ρίχνεις όπως είναι στη μεσαία γραμμή του Παναθηναϊκού και είναι βέβαιο ότι θα διακριθεί. Ο κύριος Βασίλης με τη λευκή εμφάνιση του Φωκιανού και το 19 στην πλάτη. Ηλεκτρολόγος, από το Διακοφτό, το χωριό του Παπαγιαννόπουλου όπως ενημερώθηκα, και τόσο ωραίος που με παρέπεμψε σε έναν Παγκρατιώτη φίλο του για όταν χρειαστώ ηλεκτρολόγο. Ο κύριος Πάνος, διευθυντής στο ΠΕΧΩΔΕ στη δεύτερη νιότη του και ο μόνος, εκτός του Στρατηγού, που παίζει με το σορτσάκι του.

Ο κύριος Νίκος Ανδρόνικος με τη φανέλα στα χρώματα της Μπαρτσελόνα και την καλή δουλειά στην πίσω ζώνη του γηπέδου. Ο κύριος Γιώργος, πιλότος ελικοπτέρου και αρχηγός της ομάδας στην πλάκα. Μεταξύ των καλύτερων χωρατών, τα “είμαι 125 κιλά, τα 120 είναι μυαλό” και “Φραντζέσκα, μην τραβάς από ψηλά, θα φαίνεται πιάτο η καράφλα μου”. Ο κύριος Τάσος, γεννηθείς το ’53, μια κοψιά με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν και -φυσικά- καθηγητής Φυσικής. Ο κύριος Άρης, προσηνής, με την μπλούζα των Empty Frame και τη διάθεση να μην κακοκαρδίσει κανέναν. Ο κύριος Βασίλης, πασαδόρος και πρόεδρος της χορωδίας Λαλητάδες στα Μελίσσια, τραπεζικός υπάλληλος και εδώ από το ’63.

Οι συντριπτικά περισσότεροι εξ αυτών είναι συνταξιούχοι. Κατ’ ευφημισμόν. Γιατί αν συγκρίνεις τους συντριπτικά περισσότερους από εμάς με αυτούς τους δεκάξι κυρίους, ο τίτλος του συνταξιούχου σίγουρα δεν πηγαίνει σε αυτούς.

(Από αριστερά: Ο Παναγιώτης ίπταται, ο Στρατηγός ακολουθεί την μπάλα με το βλέμμα, και ο Κώστας είναι έτοιμος να χρεώσει τον πόντο)

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

(ο Κώστας επί το έργον, και ναι, έχουμε έναν ακόμα θεατή μαζί μας)

(ο Τάσος βγάζει την άμυνα και εμβρόντητοι ο Γιώργος, αριστερά του, και ο Ευάγγελος δεξιά, καραδοκούν για τη δεύτερη πάσα)

(ο Βασίλης βρίσκει φιλέ, ο Γιάννης κάνει ένα μπλοκ που εκφοβίζει, και ο έτερος Βασίλης δεξιά στενοχωριέται με την εξέλιξη)

 

2.

Από πέρυσι τον Μάρτιο που το γραφείο δεν είναι πια τρεισήμισι λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου, αλλά κάνα εικοσάλεπτο με το μπλε 550 ή το κίτρινο 10, τα πρωινά μου έχουν μια σταθερή βόλτα μπροστά από τον Φωκιανό. Οι μόνιμες επωδοί των περατζάδων είναι οι εξής δύο: Πρώτη επωδός: “Πότε θα κανονίσω ένα μπάσκετ επιτέλους”; Δεύτερη: “Τι. Κάνουν. Αυτοί. Οι. Παππούδες. Στο. Γήπεδο. Του. Βόλεϊ. Πρέπει. Να. Πάω. Να. Τους. Γνωρίσω. Μάλλον. Έχουν. Βρει. Το. Νόημα. Της. Ζωής”. Και μετά κοιτούσα το ρολόι και ξεκίναγα τα “ουφ, άστο, θα προσπαθήσω να ξυπνήσω νωρίτερα αύριο” και “τι να κάνω σήμερα που έχω σύσκεψη στις 10.30;” και “γιατί κάθε φορά που τους πετυχαίνω, έχω άπειρη δουλειά στο γραφείο”; Αγχώδεις, αφασικές, σαστισμένες δικαιολογίες.

