iStock
ΒΙΒΛΙΟ

Τα βιβλία που σημαίνουν για εμάς καλοκαίρι

Η συντακτική ομάδα του OneMan επιλέγει εκείνα τα ελληνικά και ξενόγλωσσα βιβλία πεζογραφίας που δεν μπορεί να σταματήσει να διαβάζει δίπλα στη θάλασσα και κάτω από τα αλμυρίκια.

Στο OneMan δεν πιστεύουμε ότι υπάρχουν ντε και καλά βιβλία που ταιριάζουν στο ατελείωτο ελληνικό καλοκαίρι από άλλα, αν και διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας για τον Tolstoy. Υπάρχουν όμως βιβλία που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να τα διαβάσουμε δίπλα στη θάλασσα και κάτω από αλμυρίκια και ομπρέλες και από τότε δεν μπορούμε να τα αποσυνδέσουμε από το θερινό τους, στο μυαλό μας, πλαίσιο. Είναι τυχαίο που τα περισσότερα είναι Ελλήνων συγγραφέων;

Το Λοστρέ του Λένου Χρηστίδη για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Έχω κάνει πολλές φορές το «λάθος» να κουβαλάω μαζί μου στις παραλίες βιβλία-τέρατα των 700 και των 800 σελίδων τα οποία έπιαναν τη μισή μου τσάντα, όπως και βιβλία που ήθελαν τρομερή συγκέντρωση και καθαρό μυαλό, το οποίο μετά από μερικές μπύρες στην ντάλα του καλοκαιριού πάνω σε μια ξαπλώστρα, δεν είναι εύκολο να βρεις.

Έχοντας περάσει από όλα αυτά, καταλήγω πως τα ιδανικά βιβλία που σημαίνουν για εμένα καλοκαίρι, δεν είναι κατ’ ανάγκην αυτά που μιλάνε για παραλίες, νησιά και εξωτικούς προορισμούς, αλλά αυτά που σε χαλαρώνουν, σε κάνουν να γελάς και κυλάνε εύκολα και γρήγορα.

Ένα ιδανικό τέτοιο βιβλίο, το οποίο είχα διαβάσει αρκετά καλοκαίρια πριν και ακόμα το σκέφτομαι (χωρίς πάντως να έχω επανέλθει ακόμα σε αυτό αφού αποφεύγω να διαβάσω ένα βιβλίο δεύτερη φορά, προτιμώντας να πιάσω ένα καινούριο), είναι το Λοστρέ του Λένου Χρηστίδη (εκδ. Καστανιώτη).

Σουρεαλισμός, χιούμορ, καταστάσεις που όλοι έχουμε ζήσει νεότεροι και μια γλυκιά νοσταλγία. Κι αν θες και καλοκαιρινά στοιχεία, έχει και τη ζέστη του, έχει και τον φραπέ του, έχει και την άγνωστη κωμόπολη που ο καθένας μας μπορεί να την τοποθετήσει όπου θέλει.

Το Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι του Raymond Carver για τον Κωνσταντίνο Δέδε

Καλοκαίρι του 2022 και το συγκεκριμένο βιβλίο είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν, την άνοιξη. Βρισκόμουν στη Μασσαλία, είχα μπροστά μου περίπου 10 μέρες κι έτσι αποφάσισα να πάρω μαζί μου κάτι βαρύ, κάτι που, παρά την προσπάθειά μου, δεν θα τελείωνε σε γαλλικό έδαφος.

Αυτό το βιβλίο ήταν το Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι του Raymond Carver (εκδ. Μεταίχμιο), μια συλλογή με τα καλύτερα διηγήματα του κορυφαίου, ίσως, διηγηματογράφου της γενιάς του -και όχι μόνο.

Δεν πρόλαβα να το τελειώσω, άλλωστε μιλάμε για 856 σελίδες. Παρ’ όλα αυτά, διάβασα ένα μεγάλο μέρος του και από τότε, γυρίζω κάθε καλοκαίρι (τρίτο σερί) σε αυτό, ανοίγοντας το βιβλίο και διαβάζοντας τυχαία όποιο διήγημα εμφανιστεί μπροστά μου.

Το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους του Μιχάλη Αλμπάτη για τον Θεοδόση Μίχο

Όχι καλοκαίρι γενικά (γιατί σαν τον Λένο Χ. δεν έχει, και συγκεκριμένα τα βιβλία του Bororo, Τα χαστουκόψαρα, Ο τυχερός αριθμός του δόκτορος Μπου, Λοστρέ και Η μελαμψή παρθένος – ναι, τόσα πολλά), σίγουρα όμως «Καλοκαίρι του ’23» για μένα σημαίνει το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (εκδ. Νήσος), το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα του Μιχάλη Αλμπάτη.

