© Μariia Zakatiura / Unsplash
ΒΙΒΛΙΟ

Τελικά, πόσο πολύ διάβασε ο κόσμος στην καραντίνα;

Τα βιβλία ζουν καλύτερες μέρες στην εποχή του κορονοϊού. Μιλήσαμε με τρεις γνωστές βιβλιολέσχες του Facebook για να μας εξηγήσουν το φαινόμενο.
H Πανούκλα (εκδ. Καστανιώτη) του Alberts Camus, το Κοράκι (εκδ. Κλειδάριθμος) του Stephen Kingο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας (εκδ. Ψυχογιός) του Gabriel Garcia Marquez είναι τρία μόνα διάσημα βιβλία που καταπιάνονται -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- με τις πανδημίες. Κάποτε, όλα αυτά, έμοιαζαν με ευφάνταστες αλληγορίες που συνέλαβαν μερικές από τις πιο ικανές πένες του 20ου αιώνα. Τους τελευταίους μήνες, όμως, οι φονικοί ιοί και τα lockdowns αποτελούν την απτή και κάποιες φορές τρομακτική πραγματικότητα.

Υπάρχει κάποια κρυφή σχέση της λογοτεχνίας με τον κορονοϊό; Πέρα από τις γνωστές συνωμοσιολογίες που κατακλύζουν το ίντερνετ, καλό είναι να μην αντιμετωπίζουμε τα κείμενα αυτά ως προφητείες. Τα βιβλία, άλλωστε, όπως είναι γνωστό, λειτουργούν συχνά πυκνά ως φάροι για να πλοηγηθούμε καλύτερα στα μυστήρια της ζωής. Εκείνο, όμως, που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό στους μήνες της καραντίνας είναι η σχέση του κοινού με το διάβασμα. Ακόμα και οι πιο φανατικοί αντι-αναγνώστες κάποια στιγμή άνοιξαν ένα βιβλίο. Λίγο η βαρεμάρα, λίγο η πεσμένη ψυχολογία, λίγο η κούραση από την οθόνη μας οδήγησαν κοντά στις τυπωμένες σελίδες. Ή μήπως, τελικά, ήταν η ανάγκη μας να μάθουμε για το πώς ακριβώς θα παραμείνουμε άνθρωποι σε συνθήκες καραντίνας;

Υπήρξαν πρωτόγνωρες ουρές σε βιβλιοπωλεία, το βιβλίο έγινε ξανά (και αρκετά ξαφνικά) αντικείμενο συζήτησης σε πολλές παρέες, στα newsfeeds των social media τα εξώφυλλα άρχισαν να ζουν τις παλιές δόξες τους, ενώ παράλληλα στις βιβλιοφιλικές λέσχες του Facebook ο κόσμος βρήκε έναν τρόπο να νικήσει την ανία της καραντίνας. Μήπως, λοιπόν, ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε την τωρινή δυστοπία είναι οι λογοτεχνικές δυστοπίες που έστησαν οι συγγραφείς; Για πολλούς από εμάς, ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις μία ενοχλητική κατάσταση είναι η ομοιοπαθητική.

Λογοτεχνικές δυστοπίες, ωμή πραγματικότητα


© Florencia Viadana / Unsplash

«Όταν μια φωτογραφία λέει περισσότερα από ότι χίλιες λέξεις, πώς είναι δυνατόν να σβηστεί από τη μνήμη μας το κονβόι των REO που κουβαλούσαν φέρετρα στην Ιταλία; Αν ζητάμε άλλοθι, τι θα πούμε στους νεκρούς της πανδημίας;» είναι η απάντηση του Γιώργου Κατσαβού, ιδρυτικού μέλους της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας, στο κατά πόσο θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε το sci-fi ως μία ευκαιρία απόδρασης από την πραγματικότητα. Η ΑΛΕΦ ιδρύθηκε το 1998 και σήμερα έχει 170 ενεργά μέλη. Πριν κάποια χρόνια, άνοιξε και σελίδα στο Facebook που σήμερα αριθμεί περίπου 3.900 χρήστες, όπως μας ενημερώνει η πρόεδρός της Αντωνία Κατσαβού. Κατά την άποψή του λοιπόν, η επιστημονική φαντασία του καιρού μας δεν δημιουργεί απλοϊκούς κόσμους, όπου τα πάντα είναι σαφέστατα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να την βλέπουμε ως το ομοιοπαθητικό αντίδοτο, με άλλα λόγια, σε κάτι που μας τρομάζει.