Μετά περνούσαν οι μήνες, αυξανόταν η δουλειά, ήρθε το καλοκαίρι, ήρθαν οι ζέστες, (εκεί οι παππούδες), ήρθε το φθινόπωρο, τα πρώτα κρύα, (εκεί οι παππούδες), ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά, έτρεχα κάνα μήνα για τον Ρίκο, άρα έπεισα εαυτόν ότι έχω την άχαστη δικαιολογία για να μην κατέβω από το λεωφορείο, ήρθαν οι βροχές, ήρθαν και κάτι πρωινά με ψιλό χιόνι, (εκεί οι παππούδες), ε, και εδέησα να ξυπνήσω νωρίς ένα πρωί του Φλεβάρη και να κατέβω με την τσάντα, το θαυμασμό και τη διακριτικότητά μου στην αρένα του Φωκιανού.

Οι παππούδες ήταν εκεί, αλλά το θέαμα που έβλεπα δεν γεννιόταν από παππούδες. Κάθισα σε μια από τις ξύλινες καρέκλες στο πλάι του γηπέδου βόλεϊ και παρακολούθησα ένα ολόκληρο σετ. Με κοιτούσαν πιο περίεργα απ’ όσο κοιτούσα εγώ αυτούς. Το σετ θα τέλειωνε στα 25. Το σκορ ήταν 21-18 υπέρ αυτών στο αριστερό μου χέρι. Τα σερβίς μπορεί να γίνονταν από κάτω, αλλά οι επιθέσεις ήταν ορθολογικότατες. Υποδοχή, πάσα, καρφί. Και όχι χαβαλές. Νεύρο. Τσαντίλα. Μάχη για να μην πέσει κάτω η μπάλα. Γκρίνια για τους πιο χαλαρούς. “Δε βαριέσαι” για τους πιο σπασίκλες. Το σετ και το ματς τελείωσαν. Πλησίασα αυτόν που έκρινα ως κοινωνικότερο όλων, τον κύριο Άρη, και του είπα τα καθέκαστα. Με παρέπεμψε στον κύριο Ευάγγελο, εννοώντας ότι αυτός είναι ο εγκέφαλος της κατάστασης.

Κάπου είχα ακούσει ότι οι Παππούδες είναι παλαίμαχοι άσοι του Εθνικού, γεγονός που, έστω και ελάχιστα, θα μείωνε το πόσο … (συμπληρώστε επίθετο θαυμασμού) είναι όλο αυτό. “Εντάξει”, θα έλεγες λίγο κακορίζικα, “πρώην αθλητές είναι, τους έμεινε το χούι και παίζουν λίγο βόλεϊ”. Λες και το να βλέπεις έναν 85χρονο να υποδέχεται καρφιά δεν σου φτιάχνει τόσο ριζικά τη μέρα, επειδή πριν εξήντα χρόνια ήταν αθλητής. Τέλος πάντων, ο κύριος Ευάγγελος ξεκαθάρισε ότι δεν είμαι μπροστά σε μια ομάδα παλαιμάχων, άρα η πραγματικότητα ήταν όσο … (συμπληρώστε επίθετο ανεξέλεγκτου πια θαυμασμού) φαινόταν από το λεωφορείο.

Οι πιο παλιοί της παρέας, όπως ο κύριος Νίκος, ο χρυσοχόος, και ο κύριος Βασίλης, ο τραπεζικός, έρχονται ανελλιπώς από το 1963. Αυτό είναι 53 χρόνια πριν. Κατά καιρούς, όταν ο Φωκιανός έπεφτε θύμα εργολάβων που πληρώνονταν χωρίς να παράξουν, η παρέα αναγκαζόταν να παίξει το πρωινό της βόλεϊ σε άλλες γειτονιές. Πήγε στη Φιλοθέη, όπου συνάντησε τον θρυλικό μαραθωνοδρόμο Στέλιο Κυριακίδη, πήγε στο Μετς, για ένα διάστημα πήγε στον Εθνικό, αλλά πάντα, όταν ο Φωκιανός άνοιγε ξανά, η παρέα παρατασσόταν και πάλι στο πρώτο γήπεδο του βόλεϊ, όπως μπαίνεις στο συγκρότημα.

Λίγα χρόνια μετά την τελευταία τους επιστροφή, θα τους εντόπιζα μέσα από το λεωφορείο και θα τους γνώριζα από κοντά.

(ο Βασίλης καρφώνει πάνω διαγώνια αυτή τη φορά, καθώς το μπλοκ του Πάνου τού κλείνει την ευθεία)

(και εδώ μια ωραία ραβέρσα από τον Γιάννη, ενώ ο Ευάγγελος δίπλα του προσπαθεί να κατανοήσει αυτό που βλέπει)

 

3.