Μετρούσε ήδη ενάμιση χρόνο στα ράφια των βιβλιοπωλείων ανά την Ελλάδα όταν πήρα την απόφαση να το σηκώσω από τον πάγκο ενός μικρού και μερακλίδικου βιβλιοπωλείου στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής στην Τσαγκαράδα του Πηλίου, έχοντας καταναλώσει νωρίτερα απ’ όσο περίμενα τις λογοτεχνικές μου προμήθειες.

Δεν σήκωσα κεφάλι, το τελείωσα σε δυο μέρες, εξίσου ενθουσιάστηκε η γυναίκα μου που το ξεκοκάλισε αμέσως μετά, ούτε που θυμάμαι πόσες φορές αναφωνήσαμε «απίστευτο!» συζητώντας για την απόρριψη του βιβλίου από καμιά εικοσαριά εκδοτικούς μέχρι τελικά να το κυκλοφορήσουν οι εκδόσεις Νήσος και το word of mouth να κάνει το δίκαιο θαύμα του.

Αυτή είναι η υπόθεση: Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ’ το χωριό και ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν «διερμηνείς των πεθαμένων». Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…

Αυτός σημαίνει λοιπόν κρητικός, μαγικός ρεαλισμός.

Το Δεν λες κουβέντα του Μάκη Μαλαφέκα για τη Μάρω Παρασκευούδη

Η πιο αγαπημένη καλοκαιρινή εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτομαι καλοκαιρινό βιβλίο είναι να χαλαρώνω στην παραλία του Δρυού στην Πάρο διαβάζοντας το Δεν λες κουβέντα του Μάκη Μαλαφέκα (εκδ. Μελάνι). Στα έξι χρόνια που πέρασαν από το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον Μιχάλη Κρόκο, ακολούθησαν ακόμα δύο: η Μεσακτή (εκδ. Μελάνι) και εσχάτως το Deepfake (εκδ. Αντίποδες), που θα είναι ένα από τα φετινά αναγνώσματα των διακοπών μου.

Τα πρώτα δύο βιβλία του Μαλαφέκα είχαν καύσωνα στην Αθήνα με όλη τη μιζέρια που συνεπάγεται το να μένεις στην πόλη καλοκαιριάτικα και να καταρρέεις, αλλά είχαν και Ικαρία. Ξέπλυμα χρήματος μέσω έργων τέχνης, documenta 14, αρχές gentrification ήταν τα θέματα που άγγιξε με βιτριολικό χιούμορ ο συγγραφέας στο Δεν λες κουβέντα, για να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο στην Ικαρία με τη Μεσακτή. Όταν μάλιστα, έναν χρόνο σχεδόν μετά αφότου είχα διαβάσει το δεύτερο βιβλίο, βρέθηκα στην ομώνυμη παραλία, ένιωθα κάπως πιο αληθινό τον Μιχάλη Κρόκο.

Ίσως ο συγγραφέας να αφουγκράζεται την ταύτιση των βιβλίων του με το καλοκαίρι και να φροντίζει να τροφοδοτεί τους αναγνώστες την κατάλληλη στιγμή. Το Deepfake κυκλοφόρησε πάνω στην ώρα.

Το Κορίτσι, γυναίκα, άλλο της Bernardine Evaristo για τη Χριστίνα Φαραζή

Εκδόθηκε καλοκαίρι. Τον Ιούνιο του 2020. Το διάβασα τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς. Δεν είναι ένα βιβλίο, που έχει καλοκαιρινές εικόνες. Είναι όμως το βιβλίο που έχω πιο πολύ συνδεδεμένο από κάθε άλλο που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια με τη ραστώνη των διακοπών και την καλοκαιρινή ανάγνωση. 

Στις 639 σελίδες του (ναι, είναι «τούβλο»), 12 γυναίκες ζουν στη σύγχρονη βρετανική κοινωνία, οι περισσότερες παραγκωνισμένες και στη σκιά φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων. Παλεύουν με τις ανισότητες, με το να βρουν τη θέση και τη φωνή τους στον κόσμο, αλλά και να ανακαλύψουν τη σεξουαλικότητά τους.

Οι 12 ιστορίες τους θα μπορούσαν να είναι 12 ξεχωριστά διηγήματα. Δεν είναι. Μπλέκονται μεταξύ τους σε ένα βιβλίο που δεν έχει κόμματα, τελείες, σημεία στίξης (ναι, όλα τα OCD βγαίνουν στη φόρα), ούτε και ωραιοποιημένα λόγια. Η Bernardine Evaristo προσφέρει μία αναγνωστική εμπειρία αντισεξιστική, αντιρατσιστική, απελευθερωτική. Αν είσαι γυναίκα, κορίτσι, άλλο πρέπει να τη διαβάσεις. Αν είσαι άντρας, αγόρι, άλλο, καλό θα ήταν να τη διαβάσεις.

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το Κορίτσι, γυναίκα, άλλο (εκδ. Gutenberg) βραβεύτηκε με το Booker 2019 και η Evaristo έγινε η πρώτη μαύρη συγγραφέας που κερδίζει τη συγκεκριμένη διάκριση.