«Οι συγγραφείς “δημιουργούν” πολιτισμούς είτε γήινους, του κοντινού ή απώτερου μέλλοντος, είτε εξωγήινους, περιλαμβάνοντας στοιχεία και καταστάσεις που, από διάφορες οπτικές γωνίες, φαίνονται να έχουν διαφορετική αξιολόγηση σχετικά με το καλό ή το κακό» αναφέρει ο Γιώργος Κατσαβός, για να συνεχίσει: «Πολλές φορές οι ουτοπίες έχουν και αρκετά δυστοπικά στοιχεία. Κάποιος είπε ότι ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προϋποθέσεις».

Ποιος όμως είναι τελικά ο λόγος που οι δυστοπίες τραβούν τόσο πολύ τους συγγραφείς (ιδιαίτερα του λογοτεχνικού είδους που τις έχει υπηρετήσει όσο κανένα άλλο) αλλά και τους αναγνώστες; «Οι δυστοπίες δε γράφονται για να μας πουν “Μη στενοχωριέσαι, υπάρχουν και χειρότερα” – ένα επιχείρημα έτσι και αλλιώς εντελώς σαθρό» αναφέρει ο Ηφαιστίων Χριστόπουλος, αντιπρόεδρος της ΑΛΕΦ. Κατά τη δική του άποψη, γράφονται είτε για να σχολιάσουν είτε ως μία προσπάθεια να έρθει σε επαφή ο δημιουργός με την σκοτεινή πλευρά του εαυτού του ή και της ανθρωπότητας ακόμη. «Όσον αφορά το πρώτο, δυστυχώς οι προειδοποιήσεις δεν έχουν εισακουστεί σχεδόν ποτέ. Το δεύτερο αποτελεί μια βαθιά ανάγκη του ανθρώπου και τη συναντάμε σε όλες τις μορφές τέχνης – απόδειξη και το ότι οι δυστοπίες υπερτερούν κατά πολύ αριθμητικά των ουτοπιών, ενώ και οι περισσότερες ουτοπίες τελικά καταλήγουν δυστοπίες».

Ταινίες με οικολογικές καταστροφές, σειρές με εξωγήινους, βιβλία που κλείνουν το μάτι στο sci-fi. Αν τα τελευταία χρόνια οι κατακλυσμιαίες τεχνολογικές εξελίξεις έφεραν πιο κοντά το ευρύ κοινό με την τυπωμένη επιστημονική φαντασία, μήπως η Covid-19 την «απενοχοποίησε» ακόμη περισσότερο; «Όσα ζούμε αυτή την εποχή είναι πραγματικότητα. Η επιστημονική φαντασία, αντιθέτως, είναι κυρίως τέχνη (και όχι επιστήμη προβλέψεων) και ως τέχνη πρέπει να αντιμετωπίζεται. Το βασικό ερώτημα “τι θα συνέβαινε αν;” τίθεται ως διανοητική άσκηση και όχι ως επιστημονικό ζήτημα προς επαλήθευση.  Θα μπορούσαμε εξάλλου να παραθέσουμε αρκετά, σύγχρονα κυρίως, έργα που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από λογοτεχνικής πλευράς από κείμενα ρεαλιστικής λογοτεχνίας» αναφέρει η Βάσω Χρήστου, συγγραφέας και μέλος της ΑΛΕΦ.

Σε παρόμοιο τόνο, ο επίσης συγγραφέας και μέλος της ΑΛΕΦ Μιχάλης Μανωλιός, συμπληρώνει: «Η ρεαλιστική λογοτεχνία έχει την τάση να “αφομοιώνει” επιλεκτικά τα πιο πρωτοποριακά έργα επιστημονικής φαντασίας και αμέσως μετά να παύει να τα θεωρεί ως τέτοια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Orwell (1984), ο Huxley (Θαυμαστός καινούργιος κόσμος) και ο  Kazuo Ishiguro (Μη μ’ αφήσεις ποτέ). Αν και σκοπός της δεν είναι να προβλέπει το μέλλον, σε αρκετούς τομείς σήμερα ζούμε την επιστημονική φαντασία του χθες. Έτσι αναγνωρίζουμε καλύτερα τις δυστοπίες που έρχονται (κλιματική αλλαγή, προσωπικά δεδομένα, τεχνολογική αλλοτρίωση, τεχνητή νοημοσύνη;) ή και τις ουτοπίες (τεχνητή νοημοσύνη;)». Καμία απενοχοποίηση, λοιπόν, μόνο μεγαλύτερη εγρήγορση».