Το ραντεβού για τη φωτογράφιση δόθηκε για την τελευταία Τρίτη του Φεβρουαρίου. Έφτασα λίγο μετά το  ξεκίνημα του πρώτου σετ της ημέρας και κάθισα στη μεσαία ξύλινη καρέκλα, στο πλάι. Στο γνωστό πλάι. Ο κύριος Ευάγγελος, στον οποίο είχα παραγγείλει να ενημερώσει τα μέλη της ομάδας ότι θα γίνουν θέμα, με χαιρέτησε πρώτος. Μετά τον Ευάγγελο, με χαιρέτησαν κι άλλες χαρούμενες φάτσες, ενώ δυο-τρεις φώναξαν αυστηρά στους συμπαίκτες τους, “Έλα, αφήστε τα αυτά, έχουμε παιχνίδι τώρα” και χτύπησαν τα χέρια τους για να συγκεντρωθούν. Αυτοί ήταν οι άνθρωποί μου, τους καταλαβαίνω απόλυτα. Δεν έχω μεγαλύτερο διάολο από το να παίζω κάτι, οτιδήποτε και οι συμπαίκτες μου να πετάνε χαρταετό.

Το σκορ στο πρώτο σετ ήταν 6-6. Μετά από κάθε πόντο, ένας γυρτός κύριος με σφυρίχτρα και μαύρο καπέλο έλεγε το καινούργιο σκορ, φώναζε -όσο μπορούσε- “play!” και σφύριζε για να γίνει το επόμενο σερβίς. Αν οι ομάδες μιλάνε περισσότερο απ’ όσο πρέπει, ρίχνει και κάνα αυστηρό “Δε μιλάμε!”. Ο κύριος Κώστας όπως θα μάθαινα πως λέγεται μετά που θα ξαπόσταινε με το τσιγάρο και την πορτοκαλάδα του, δεν συμμετείχε στο παιχνίδι. Καθόταν πίσω από τη μία εξάδα και έδινε τα κελεύσματά του. Ο κύριος Κώστας είναι μια εκπληκτική φιγούρα.

(ο Κώστας)

Κάθε πόντος κερδίζεται με ιδρώτα, η μπάλα δεν πέφτει εύκολα κάτω. Οι κύριοι μπροστά μου τρέχουν, σκύβουν, φωνάζουν για την μπάλα -και αν δουν ότι δεν την προλαβαίνουν, απλώνουν και κάνα πόδι. Βόλεϊ παίζουμε, το παν είναι να σωθεί ο πόντος. Κάθε ανταλλαγή βγάζει γέλιο. Ο κύριος Βασίλης, ο τραπεζικός, αποθεώνει έναν συμπαίκτη του φωνάζοντας “Τα ‘χω πει εγώ, εσύ είσαι πολύ μάγκας, σαν τον Πογιέτ είσαι”. Οι πόντοι που κερδίζονται στο φιλέ προκαλούν αντιδράσεις και ίντριγκα. “Έκανες φιλέ”, “όχι δεν έκανα”, “μα σηκώθηκες για μπλοκ και ακούμπησες πέφτοντας”, “όχι εσύ ακούμπησες μετά το καρφί”. Κλείνεις τα μάτια και βλέπεις τον εαυτό σου στο γυμνάσιο, να τσακώνεται για έναν πόντο που, ξέρεις τι, δεν πρόκειται να κρίνει απολύτως τίποτα. Ανοίγεις τα μάτια και βλέπεις μια άλλη τάξη γυμνασίου, πιθανώς ενός γυμνασίου των 60s, να ‘τσακώνεται’ και να γελάει μπροστά σου.

Το σερβίς μετά τον αμφιλεγόμενο πόντο περνάει κάτω από το φιλέ και όλοι ξεσπάνε σε γέλια εκτόνωσης, αλλά κυρίως χαράς.

(ο Τάσος δείχνει με τα χέρια ότι η μπάλα βγήκε καθαρά έξω)

(ο Βασίλης σερβίρει με περίσσιο στιλ)

(ο Γιώργος προφανώς σπάει πλάκα με κάποιον)

(ο Γιάννης μιλάει στην μπάλα)

Η αρένα στην οποία συμβαίνουν όλα αυτά είναι δωρεά του Ιωάννη Φωκιανού στο Υπουργείο Παιδείας για μαζικό, λαϊκό και σχολικό αθλητισμό. Η δωρεά συνέβη λίγο πριν τους Ολυμπιακούς του 1896. Ο χώρος δεν έχει καταπατηθεί από τους συλλόγους, ακριβώς γιατί ανήκει στο Υπουργείο Παιδείας. Στο κλειστό γυμναστήριο γυμνάζονται οι εθνικές τζούντο και τοξοβολίας.

