Τελικά πώς ‘πέφτει’ η νύχτα στο Παλέρμο;
Μία δημοσιογράφος ταξίδεψε στη Σικελία και σου δίνει τη δική της εκδοχή.
- 9 ΙΟΥΝ 2015
Πλησίασα στο γκισέ του Ελευθέριος Βενιζέλος και είπα το όνομά μου με δισταγμό. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήμουν σίγουρη ότι όντως επρόκειτο να ταξιδέψω. Ίσως γι αυτό να ευθύνεται το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά που έκανα ένα ταξίδι μόνη μου. Ίσως πάλι να ήθελα να μετριάσω τον ενθουσιασμό μου που θα επισκεπτόμουν μία από τις μεγαλύτερες κάβες της Ιταλίας, την Cantine Florio ώστε να γνωρίσω από κοντά τη γενέτειρα του Disaronno.
Θα πήγαινα Ρώμη και από εκεί, Παλέρμο.
Στο άκουσμα της λέξης Παλέρμο το μυαλό σου, σχεδόν αυτόματα πηγαίνει…
α) Στην ομάδα.
β) Στο παιχνίδι (η νύχτα πέφτει, κλπ κλπ)
γ) Στο Νονό (Όπως πληροφορήθηκα γιατί δυστυχώς δεν πρόλαβα να την επισκεφτώ, στο Παλέρμο βρίσκεται η εκκλησία στην οποία γίνεται ο περίφημος γάμος).
Πιθανολογώ και τα τρία μαζί. Τουλάχιστον αυτό συνέβη σε εμένα.
Κάπου εδώ ας προσθέσουμε δέκα με δώδεκα επιπλέον θαυμαστικά στον ενθουσιασμό μου.
Στο αεροδρόμιο του Παλέρμο γνώρισα τους ανθρώπους με τους οποίους τις δύο ημέρες που θα ακολουθούσαν, θα μοιραζόμουν απρόσμενα καλές εμπειρίες και θα μπορούσα και άνετα να συμπρωταγωνιστήσω σε κάποιο ανέκδοτο της δεκαετίας του ’90. Ήμασταν ένας Ολλανδός, ένας Αμερικανός, ένας Αυστριακός και μία Ελληνίδα (εγώ). Να επισημάνω ότι αναφέρομαι στην «παρέα» που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τα πρώτα «nice to meet you». Συνολικά στο ταξίδι, ήμασταν οι παραπάνω μαζί με:
-Μία Ιταλίδα, τη Σάρα, την οποία παρότι δεν θα καταλάβει τι γράφω θέλω να ευχαριστήσω για την προσοχή και τη φιλοξενία.
-Δύο ακόμη Αμερικανούς, έναν από την Καλιφόρνια ΙΔΙΟ με το Σαούλ από το Homeland και μία Αμερικάνα ίδια με οποιαδήποτε Αμερικάνα.
-Δύο Ισπανίδες που μιλούσαν πιο γρήγορα από όσο τρέχει ο roadrunner.
-Ένα ζευγάρι Αργεντινών που όλοι «έκραζαν» ευγενικά για την αργοπορία τους.
– Μία Αγγλίδα αλά Μίντλετον (Κέιτ όχι Πίπα) που τάραζε στο πρωινό τη νουτέλα παρά το γεγονός ότι είχε ΔΩΔΕΚΑ διαφορετικά είδη κέικ -στα οποία θα επανέλθω παρακάτω.
Καθ’οδόν από το αεροδρόμιο, η πόλη της Μαρσάλα που αργότερα θα μάθω ότι σημαίνει «η Πόλη του Θεού» αρχίζει να μου συστήνει την άγρια και επιφανειακά παρατημένη ομορφιά της. Μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο, δεν άντεξα: «Μα, πού είμαστε; Στην Κούβα;»
Δώσαμε ραντεβού σε μία ώρα στην υποδοχή ώστε να ξεκινήσουμε τη βόλτα μας στην πόλη (παρεμπιπτόντως, βρισκόμασταν μία περίπου ώρα πριν το Παλέρμο). Ανέβηκα στο δωμάτιο και ένα I pod με επικάλυψη (μου μεινε από τα παγωτά) Disaronno Riserva με καλωσόρισε. Το πήρα μαζί και κατέβηκα -στην ώρα μου.
