© iStock
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Τελικά, τι νέα ελληνική λογοτεχνία θέλουμε;

Στρατευμένη ή πρωτοποριακή; Να κοιτάει προς το μέλλον ή να σκύβει προς το παρελθόν; Συγγραφείς, συντάκτες λογοτεχνικών περιοδικών και εκδότες δίνουν τη δική τους απάντηση στο σκόπιμα εμπρηστικό ερώτημα του τίτλου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου.

Λένε ότι τα ζητήματα με πραγματική αξία είναι εκείνα για τα οποία είσαι διατεθειμένος να παλέψεις. Ίσως, μάλιστα, και να διακινδυνεύσεις τη σωματική σου ακεραιότητα. Ναι, όντως, είμαστε πολύ μακριά από τις εποχές με τις αιματηρές συμπλοκές στους δρόμους της Αθήνας που είχαν αφορμή το γλωσσικό ζήτημα και τις διαφορές ανάμεσα σε δημοτική και καθαρεύουσα. Το τελευταίο όμως τρίμηνο ήταν πολύ θερμό τρίμηνο για την αναγνωστική κοινότητα της Ελλάδας. Με το έναν ή τον άλλο τρόπο άνοιξε ξανά μία πολύ ζωηρή κουβέντα: πώς και σε ποιο γλωσσικό ιδίωμα οφείλουν/καλό θα ήταν/πρέπει να γράφουν οι νέοι Έλληνες και Ελληνίδες συγγραφείς; Υπήρξαν ειρωνείες, υπήρξαν κόντρες, δημιουργήθηκαν στρατόπεδα – γενικά, τα αίματα άναψαν.

Μήπως κάτι που έδειχνε κοιμισμένο έχει ξυπνήσει για τα καλά; Είναι γεγονός πως εδώ και περίπου 10 χρόνια η νέα ελληνική λογοτεχνία (και κυρίως η πεζογραφία) χτίζει τη δική της, μοναδική αφήγηση. Ίσως, μάλιστα, οι μελετήτες του μέλλοντος να μιλούν για αυτή τη λογοτεχνική γενιά με τα καλύτερα λόγια – ή ίσως αυτό πιστεύουμε οι πιο αισιόδοξοι αναγνώστες της, όπως ο γράφων.

Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο: η ελληνική λογοτεχνία του σήμερα ανοίγει συζητήσεις, φτιάχνει καταστάσεις, ενώνει και χωρίζει τους ανθρώπους στο όνομά της. Φυσικά, υπάρχουν κομβικά ζητήματα – τόσο πάνω στο χαρτί, όσο και μακριά από αυτό. Ποια όμως θα ήταν η ιδανική της εκδοχή;

Μακριά από ιερές βεβαιότητες και ευνουχιστικά «πρέπει», αναζητήσαμε την άποψη για το συγκεκριμένο ζήτημα των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Κάπως έτσι λοιπόν συγγραφείς, συντάκτες λογοτεχνικών περιοδικών και εκδότες απάντησαν στη σκόπιμα εμπρηστική ερώτηση του τίτλου.

Σε μία προσπάθεια, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, όχι να δοθούν σίγουρες απαντήσεις όσο να ανοίξει μία σημαντική για το μέλλον της νέας ελληνικής λογοτεχνίας συζήτηση.

«Λιγότερη πολιτική ορθότητα και περισσότερα ασεβή, προκλητικά βιβλία. Σαν την "Πάπισσα Ιωάννα", αυτόν τον φάρο» - Λευτέρης Καλοσπύρος, συγγραφέας | © Evangelos Mpikakis / Unsplash