4.

Το τρίτο σετ, όποτε παίζεται τρίτο σετ δηλαδή, έχει την περισσότερη ένταση. Πλέον, οι ομάδες είναι πολύ ζεστές και πολύ κουρασμένες και οι οριακοί πόντοι γίνονται δεκτοί με μηδενική υπομονή. Ένα καρφί του Βασίλη, του μοναδικού από το ρόστερ που θα πόνταρες ότι έχει παίξει βόλεϊ σε υψηλό επίπεδο, προσγειώνεται οριακά άουτ. Ο Βασίλης το βλέπει μέσα, οι αντίπαλοι το βλέπουν έξω, κι εγώ, ο ουδέτερος, είμαι σίγουρος ότι είναι έξω, αλλά δεν επεμβαίνω. Μια φωνή προτείνει να διεξαχθεί δημοψήφισμα και όλοι ξεραίνονται στα γέλια. Εντάξει, όλοι εκτός απ’ τον Βασίλη τέλος πάντων.

Δίπλα μου έχει καθίσει για να ξαποστάσει ο ρέφερι της αναμέτρησης, ο κύριος Κώστας. Μου διηγείται για τα χρόνια που έκανε κι αυτός κανένα σερβίς. Το Πάρκινσον τον έχει περιορίσει στο να ασκεί αποκλειστικά τα διαιτητικά του καθήκοντα, αλλά είναι εξαιρετικός σε αυτό. Στο τελευταίο σετ, οι ομάδες είχαν ανακατευτεί όπως ανακατεύεις τα χαρτιά της τράπουλας. Τις Τρίτες, τις Πέμπτες και τα Σάββατα στον Φωκιανό, η ημέρα δεν ξεκινάει με μια χαμένη και μια κερδισμένη ομάδα. Αν δεν βλέπεις σαν νικητές όλους αυτούς τους κυρίους που ταυτόχρονα είναι σύζυγοι, πατεράδες ή/και παππούδες κάποιου, τότε κάτι πηγαίνει πολύ στραβά όσον αφορά αυτό που πιστεύεις ότι χρήζει κάποιον νικητή.

 

Ο κύριος Νίκος, ο χρυσοχόος, και ο κύριος Βασίλης, ο βετεράνος ηλεκτρολόγος, είναι από τα παλαιότερα μέλη της παρέας. Η παρέα δεν έχει καταστατικό, δεν είναι κάστα, δεν είναι κλειστή. Αυτό που καταλαβαίνω από τις πρώτες κουβέντες γύρω από το φιλέ, αμέσως μετά τη λήξη του παιχνιδιού, είναι ότι η συμμετοχή εδώ είναι κολλητική. Μπορεί να ακούγεται κομματάκι μακάβριο, αλλά αν το διαβάσεις ανάποδα, είναι ό,τι πιο αισιόδοξο σκέφτηκες τελευταία: αυτοί οι άνθρωποι εξαντλούν το θνητό τους ‘για πάντα’ εδώ, στο φιλέ του Φωκιανού.

Για παράδειγμα, ο κύριος Κώστας, ο 85χρονος αρχιτέκτονας, είναι ο τελευταίος της ‘σειράς’ του στον Φωκιανό. Οι άνθρωποι με τους οποίους έκανε στίβο πριν εξήντα χρόνια στον Εθνικό με προπονητή τον θρύλο Όττο Σίμιτσεκ, δεν είναι πια εν ζωή.

Αφού με ξεναγήσει στο εσωτερικό του γυμναστηρίου (σ.σ. μετά την ομαδική φωτογραφία, οι πρωταγωνιστές μας κάνουν το ντους τους και φοράνε καθαρά ρούχα), ο κύριος Ευάγγελος με προσκαλεί να μείνω λίγο ακόμα και να πιω έναν καφέ στο κυλικείο του Φωκιανού με όλη την παρέα. Στις σκόρπιες κουβέντες μέχρι να βγουν άπαντες από το ντους, μαθαίνω ότι πολλοί εκ του ρόστερ παίζουν quizdom, βγαίνουν για καφέ ή φαγητό με τις οικογένειές τους, έχουν λογαριασμό στο Facebook, κάνουν διακοπές μαζί ή ακόμα ακόμα τραγουδούν σε χορωδίες. Μεταξύ των πιο γνωστών αθλητών που υπήρξαν μέλη αυτής της Συντροφιάς του Βόλεϊ, ήταν ο Αλέκος Κοντοβουνίσιος του Παγκρατίου, ο Γιάννης Τζήκας του Εθνικού, ο Ρέβης του Αμύντα.