Παίζει να ήταν και η πρώτη φορά που δεν ακολούθησα τον άγραφο κανόνα της πρώτης ώρας (θα σου μιλήσω εν καιρώ γι αυτόν). Ο Ολλανδός και ο Αμερικανός ήταν ήδη εκεί. Μιλούσαν για ένα προηγούμενο αντίστοιχο ταξίδι στο οποίο είχε τύχει να γνωριστούν. Η πρώτη τους ερώτηση σε μένα τους δημιούργησε μια κάποια παγωμάρα. Μία παγωμάρα την οποία θα παρατηρούσα καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού όποτε απαντούσα ότι είμαι από την Ελλάδα.
Ε, κάπως έτσι ήταν. Έπειτα ακολουθούσαν οι εξής ερωτήσεις -με την ίδια σειρά: «Πώς είστε εκεί στην Ελλάδα;», «Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα;», «Πιστεύεις ότι θα τα καταφέρετε;», «Τι τύπος είναι ο Βαρουφάκης;»
Στην τελευταία, άλλαζα συζήτηση.
Το πρώτο απόγευμά μας, το περάσαμε δοκιμάζοντας κρασιά από το οινοποιείο Duca di Salapatura συνοδεία ιταλικών τσιμπολογημάτων, μιλώντας για το πρόβλημα της Ελλάδας #truestory και τραβώντας φωτογραφίες από την απίστευτα άγρια ομορφιά της περιοχής.
Πριν το βραδινό, είδαμε την πρώτη έκπληξη -όπως τη χαρακτήρισαν οι διοργανωτές- της εκδρομής. Δες την και εσύ…
Ακριβώς δίπλα, φάγαμε. Σε ένα τραπέζι που αποτελείτο από 8 διαφορετικά ατομικά πιάτα (ευτυχώς, δεν ήταν όλα τόσο ωμά όσο το πρώτο) -δίχως υπερβολή- και δύο διαφορετικά γλυκά. Εκεί μάθαμε για πρώτη φορά τι θα πει σισιλιάνικο φαγητό. Δεν αναφέρομαι μόνο στη γεύση η οποία ήταν ιδιαιτέρως πικάντικη. Αλλά και στην ποσότητα.
Και μιας και μίλησα για ποσότητα, δεν μπορούσα να πάρω καλύτερη πάσα για να μιλήσω για τα κέικ-τάρτες του πρωινού.
Και όχι, δεν ήμουν στο σπίτι του Χανς και της Γκρέτελ, και εγώ την ίδια απορία με σένα είχα. Και επίσης, αυτό είναι το πρωινό στο οποίο κάποτε είχα μπερδευτεί εδώ στο ONEMAN και ακόμα μου το χτυπάτε.
Το πούλμαν ήταν έτοιμο προς αναχώρηση. Παρότι ο καιρός δεν ήταν και πάρα πολύ καλός για ταξίδι με καραβάκι, δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε μία βόλτα στο μέρος που συλλέγεται το αλάτι της Σικελίας. Και μια αντίστοιχη στα γύρω νησάκια. Θα ήθελα πολύ να σου περιγράψω τον τρόπο που το αεράκι έπαιρνε τη γεύση του αλατιού και την τύλιγε πάνω μας, αλλά πιστεύω ότι δεν θα την αποδώσω στο βαθμό που την αξίζει και τη ζήσαμε. Θα περιοριστώ σε ένα «πήγαινε, με την πρώτη ευκαιρία» και θα συνεχίσω. Με ένα ακόμα λουκούλιο -κοιλιόδουλο γεύμα σε μία ταβέρνα με ένα πιο πικάντικο μπριαμ και ένα απίθανο ριζότο με θαλασσινά.
Μέτα από αυτό, μία βόλτα στη Μαρσάλα, ήταν απαραίτητη. Και για να χωνέψουμε αλλά και για να πάρουμε (στα κρυφά, μην μας περάσουν για χοντρούς -γέλια) ένα παγωτό. Σικελιάνικο. Και απίθανο.