Το έγκλημα του Facebook Express


© Soyoung Han / Unsplash

Ο κόσμος δεν φαίνεται ότι στράφηκε στα βιβλία, ιδιαίτερα στα κείμενα που καταπιάνονται με πανδημίες, καταστροφές και μελλοντικές προβλέψεις, για να ξορκίσει το κακό ή για να νιώσει ότι υπάρχουν «και χειρότερα». Το διάβασμα μοιάζει να λειτούργησε ως ένα νέο (ή και ξεχασμένο) χόμπι, ένα σωσίβιο σωτηρίας απέναντι στην τρομερή επανάληψη με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι, ιδιαίτερα σε συνθήκες τηλεργασίας. Τι καλύτερο, λοιπόν, από το να διασκεδάσεις τη βαρεμάρα μου διαβάζοντας ένα καλό «αστυνομικό»; Στο Facebook της Λέσχης Φίλων Αστυνομικής Λογοτεχνίας, μάλιστα, δόθηκαν ομηρικές μάχες για το ποιος είναι ο καλύτερος crime writer εκεί έξω.

Άλλαξε όμως κάτι εν μέσω καραντίνας ή απλά ένα γκρουπ που αριθμεί περισσότερες από 14 χιλιάδες μέλη συνέχισε τη ζωή του όπως πριν; «Υπήρξε κάτι που παρατήρησα και με εξέπληξε ευχάριστα: Με αφορμή την καραντίνα οι Έλληνες αναγνώστες αυξήθηκαν. Ελάχιστα, αλλά νιώθω ότι αυξήθηκαν. Αντίστοιχα, παρατηρήθηκε και αύξηση των αναρτήσεων κατά την ίδια περίοδο αλλά και αύξηση μελών γενικότερα. Μιλώντας πάντως για εκπλήξεις, τίποτα δεν μοιάζει με τις εκπλήξεις που επιφυλάσσουν οι αστυνομικοί συγγραφείς με τις ευφάνταστες πλοκές και την σκληρή γραφή τους» αναφέρει η Ελισσάβετ Γεωργιάδη, πρώην administrator στη λέσχη «Φίλοι Αστυνομικής Λογοτεχνίας» και τώρα στο Crime Book Stories που αριθμεί 2,5 χιλιάδες μέλη.

Η έννοια του escapism είναι πάντα σημαντική. Σε συνθήκες καραντίνας, μάλιστα, γίνεται σχεδόν αναγκαία. Είναι όμως τα αστυνομικά απλά ένας τρόπος για να ξεφεύγουμε; «Θεωρώ πως το “αστυνομικό” μυθιστόρημα πέρα από την ένταση, την αγωνία και τις σκηνές δράσης που περιέχει είναι ένα είδος που ασκεί κοινωνική και πολιτική κριτική τόσο στην εποχής μας όσο και σε παλιότερα χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρω τους εξής συγγραφείς: Τον Jo Nesbo, τον Arne Dahl, τον Caryl Ferrey, τον Zan Patrick Manchette, τον Jean-Claude Izzo, τον Maurice Attia, και από Έλληνες τον Πέτρο Μάρκαρη, τον Μάριο Χάκκα, τον Γιάννη Ατζακά και τον Παναγιώτη Κολέλη».

Ποια ήταν όμως εκείνοι οι συγγραφείς που παρατήρησε ότι είχαν μεγαλύτερη πέραση τους μήνες της καραντίνες η administrator της βιβλιοφιλικής λέσχης; «Παρατηρήσαμε κυρίως νέες κυκλοφορίες και πιο σύγχρονους συγγραφείς να φιγουράρουν στις περισσότερες αναρτήσεις μέσα στην ομάδα αυτήν την περίοδο. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι ο κόσμος που αναγκάστηκε να κλειστεί μέσα στο σπίτι του ήθελε όχι τόσο να προβληματιστεί όσο να ξεφύγει από τη ραγδαία αλλαγή της καθημερινότητας του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δούμε συγγραφείς αστυνομικών θρίλερ όπως ο Donato Carrisi, o Sandrone Dazieri, ο Soren Sveistrup, ο Jean-Christophe Grangé, ο Sebastian Fitzek, ο Arne Dahl και, γενικότερα, βιβλία που έχουν γρήγορη και κινηματογραφική γραφή σε συνδυασμό με σκοτεινή ατμόσφαιρα». Κάπως, έτσι, λοιπόν, φαίνεται ότι τα crime stories κάλυψαν δύο πολύ βασικές ανάγκες του αναγνωστικού κοινού. Πρώτον, να ξεφύγει και δεύτερον να δει την πραγματικότητα μέσα από μία κριτική ματιά. Κυρίως, όμως, να μείνει μακριά από την οθόνη του έστω για μερικές ώρες.