Μόλις έχουμε απαρτία στο κυλικείο, το οποίο παρεμπιπτόντως ‘τρέχει’ ο Δημήτρης Σταθόπουλος, ένας 40άρης που βλέποντας τους κυρίους που κάθονται παντού γύρω μου χαμογελάει μέχρι τα αυτιά, ο κύριος Κώστας ξεκινά τις διαδικασίες με ένα ποίημα. Τον κοιτάς και νομίζεις ότι τα λόγια βγαίνουν από τα μάτια του.

 

(ο Στρατηγός περιχαρής)

(Από αριστερά: ο σκεπτικός Γιώργος, ο παλιός Νίκος, ο γελαστός Βασίλης και ο αίλουρος Παναγιώτης)

(Από αριστερά: ο Νίκος Ανδρόνικος και ο Άρης)

(ο Γιάννης, λάτρης της φωτογραφίας, ποζάρει στη Φραντζέσκα)

 

5.

Είναι σημείο των (συχνά χαοτικά θεωρητικών) καιρών μας, να αδυνατούμε να αποδώσουμε στις πράξεις που το αξίζουν, τις λέξεις που τους αξίζουν. Έχουμε συνθέσει εκατομμύρια ενθουσιασμούς με τα επίθετα ‘επικός’, ‘φανταστικός’, ‘εξαιρετικός’, ‘ασύλληπτος’, ‘inspirational’. Έχουμε δακρύσει -αν μιλάμε για μένα- με inspirational λόγους που τρακάραμε σε μια σειρά ή σε μια ταινία. Ή σε μια εικόνα στο ίντερνετ. Αλλά αλήθεια, αν εκστασιαζόμαστε τόσο με λογύδρια και ιδέες, μάλλον θα πρέπει να ‘κόψουμε’ καινούργια γλώσσα για το παράδειγμα αυτών των αντρών που στα 70 ή 80κάτι τους ‘σκοτώνονται’ να γυρίσουν μια δύσκολη μπάλα στον αντίπαλο. Είναι φανερό πως απ’ όλα τα νοήματα της ζωής, αυτοί έχουν εμβαθύνει σε ένα που τους κάνει πραγματικά ευτυχισμένους. Αν πλησιάσεις στο φιλέ την ώρα που παίζουν, η διάθεσή σου αυτονομείται και νιώθεις αυτόματα ελαφρύς και ελεύθερος προβλημάτων. ‘Εστω και αν αυτό διαρκεί όσο τρία σετ στα 25.

Ακολουθούν τα λόγια τους, εν μέσω καφέδων, χυμών, κάμποσου χαλβά και λίγου γλυκού του κουταλιού κίτρο. Καμία έκπληξη: τα λένε καλύτερα από μένα.

Βασίλης: “Έρχομαι εδώ από τις 19 Σεπτεμβρίου του 1963. Ήμουν 21, είχα μόλις προσληφθεί σε μια τράπεζα στον Πειραιά και περνούσα από τον Φωκιανό κάθε πρωί με τη βέσπα, ερχόμενος από Ιλίσια. Και τους είδα. Από τη σημερινή παρέα, μόνο ο Νίκος ήταν παρών. Σταμάτησα, μπήκα μέσα, λέω ‘παιδιά μπορώ να έρχομαι κι εγώ;’ και μου λένε ‘ευχαρίστως’. Πήγα λοιπόν στον διευθυντή μου και του πρότεινα να αργώ μιάμιση ώρα τις Τρίτες και τις Πέμπτες, αλλά να δουλεύω τρεις ώρες υπερωρία αυτές τις μέρες, χωρίς να πληρώνομαι. Το δέχτηκε γιατί τον συνέφερε. Έρχομαι εδώ από τότε. Ακόμη κι αν κοιμηθώ στις 6 το πρωί, στις 7 θα σηκωθώ για να έρθω. Έχει γίνει πια τρόπος ζωής. Είναι η ψυχοθεραπεία μου”.

Νίκος: “Αν δεν έρθω εδώ, ο χρόνος μου πάει χαμένος, δεν αξιοποιείται. Λειτουργώ μόνο όταν έρθω εδώ πέρα”.