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ, συγγραφέας, θεωρεί ότι ο πλουραλισμός είναι σημαντικός – τόσο για τους δημιουργούς, όσο και τους αναγνώστες. «Το προφίλ μιας εθνικής λογοτεχνίας δε διαμορφώνεται με ευχολόγια ούτε μπορεί να επηρεαστεί από τις προθέσεις ενός συγγραφέα και μόνο. Ζούμε μάλιστα σε μια εποχή στην οποία σπανίζουν οι συγγραφείς-ταγοί, οι προσωπικότητες δηλαδή που λειτουργούν ως ατμομηχανή που κινεί το τραίνο μιας εθνικής λογοτεχνίας προς συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Κάθε συγγραφέας μπορεί να διαμορφώσει μόνο το δικό του προσωπικό έργο. Δε γράφει, φυσικά, αποκομμένος από την εποχή του αλλά ευθύνεται μόνο για όσα εκείνος/εκείνη καταθέτει. Μια εύρωστη, πολυσύνθετη και ακμάζουσα εθνική λογοτεχνία θα έπρεπε να δίνει χώρο σε όλα τα είδη των αφηγήσεων, να συμπεριλαμβάνει μια μεγάλη γκάμα κειμένων διαφορετικών τεχνοτροπιών και μεγάλου εύρους θεμάτων. Οι συγγραφείς που τη συναποτελούμε εικάζω πως θέλουμε μια ελληνική λογοτεχνία δυναμική, ποιοτική και εξωστρεφή που δε θα φοβάται να αναμετρηθεί τόσο με τον παλαιότερο εαυτό της όσο και με άλλες διεθνείς λογοτεχνίες.

Το ίδιο, εύλογο ερώτημα (“τι ελληνική λογοτεχνία θέλουμε;”) θα έπρεπε, ωστόσο, να τεθεί και στους αναγνώστες ο αριθμός των οποίων, αν δε βαίνει μειούμενος, μάλλον δεν αυξάνεται κιόλας. Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τις παρατηρήσεις και τα σημειώματα που γράφονται (το διαδίκτυο βρίθει από γνώμες αναγνωστών) είναι πως η πλειονότητα προτιμά Έλληνες συγγραφείς που καταπιάνονται κατά κύριο λόγο με την εγχώρια ιστορία -η μικρή φόρμα κρατάει εδώ τα σκήπτρα- ενώ στρέφονται στους ξένους όταν αναζητούν ογκώδη μυθιστορήματα με διαφορετική θεματολογία (η τεχνολογία, η επιστήμη ή το gender είναι μερικά μόνο παραδείγματα). Θέλω να ελπίζω ότι η τάση αυτή θα αναστραφεί στο κοντινό μέλλον». 

Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΛΟΣΠΥΡΟΣ, συγγραφέας και μεταφραστής, πιστεύει στη δύναμη της πρόκλησης. «Αυτές τις μέρες τυχαίνει να ξαναδιαβάζω την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, και στη δεύτερη αυτή ανάγνωση, σαφώς πιο εγκεφαλική και ενσυνείδητα σχολαστική από την πρώτη, αποκαλύπτονται ποιότητες που, τουλάχιστον στο πρώτο συναπάντημα με το βιβλίο μού είχαν φανεί ίσως δευτερεύουσες σε σύγκριση με την απόλαυση που άντλησα απ’ αυτό. Σήμερα όμως τις εισπράττω και τις κατανοώ ως επιτεύγματα που ενισχύουν το δέος και τον σεβασμό μου για το κατόρθωμα του συγγραφέα.

Για παράδειγμα, ο Ροΐδης με την ανίερη Πάπισσά του αποδεικνύει ότι μπορεί κάλλιστα ένας συγγραφέας να είναι είρωνας και να σατιρίζει ήθη και θεσμούς, χωρίς να ντρέπεται για τη λογιοσύνη του· μπορεί να θίξει τα πιο σοβαρά ζητήματα υπονομεύοντας την αναπόφευκτη σοβαροφάνεια που ελλοχεύει σε κάθε φιλόδοξο βιβλίο, με παιγνιώδη διάθεση και μια γόνιμη ιλαρότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ροΐδης παρουσιάζει το μυθιστόρημα ως μια τάχα μεσαιωνική μελέτη. Η Πάπισσα Ιωάννα είναι ο θρίαμβος των πολλαπλών δυνατοτήτων της μυθοπλασίας, κι ας βασίζεται σε γεγονότα που ίσως και να ’χουνε συμβεί.

Όμως σήμερα η μυθοπλασία αξιώσεων φαίνεται να χάνει έδαφος. Κάτι η ανάγκη ορισμένων να κατακτήσουν πάση θυσία ένα ευρύ κοινό που έχει αλλάξει γούστα και πλέον πριμοδοτεί τις αφηγήσεις που προσομοιάζουν περισσότερο σ’ εκείνες των σειρών, κάτι η τάση για άνευ όρων εξομολογήσεις, που ευνοεί η εποχή, και τα μέτρα του μυθιστορήματος έχουν στενέψει αρκετά.

