Τελικά, τα βιβλία μπορούν να σου σώσουν τη ζωή;
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, έξι συγγραφείς, μεταφραστές και δημοσιογράφοι γράφουν τη δική τους προσωπική ιστορία ως απάντηση στο ερώτημα.
- 23 ΑΠΡ 2021
Υπάρχει ένας τρομερός αστικός μύθος που κυκλοφορεί σε βιβλιοθήκες και λογοτεχνικά καφέ. Το urban legend θέλει τα βιβλία να διαθέτουν μία υπερφυσική δύναμη ικανή να σου σώσουν τη ζωή. Για κάποια χρόνια, πρέπει να ομολογήσω, ότι είχα και εγώ αυτήν την αίσθηση. Μιλώντας όμως πρόσφατα με ειδικούς της ψυχικής υγείας αλλά και ανθρώπους του χώρου κατάλαβα ότι οι τυπωμένες σελίδες μπορούν ίσως και να βοηθήσουν – αλλά μέχρι εκεί. Θα πρέπει πρώτα να έχεις επιλέξει ότι θες να σωθείς. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορούν να κάνουν πολλά, αφού τα μαγικά ραβδιά ανήκουν στον κόσμο του Harry Potter και όχι στην πραγματικότητα.
«Ένας αναγνώστης ζει χιλιάδες ζωές πριν πεθάνει. Ένας άνθρωπος που δεν διαβάζει βιβλία ζει μονάχα μία φορά» λέει ο Jojen Reed στο Game of Thrones του George R.R. Martin. Το εντυπωσιακό απόφθεγμα ταιριάζει γάντι στη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου. Μήπως, όμως, ζητάμε τελικά πάρα πολλά από τα βιβλία;
Για τους περισσότερους από εμάς υπήρξαν κάποια στιγμή ένα στήριγμα, ένα χέρι βοηθείας, ένα μαξιλαράκι ασφαλείας, μία συντροφιά. Έτσι, το ερώτημα παραμένει τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο: μπορούν ή όχι να μας σώσουν;
Συγγραφείς, μεταφραστές και δημοσιογράφοι απάντησαν στην πρόκληση για ένα δικό τους βιωματικό κείμενο με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου. Έγραψαν μία προσωπική ιστορία που απαντά -ή και όχι απαραίτητα- στο καθαρά φιλοσοφικό και μάλλον αιώνιο ερώτημα.
Δημοσθένης Παπαμάρκος: «Εκείνος ο ογκώδης τόμος με επιγραφές θα σταματούσε τη λεπίδα»
Θα ήθελα πολύ να είχα να διηγηθώ μια εντυπωσιακή ιστορία διάσωσης από κάποιο βιβλίο. Θυμάμαι πετούσα κάποτε με Ryanair από το αεροδρόμιο Hahn της Φρανκφούρτης και για να αποφύγω να πληρώσω επιπλέον 50 ευρώ για μερικές εκατοντάδες γραμμάρια υπέρβαρο, έβγαλα τα βιβλία που κουβαλούσα από το σακίδιο πλάτης και τα μοίρασα στις τσέπες του μπουφάν μου. Ανάμεσά τους και ένας τόμος με επιγραφές από την Πριήνη, περίπου μεγέθους folio, τον οποίο στρίμωξα σε μια τεράστια εσωτερική τσέπη-θήκη που ως τότε δεν είχα χρησιμοποιήσει ποτέ.
Έτσι, πέρασα τον έλεγχο του αεροδρομίου φορώντας πρακτικά έναν θώρακα από σελίδες. Θα μπορούσε, σκέφτομαι τώρα, όταν πια έχοντας προσγειωθεί στο Stansted και για τις περίπου δύο ώρες που περίμενα στη στάση το λεωφορείο που θα με πήγαινε Οξφόρδη, να είχα πέσει θύμα ληστείας – με απειλή μαχαιριού, έτσι το φαντάζομαι. Και παρόλο που δεν θα αντιστεκόμουν, αλλά θα έδινα πρόθυμα ό,τι είχα πάνω μου, ο ληστής, λίγο που η νύχτα είχε προχωρήσει και όσο να ‘ναι τέτοιες ώρες ξυπνάνε διάφορα ένστικτα, λίγο ο εκνευρισμός που είχε πέσει πάνω σε φοιτητή και η λεία ήταν απογοητευτική, έτσι για να ξεδώσει, θα με μαχαίρωνε ψηλά στην κοιλιά, μερικά εκατοστά κάτω από το τελευταίο πλευρό.