Βασίλης: “Παρακαλάω να έρθει η Τρίτη, η Πέμπτη και το Σάββατο. Πολλές φορές, δεν πάω στο χωριό μου για να έρθω να παίξω”.

Γιώργος: “Το χειρότερο παιχνίδι είναι όταν δεν μαλώνουμε. Αν δεν μαλώσουμε, πάει η μέρα στράφι”.

Γιάννης: “Εγώ έρχομαι εδώ, αφενός γιατί είναι μια όαση και θυμάμαι τα παλιά μου και αφετέρου, γιατί θέλω να φτιάξουμε μια ομάδα, να γυρίζουμε την Ελλάδα και να βγάλουμε κάνα φράγκο, γιατί μας έχουν κόψει τις συντάξεις και δε βγαίνουμε”. (γέλια)

Κώστας: “Ήρθα αργότερα σε αυτό το χώρο. Γυμναζόμασταν με τον Όττο Σίμιτσεκ στο Στάδιο. Ήμασταν μια παρέα που έχουν απομείνει λίγοι (σ.σ. “τους έχουμε θάψει όλους”, φωνάζει κάποιος και προκαλεί νέα έκρηξη γέλιων). Όταν βρήκα αυτήν την παρέα εδώ, ένιωσα πολύ όμορφα. Τους αγαπώ όλους, δεν μπορώ να κάνω χωρίς να έρθω. Είναι δυο ομάδες που παίζουν εδώ. Η άλλη έρχεται Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή. Εγώ πηγαίνω και στις δύο ομάδες. Εκτός από την Κυριακή, είμαι κάθε μέρα εδώ”.

Δημήτρης Σταθόπουλος: “Αυτή η παρέα είναι η πιο ζωντανή κοιτίδα του Φωκιανού. Kάθε φορά που τους βλέπω, τους θαυμάζω, μακάρι όλοι μας να κάνουμε το ίδιο στα χρόνια τους”.

Ευάγγελος: “Στα νιάτα μου ήμουν μαραθωνοδρόμος. Το θεωρώ το πιο ανιαρό αγώνισμα, τρέχεις με τον εαυτό σου. Έχω τερματίσει πολλούς. Έκανα που λες προπόνηση στο πέταλο πίσω από το Καλλιμάρμαρο, τρία χιλιόμετρα το πρωί και πέντε το απόγευμα. Τρέχοντας μια μέρα, είδα αυτήν την παρέα να παίζει. Τα γέλια τους ακούγονταν μέχρι εκεί. Κάνω αυτοκριτική και λέω, χαζός είμαι να τρέχω μόνος μου εδώ; Ήρθα λίγο πριν το ’80 και μπήκα ως η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Για μένα δεν είναι μόνο ψυχοθεραπεία, είναι ψυχαγωγία. Χαιρόμαστε, γελάμε, ξαναγινόμαστε παιδιά, εκφορτίζουμε τα νεύρα μας, την ένταση και φεύγουμε χαλαροί και ωραίοι.

Να σου πω το ηθικό δίδαγμα; Άνθρωποι της τρίτης ηλικίας σηκωθείτε από τους καναπέδες και τα καφενεία, περπατήστε, κολυμπήστε, κάντε ποδήλατο, αθληθείτε, πείτε αστεία, φύγετε από την άμεση επίδραση της τηλεόρασης. Δεν έχει τόσο σημασία τα πρόσωπα όσο το παράδειγμα. Όπου πάω κουβαλάω μια μπάλα και τους λέω να παίξουμε. Και πάντα βρίσκονται 4-5 και παίζουμε”.

Γιάννης: “Δεν ξέρω ποιο είναι αυτό για το οποίο ερχόμαστε εδώ. Θες να το δούμε κοινωνιολογικά; Δεν έχουμε κανόνες. Δεν υπάρχει καταστατικό για το ποιοι είναι μέλη. Τσακωνόμαστε. Ήρθαν άνθρωποι που έφυγαν χωρίς να έχουν διωχθεί. Ξέρουμε περίπου ο ένας τα ελαττώματα του άλλου, τα αποδεχόμαστε και τελικά ερχόμαστε εδώ για τους ανθρώπους, όχι για την μπάλα. Την μπάλα τη βρίσκουμε κι αλλού. Αυτή η ιστορία κρατάει από το 1963. Φροντίστε να κάνετε τη δουλειά σας και να μην ξαναπατήσετε εδώ, γιατί σας βλέπω να κολλάτε”.