Την ίδια ώρα, στην κάβα Florio, οι προετοιμασίες για την συνέντευξη τύπου των ιθυνόντων του Disaronno Riserva είχαν πάρει φωτιά. Όλα ήταν έτοιμα. Να μας υποδεχθούν. Να μας ενημερώσουν. Να μας κάνουν να περάσουμε καλά.
Τα έμαθα όλα, όπως καταλαβαίνεις. Και βρέθηκα στην ευχάριστη θέση να συμπληρώσω το αντίστοιχο λήμμα της Onemanpedia.
Onemanpedia, λοιπόν…
Το Disaronno, το διασημότερο Ιταλικό λικέρ στον κόσμο, παντρεύει τη μοναδική του γεύση με Σκωτσέζικο ουίσκι για να δημιουργήσει το Disaronno Riserva, ένα πραγματικά ξεχωριστό και πρωτοπόρο blend. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας καινοτόμου και ελκυστικής ιδέας του Augusto Reina, απόγονου της οικογένειας που δημιούργησε το Disaronno πριν από 500 χρόνια και Διευθύνοντα Συμβούλου της εταιρίας Illva Saronno. “Το Disaronno Riserva αποδεικνύει την τεχνογνωσία της Ilva Saronno, και συνδυάζει την παράδοση του Disaronno με τη γεύση του Scotch whisky. Η δημιουργία του Riserva είναι πολύ σημαντική για εμάς, καθώς αποτελεί την έκφραση της καινοτομίας, της αφοσίωσης και του πάθους που βάζουμε στα προϊόντα μας”, δήλωσε ο κύριος Reina. Το Disaronno και το οινοποιείο Duca di Salapatura ένωσαν την τεχνογνωσία, το πάθος και την εμπειρία τους, παντρεύοντας το Disaronno με Σκωτσέζικο ουίσκυ από τα Highlands και το Speyside μέσα σε δρύινα βαρέλια, που είχαν φιλοξενήσει προηγουμένως κρασί Marsala Reserve. Στη συνέχεια άφησαν το blend να αναπαυθεί για έξι μήνες στις κάβες της οινοποιίας Cantine Florio, στην Μαρσάλα της Σικελίας.
Έφτασε η ώρα της δοκιμής. Ο κύριος Reina έκανε την αρχή. Εμείς, το τέλος. Η γεύση του ήταν πραγματικά καλή. Πραγματικά ιδιαίτερη. Και πραγματικά ενδιαφέρουσα. Τόσο που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας ότι ζηλεύω εκείνους τους 40 Έλληνες που θα αποκτήσουν τη φιάλη του Disaronno Riserva (μόνο τόσες διατίθενται στην Ελλάδα). Παρόλα αυτά, δεν παραπονιέμαι. Όχι μόνο επειδή είχα την τιμή να το γευθώ πρώτη αλλά γιατί το έκανα με φοντό μερικές δεκάδες γιγάντια βαρέλια.
Μία πρέζα ξύδι, μία υποψία ουίσκι και ένα κουταλάκι του γλυκού αλάτι συνέθεταν τη μυρωδιά του χώρου. Αργά το βράδυ, προστέθηκε και λίγος καπνός από πούρο. Το Disaronno Riserva γέμιζε τα ποτήρια μας την ώρα που μία τζαζ μπάντα άνοιγε τη διάθεσή μας. Ήταν δίχως αμφιβολία μία από εκείνες τις βραδιές που δεν θέλεις να τελειώσουν. Που θέλεις ο χρόνος να σε προσπεράσει και να μην ασχοληθεί μαζί σου.
Το επόμενο πρωί, με μία γεύση από τάρτα μαρμελάδας βερίκοκο και λίγη μυρωδιά από πούρο στα μαλλιά, αποχαιρέτησα τη Σικελία. Τη Σάρα, τον Φρανκ, τον Τζέι (ο Ολλανδός και ο Αμερικανός). Δεν ξέρω πώς και αν θέλω να κλείσω αυτό το κείμενο. Ίσως με ένα arrivederci, ιταλιστί: Εις το επανιδείν.