Μία αναπάντεχη έκρηξη


© Jan Mellström / Unsplash

«Αυτό που συμβαίνει στον χώρο του βιβλίου είναι όμορφο και μας έχει συνεπάρει. Ελπίζω να κρατήσει» λέει η Κατερίνα Μαλακατέ, συγγραφέας (Χωρίς πρόσωπο, εκδ. Μεταίχμιο), blogger, βιβλιοπώλης και διαχειρίστρια της βιβλιοφιλικής ομάδας «Διαβάζοντας», για να συνεχίσει: «Ναι, υπήρξε εντυπωσιακή αύξηση. Τα μέλη του γκρουπ διπλασιάστηκαν, οι αναρτήσεις είχαν εκθετική αύξηση». Για τους λάτρεις της στατιστικής, το συγκεκριμένο Facebook γκρουπ αριθμεί σήμερα περισσότερα από 60 χιλιάδες μέλη, ενώ μέχρι τις 23 Μαρτίου 2020, τη μέρα του πρώτου lockdown δηλαδή, αυτός ο αριθμός δεν ξεπερνούσε τις 29 χιλιάδες. Μάλιστα, τον τελευταίο μήνα οι αναρτήσεις σε αυτό ήταν 2689 (!), ενώ πολύ συχνά είχαν ακόμα και περισσότερα από 500 σχόλια η καθεμία.

Κάποιοι άνθρωποι -και δεν είναι λίγοι τελικά- όχι απλά διαβάζουν αλλά δείχνουν να αφιερώνονται πραγματικά στα βιβλία. Μάλιστα, στην εποχή του κορονοϊού, ακόμα και ιντερνετικοί χρήστες που δεν έχουν καμία μα καμία σχέση με τις τυπωμένες σελίδες άρχισαν να δείχνουν ένα ενδιαφέρον για αυτές, αφού στον μαγικό κόσμο του Instagram υπάρχει ένα νέο trend. Το όνομά του; Bookstagragm. Χιλιάδες αναρτήσεις με βιβλία σε έξυπνο φόντο, αποφθέγματα μεγάλων συγγραφέων, κορίτσια και αγόρια που κρατούν ένα βιβλίο στο χέρι να τραβούν selfies.

Μήπως, όμως, όλα αυτά συμβαίνουν για το «φαίνεσθαι» και όχι το «είναι»; «Προσωπικά το instagram με αφήνει μάλλον αδιάφορη, οι όμορφες φωτογραφίες μου κρατούν το ενδιαφέρον ως ένα σημείο μόνο, προτιμώ τα πιο πολλά λόγια, για αυτό άλλωστε είναι ακόμα ενεργό και το blog μου. Αλλά ναι, το bookstagram έχει φοβερή άνθηση, μια νέα γενιά αναγνωστών μεγαλώνει εκεί» είναι η απάντηση της διαχειρίστριας του «Διαβάζοντας» για τη νέα ιντερνετική μόδα.

«Το κοινό είναι πολύ πιο ενεργό. Μερικές φορές η συζήτηση γίνεται απολαυστική, άλλες φορές πάλι οι άνθρωποι παρασύρονται από την ψυχολογία του όχλου» απαντά η Μαλακατέ για το τι παρατήρησε στους μήνες της καραντίνας. Όσο για το ποια κείμενα είχαν την τιμητική τους; «Η Πανούκλα του Camus, το 1984 του Orwell, ο Άνδρας με κόκκινο μανδύα (εκδ. Μεταίχμιο) του Julian Barnes είχαν νομίζω τις περισσότερες αναρτήσεις και σχόλια. Γενικά, η ομάδα έχει ποικιλία στα αναγνώσματα, και fiction και non-fiction. Αυτή είναι η γοητεία της, όσα κι αν ξέρεις για τα βιβλία, πάντα μπορείς να ανακαλύψεις κάτι νέο. Είναι φυσιολογικό, γιατί είναι (σχετικά) μεγάλη και δημόσια».

Αν κρίνουμε από όλα όσα συμβαίνουν στο (όχι και τόσο) μικρό γαλατικό χωριό του βιβλιοφιλικού ίντερνετ, ο κόσμος φαίνεται ότι διάβασε πολύ στην καραντίνα. Ή μάλλον αν όχι πολύ, τότε σίγουρα περισσότερο από όσο πριν. Καθώς, όμως, η ψυχολογία όλων μας δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται μέσα από αυτήν την περιπέτεια, και ενώ παράλληλα ψάχνουμε ένα τρόπο να τονώσουμε το ηθικό μας, υπάρχει μία ερώτηση που αναδύεται σχετικά με το διάβασμα: Μπορεί, τελικά, να μας σώσει από την κατάθλιψη;

«Από την κατάθλιψη σε σώζουν οι ειδικοί κι ο εαυτός σου. Όμως το διάβασμα είναι σπουδαία διαφυγή από την καθημερινότητα» απάντησε, με νόημα, η Κατερίνα Μαλακατέ, administrator του ίσως μεγαλύτερου βιβλιοφιλικού γκρουπ του ελληνικού Facebook.

Exit mobile version