Εγώ θα κατέρρεα από το χτύπημα, αυτός θα έτρεχε κυνηγημένος από τον φύλακα του πάρκινγκ παραδίπλα, κι όταν κάποιος θα έσπευδε να με βοηθήσει και να δει πόσο βαριά είχα τραυματιστεί, θα διαπιστώναμε με έκπληξη και οι δύο ότι είχα σωριαστεί από το σοκ, όχι από τη μαχαιριά. Γιατί τη λεπίδα θα είχε σταματήσει εκείνος ο ογκώδης τόμος με επιγραφές από την Πριήνη. Έτσι, το μοναδικό σώμα που θα έφερε τραύμα από το μαχαίρι θα ήταν αυτό του corpus επιγραφών. Όμως το μόνο πράγμα από το οποίο κινδύνευσα εκείνο το βράδυ ήταν να χάσω το λεωφορείο, γιατί ταλαιπωρημένος από το ταξίδι με πήρε ο ύπνος στη στάση. Έτσι, δεν έχω στην πραγματικότητα να διηγηθώ καμία ιστορία όπου κάποιο βιβλίο με έσωσε αληθινά.
* Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος είναι συγγραφέας. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα και comics. Επίσης, έχει γράψει για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το τελευταίο του graphic novel με τον τίτλο «Γυμνά Οστά» θα κυκλοφορήσει τον Μάιο του 2021 από τις εκδόσεις Polaris.
Μαρία Ξυλούρη: «Κάθε βιβλίο, διαβασμένο ή αδιάβαστο, γύρω μου, είναι ένας προορισμός»
Τα βιβλία με έσωσαν κάποτε -για την ακρίβεια, εξακολουθούν να με σώζουν- από την πλήξη και την ακινησία. Όταν ήμουν μαθήτρια, τα όρια του μικρόκοσμου όπου ζούσα μεγάλωναν και γίνονταν ολόκληρος ο κόσμος, επειδή είχα βιβλία· όταν ήμουν φοιτήτρια, η μικρή μου γκαρσονιέρα χωρούσε ολόκληρο σύμπαν, επειδή τα ράφια της ήταν γεμάτα· στα λίγα τετραγωνικά μου συνωστίζονταν πόλεις, εποχές, φίλοι, δάσκαλοι, συνομιλητές, εξομολόγοι, συνένοχοι, γελωτοποιοί, είδωλα, παρηγορητές, άγιοι σ’ ένα απολύτως προσωπικό εικονοστάσι.
Ακόμα και σε περιόδους μεγάλης μοναξιάς ή ακινησίας, δεν έχω αισθανθεί την έλλειψη παρέας ή περιπέτειας: κάθε βιβλίο, διαβασμένο ή αδιάβαστο, γύρω μου, είναι ένας προορισμός για τον οποίο μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή, ή ένα καταφύγιο που με περιμένει – και ίσως γι’ αυτό να επιμένω να συσσωρεύω περισσότερα απ’ όσα προλαβαίνω να διαβάσω: θέλω να έχω πολλούς δρόμους ανοιχτούς μπροστά μου, για να διαλέγω ανάλογα με τη διάθεση. (Ξέρω, εξάλλου, ότι μερικά βιβλία επιλέγουν αυτά τον χρόνο τους, δεν τον επιλέγεις εσύ.)
Πιστεύω ακράδαντα ότι όταν είσαι ανάμεσα στα βιβλία, είναι αδύνατον να βαρεθείς: έχεις την πολυτέλεια να είσαι περικυκλωμένος από τον κόσμο και ταυτόχρονα έξω από αυτόν, να τον ξεχνάς ή να τον θυμάσαι – ό,τι έχεις ανάγκη τη συγκεκριμένη στιγμή.