Προσωπικά θα ήθελα να δω λιγότερες καχεκτικές ομφαλοσκοπικές αφηγήσεις ενδεδυμένες με τον μανδύα του μυθιστορήματος, και στη θέση τους πιο εκτενείς και κατά βάση επινοημένες ιστορίες. Περισσότερα και πιο πολυπρισματικά, μοντέρνα μυθιστορήματα και λιγότερες κακέκτυπες και μπαγιάτικες ηθογραφίες. Λιγότερη πολιτική ορθότητα και περισσότερα ασεβή, προκλητικά βιβλία. Σαν την Πάπισσα Ιωάννα, αυτόν τον φάρο, αυτό το υπόδειγμα». 

«Δε θέλω με τίποτα μια "ωραία" νέα ελληνική λογοτεχνία που να συναινεί ψύχραιμα και καλοπροαίρετα στην εξουσία σε όποια της μορφή» - Ειρήνη Μαργαρίτη, ποιήτρια | © Γιώργος Βιτσαράς, Eurokinissi

Η ΕΥΑ ΠΛΙΑΚΟΥ, μέλος της συντακτικής ομάδας του ολοκαίνουργιου λογοτεχνικού περιοδικού Βλάβη, θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη να επικαιροποιηθεί η νέα ελληνική λογοτεχνία. «Τα τελευταία χρόνια έχει αναδυθεί μια νέα γενιά συγγραφέων που συνδιαλέγεται με τη νεότερη ελληνική ιστορία και χειρίζεται εξαιρετικά το γλωσσικό ιδίωμα με εντυπωσιακά αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα ο Δημοσθένης Παπαμάρκος (Γκιάκ) και η Λουίζα Παπαλοίζου (Το βουνί). Αυτό που ενδεχομένως λείπει από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή είναι μια γραφή που να αποτυπώνει τη στιγμή, μια γραφή στην οποία ο/η αναγνώστης/τρια του μέλλοντος θα έβρισκε μια πλήρη εικόνα του τι σημαίνει να ζει κανείς/καμία στην Ελλάδα των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα.

Αποτυπώματα της γενιάς μας σίγουρα μπορούμε να εντοπίσουμε στο έργο της Βίβιαν Στεργίου, του Νίκου Μάντη, του Χρίστου Κυθρεώτη και άλλων πολλών. Δύσκολα συναντάμε, όμως, κάποιον/α συγγραφέα στον οποίο θα ανατρέχουμε στο μέλλον με τον ίδιο τρόπο που τώρα επιστρέφουμε στο έργο του Γιώργου Ιωάννου για να κατανοήσουμε τις κοινωνικές μεταβολές της δεκαετίας του ‘80 ή στο έργο του Χρήστου Βακαλόπουλου για να δούμε πως ζούσαν οι νέοι στην Αθήνα τη δεκαετία του ‘90.

Ίσως, γι’ αυτό να ευθύνεται η πυκνότητα των καιρών μας, οι κρίσεις, οι βίαιες εναλλαγές και η απουσία συνεκτικών ερμηνειών. Ίσως, πάλι να ευθύνεται η έλλειψη σταθερών λογοτεχνικών κύκλων που να αναγκάζουν τους λογοτέχνες της γενιάς μας να συνδιαλέγονται με τρόπο που να οδηγεί τελικά σε μια κοινή γραφή ή σε μια περισσότερο συλλογική εμπειρία. Θέλουμε λοιπόν μια νέα ελληνική λογοτεχνία που να μιλάει λιγότερο για το παρελθόν και περισσότερο για το παρόν, σίγουρα δεν είναι εύκολο, σίγουρα όμως πρέπει να γίνει, πρέπει να επινοηθεί ξανά η επικαιρότητα της λογοτεχνίας».

Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΛΑΚΑΤΕ, συγγραφέας, blogger και administrator του «Διαβάζοντας», του πιο γνωστού βιβλιοφιλικού Facebook γκρουπ στην Ελλάδα, δίνει τη δική της διαφορετική οπτική: «Τι νέα ελληνική λογοτεχνία θέλουμε; Φρέσκια και δυναμική, με φαντασμαγορικές ιδέες και εξαιρετική χρήση της γλώσσας, χαμηλότονη και αισθαντική, με τάσεις ενδοσκόπησης; Στην πραγματικότητα θέλουμε τη νέα ελληνική λογοτεχνία που αξίζει στους —πολύ καλούς και εκπαιδευμένους πια— Έλληνες αναγνώστες.