* Η Μαρία Ξυλούρη είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το τελευταίο της βιβλίο «Πέτρινα πλοία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δανάη Σιώζιου: «Γρήγορα βρέθηκα να τραγουδάω το τραγούδι της Πολυδούρη ξανά και ξανά»
Λίγο πριν την έξοδο, το αιώνιο βασίλειο της εφηβείας έπληξαν φαινόμενα σφοδρής κακοκαιρίας και αλλεπάλληλων φυσικών καταστροφών. Δεμένη στην ταχύτητα της αλλαγής, δεν πρόλαβα να καταλάβω πότε τα κλαριά βάρυναν, πότε ο κάμπος έγινε κινούμενη άμμος και γιατί το ποδήλατό μου κι εγώ τα φτύναμε στην πιο απλή και επίπεδη διαδρομή από το σχολείο στο σπίτι και πάλι πίσω. Μέσα στη χθόνια αυτή συνθήκη γεμάτη από υγρά συναισθήματα, τα πράγματα είχαν ασφαλώς αγριέψει: ένας εαυτός κατοικούσε κάτω από τη γη, πλεγμένος στις ρίζες της παιδικής ηλικίας κι ένας καινούριος πάλευε να αυτονομηθεί και να απλώσει κλαριά και φύλλα.
Στον ουρανό οι πελαργοί πετούσαν. Όσο κι αν άπλωνα το χέρι κάθε τι όμορφο έμοιαζε να βρίσκεται πίσω από ένα αόρατο τζάμι, απρόσιτο. Μία τέτοια μέρα ανέβαινα με βαριά καρδιά και απρόθυμα τα σκαλιά του μικρού, επαρχιακού φροντιστηρίου στο οποίο είχα εναποθέσει τις τελευταίες μου ελπίδες για την βελτίωση της σχέσης μου με την αρχαία ελληνική, τα λατινικά και την γραμματική. Μία τέτοια μέρα αποφάσισε ο δάσκαλός μας να μας βάλει να ακούσουμε ποιήματα, τα οποία μέχρι τότε διαβάζαμε σιωπηλά από τα σχολικά βιβλία.
Ακούσαμε, λοιπόν, σε ηχογραφημένη ανάγνωση το ποίημα Σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου και το ποίημα Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες της Μαρίας Πολυδούρη. Η ακρόαση των ποιημάτων παρηγόρησε την ψυχή μου. Στην επιστροφή έστριψα απότομα με το ποδήλατο για το πιο αγαπημένο μου μέρος στην πόλη: την δημοτική βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής. Δανείστηκα τα βιβλία του Ρίτσου και της Πολυδούρη.
Πολύ γρήγορα βρέθηκα να τραγουδάω το τραγούδι της Πολυδούρη ξανά και ξανά σε διαφορετικούς σκοπούς, ρυθμούς και τόπους. Το τραγούδι της με βοηθούσε να κλαίω, να γελάω, ν’ αγαπώ και ν’ αγαπιέμαι. Το τραγούδι της με βοηθούσε να δω τη σκιά μου «ως όνειρο/ να παίζει, να πονάει», τα ρόδα ως δώρα της αυγής και το κάθε τι να μπορεί να μεταμορφωθεί σε «υπέρτατο της ύπαρξής μου στέμμα» – ακόμα και με βροχές και με χιόνια. Έκτοτε το τραγούδι της έγινε το τραγούδι μου. Και τραγουδάω ακόμα.
* H Δανάη Σιώζιου είναι ποιήτρια. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Υπήρξε συνεκδότρια και μέλος της ομάδας του περιοδικού Τεφλόν. Από τις εκδόσεις Αντίποδες κυκλοφορεί η ποιητική της συλλογή «Ενδεχόμενα Τοπία». || φωτογραφία: Αντιγόνη Δαβάκη
Νικόλας Ζώης: «Μια ζωή χωρίς διάβασμα είναι μια ζωή χωρίς τις ιστορίες των άλλων»
Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω ελαφρώς αντιδραστικά: κανένα βιβλίο δεν με έσωσε από τίποτε πολύ σοβαρό. Θα μπορούσε, αν επρόκειτο ας πούμε για ένα βιβλίο μικρό, που κάποτε, σε μια μονομαχία, λειτούργησε σαν αλεξίσφαιρο τσέπης. Ή για ένα βιβλίο μεγάλο, που έχει τις απαντήσεις σε κάθε είδους κακοήθεια της ζωής και των ανθρώπων.
Αντιθέτως, κάποια βιβλία ίσως με χαντάκωσαν. Το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (εκδ. Χατζηνικολή) του Thomas Pynchon δρούσε ως αγχολυτικό στο λεωφορείο προς την πρώτη μου καλή δουλειά, άντε όμως να συμμαζευτεί το μυαλό μετά από τέτοιο αφηγηματικό όργιο. Το ξόρκι της Ζυράννας Ζατέλη που ονομάζεται Και με το φως του λύκου επανέρχονται (εκδ. Καστανιώτη) γκρέμιζε προσωρινά τους τοίχους του στρατοπέδου που υπηρετούσα, αλλά άντε να πείσεις τον λοχία ότι λίγη ανάγνωση δεν σε κάνει χειρότερο θαλαμοφύλακα.
Ίσως, βέβαια να υποψιάζεσαι που το πάω. Μπορεί τα βιβλία να μη μου πρόσφεραν λύσεις χειροπιαστές στην πραγματική ζωή, χωρίς αυτά ωστόσο, η τελευταία δε θα είχε έστω έναν εναλλακτικό παράδρομο. Την πρώτη φορά που σαν να τον περπάτησα, ήμουν πιτσιρικάς, χαμένος σε ένα από εκείνα τα καλοκαιρινά μεσημέρια που οι μεγάλοι ζητούν ησυχία και εσύ δυσφορείς και για λόγους που ακόμα δεν αντιλαμβάνεσαι.
Ήταν λοιπόν ο Ο Εε από τ’άστρα (εκδ. Καστανιώτη) του Μάνου Κοντολέων που μου υποσχέθηκε το εξής φοβερό: όταν η χαρά του παιχνιδιού (και όχι μόνο) διακόπτεται, τότε κάτι άλλο συνεχίζεται. Λέγεται φαντασία, λέγεται παραγωγή νοήματος; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι μαγεύομαι μέχρι σήμερα από έναν εξωγήινο με μυτερά αυτιά, φωτεινά μάτια και διάθεση να κάνει τον κόσμο κάπως ομορφότερο.
Τον ευχαριστώ για όλα αυτά, μα και για εκείνα στα οποία με οδήγησε. Τον ευχαριστώ -τον ίδιο και τους ανθρώπους που μου τον σύστησαν- γιατί με γλίτωσε από μια ζωή χωρίς αγάπη για το διάβασμα, από μια ζωή χωρίς τις ιστορίες των άλλων.
*Ο Νικόλας Ζώης είναι δημοσιογράφος στο πολιτιστικό της Καθημερινής.
Δέσποινα Τριβόλη: «Η ποίηση ήταν το μόνο πράγμα που με ηρεμούσε»
Το Σάββατο 28 Ιουνίου του 2015, είχα την πρώτη πρωινή βάρδια σε ένα ειδησεογραφικό site. To προηγούμενο βράδυ ο Αλέξης Τσίπρας είχε προκηρύξει ξαφνικά δημοψήφισμα. Συνήθως τα Σάββατα ήταν ήσυχα τα πρωινά, αλλά εκείνη τη μέρα όταν «άνοιξα» τα σχόλια για να τα περάσω από έγκριση κάθε δεύτερο comment ήταν «ΚΡΕΜΑΛΑ» και «ΨΟΦΟΣ».
Οι 17 ημέρες που ακολούθησαν μέχρι τη συμφωνία με τους δανειστές στις 13 Ιουλίου θα μου μείνουν αξέχαστες. Δούλευα με δύο οθόνες να παίζουν ασταμάτητα ειδήσεις πάνω από το κεφάλι μου, πλήρως πελαγωμένη, καλύπτοντας πράγματα πρωτόγνωρα: τις ουρές στα ΑΤΜ, τα capital controls, ακόμα και το ξεπούλημα από χύτρες ταχύτητας. Έπινα καφέδες ασταμάτητα. Τα βράδια άυπνη, ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Ξανάρχισα το κάπνισμα. Μέχρι που ένα βράδυ ξεκίνησα να διαβάζω ποίηση και δεν σταμάτησα όλο το καλοκαίρι.
Ήταν το μόνο πράγμα που με ηρεμούσε. Είχα από φοιτήτρια να διαβάσω τόση ποίηση, την είχα αφήσει πίσω μου σαν κάτι ρομαντικό, σχεδόν ντρεπόμουν. Πολλές φορές διάβαζα δυνατά μόνη μου τους στίχους. Αρχισα να ξεφυλλίζω ότι είχα στη βιβλιοθήκη, ακόμα κι αυτούς που δεν θυμόμουν καν αν είχα διαβάσει παρά ελάχιστα: Εμπειρίκο, Σαχτούρη, Ρίτσο, Κάλβο. Έπιασα πάλι τον Ελύτη και μετά ξαναγύρισα στα αγαπημένα μου: Καβάφης και Carol Ann Duffy -η εθνική πλέον- ποιήτρια των Βρετανών.
Το αγαπημένο μου δικό της ποίημα λέγεται Prayer (Προσευχή). Ξεκινά έτσι: «Έρχονται μέρες, που ενώ δεν μπορούμε να προσευχηθούμε, μια προσευχή βγαίνει μόνη της από τα χείλη μας».
* Η Δέσποινα Τριβόλη είναι δημοσιογράφος.
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Η φυγή μέσα από τις λέξεις ισορροπούσε την πλήξη του φανταρικού»
Στο αριστερό χέρι, ψηλά, έχω ένα τοσοδά τατουάζ: ένα κακοφτιαγμένο πυραυλάκι που πιο πολύ μοιάζει με καρότο με φτερά. Σ’ ένα λόχο εφοδιασμού μεταφορών, μες στην ανία της μονότονης καθημερινότητας, κάτω από τον βαρύ ουρανό του Διδυμότειχου, όπου μας έτρωγαν το κρύο το χειμώνα και οι σκνίπες το καλοκαίρι, είχα ζητήσει να μου το χτυπήσει ένας που ’χε φτιάξει ένα αυτοσχέδιο μηχανάκι για τατουάζ, μ’ ένα στυλό, ένα μοτεράκι και μια βελόνα.
Τότε, ήμουν συνδρομητής στο περιοδικό Cinefantastique, και μια από τις μεγαλύτερες χαρές ήταν όταν έφτανε στο λόχο το νέο τεύχος. Αυτό, και τα βιβλία. Στο θάλαμο, είχα μια πάνω κουκέτα δίπλα στην πόρτα, και διάβαζα κι αφού έσβηναν τα φώτα, στο φως απ’ το διάδρομο – ή διάβαζα μονάχος στο γραφείο, γιατί ήμουν γραφέας-αποθηκάριος. Επειδή η λάσπη και η πλήξη του φανταρίστικου βορρά έγερναν βαριές στον ένα δίσκο της πλάστιγγας, έπρεπε να ’χει ίσο αντίρροπο βάρος η φυγή μέσ’ από τις λέξεις, η μαγεία των ιστοριών.
Να ’ναι φυγή προς τα άστρα, στην περίπτωση του βιβλίου που μ’ έκανε να ζητήσω απ’ τον συνάδερφο να μου φτιάξει κείνο το πυραυλάκι που ακόμα με συντροφεύει – και δεν πειράζει που ’ναι έτσι άτεχνο, απεναντίας, γιατί ο συγγραφέας κείνων των ιστοριών, κι ας έγραφε τύποις επιστημονική φαντασία, δεν νοιάστηκε ποτέ για την τεχνολογία, αλλά μοναδική του έγνοια ήταν πάντα ο άνθρωπος, καθώς και η μαγεία κι ο τρόμος του κόσμου, ιδωμένα μέσ’ από τα μάτια ενός παντοτινού παιδιού. Το βιβλίο είναι το R is for Rocket κι ο συγγραφέας είναι ο Ray Bradbury.
* Ο Μιχάλης Μακρόπουλος είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Το τελευταίο του βιβλίο «Η Θάλασσα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
Ιllustration: Αριστέα Ρέλλου