Θέλουμε τα κείμενα να έχουν πνοή και βάθος, είτε πρόκειται για γρήγορα μυθιστορήματα πλοκής, είτε για μεγάλα μυθιστορήματα ιδεών, είτε για μικρά διηγήματα. Δε θέλουμε άλλη μιζέρια, όχι άλλο χάιδεμα στα αυτιά των “ομότεχνων”, την επανάληψη των ίδιων και των ίδιων θεμάτων, την ομφαλοσκόπηση.

Τα βιβλία είναι σημαντικά όταν βγαίνουν από τη σκοτεινιά του ίδιου του δημιουργού τους, δίχως να υπακούν σε μόδες και κανόνες. Αν είναι να γράψεις ντοπιολαλιά, πρέπει να το ζητάει η ψυχούλα σου, να σε φωνάζουν έμμετρα όλοι σου οι πρόγονοι, αν είναι να γράψεις επιστημονική φαντασία, πρέπει να είναι αυτό που σε τρελαίνει, που σου γίνεται εμμονή. Η λογοτεχνία μισεί το δήθεν και το ξερνάει. Κι οι αναγνώστες μισούν το δήθεν. Η λογοτεχνία είναι εδώ για να σπάει όλους τους κανόνες. Τους κανόνες που τους ξέρει καλά όμως, όχι άκριτα και ακατάληπτα.

Χρειαζόμαστε μια νέα ελληνική λογοτεχνία που θα πηγάζει από τα έγκατα των καλλιτεχνών, θα στραμπουλάει τη γλώσσα, θα νοιάζεται για τη μορφή, έπειτα θα την καταλύει. Ο/η δημιουργός της θα διαβάζει, θα διαβάζει, θα διαβάζει∙ για να γράψει μετά. Τότε θα έρθει η απελευθέρωση από ό,τι την κάνει να ασφυκτιά. Ποτέ κανείς δεν έκανε τέχνη χωρίς να εκθέσει ένα κομμάτι της ψυχής του βορά στ’ αρπακτικά». 

«Να βγάζουμε τη γλώσσα στα κωλοβραβεία και στις συνεστιάσεις και αν δε θέλουμε να τη βγάλουμε, αν μη τι άλλο να το παραδεχόμαστε» -Νίκος Βεργάτης, συγγραφέας και εκδότης | © iStock

Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, ποιήτρια, αλλάζει τελείως τη συζήτηση ρίχνοντας αλλού το βάρος της απάντησής της. «Η ίδια η ερώτηση μού προκαλεί την εξής ερώτηση: ως τι καλούμαι να απαντήσω; Ως αναγνώστρια ή ως συγγραφέας; Μπορεί η απάντηση να μοιάζει αυτονόητη αλλά δεν είναι καθόλου. Στο συγκεκριμένο τασκ, και με τον κίνδυνο να είμαι εκτός θέματος, επιλέγω να απαντήσω ως συγγραφέας: θέλουμε μια νέα ελληνική λογοτεχνία η οποία να υποστηρίζεται από μια συγκροτημένη κρατική πολιτική. Θέλουμε μια ελληνική λογοτεχνία, η οποία να μην είναι πάρεργο.

Δε θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη μου, όταν σε κάποια ευρωπαϊκή διοργάνωση πριν κάποια χρόνια, μια Φινλανδή συγγραφέας μου εξηγούσε πως επιδοτείται από το κράτος προκειμένου να γράψει το επόμενο βιβλίο της και ότι με τα χρήματα που της δόθηκαν είχε νοικιάσει ακόμη και γραφείο.

Θέλουμε μια πολιτική για την ελληνική λογοτεχνία και όχι άλλους περιπάτους. Θέλουμε εκδοτικούς που να διαλέγουν τα βιβλία που θα θέσουν σε κυκλοφορία και να υποστηρίζουν τις επιλογές τους. Θέλουμε μια ελληνική λογοτεχνία που δε θα αναλώνεται σε κουτσομπολιά, στοχευμένη (και αχ πόσο γραφική) διαφήμιση από κριτικούς και θεωρίες συνωμοσίας. Και σίγουρα, για να απαντήσω και ως αναγνώστρια δε θέλω με τίποτα μια “ωραία” νέα ελληνική λογοτεχνία που να συναινεί ψύχραιμα και καλοπροαίρετα στην εξουσία σε όποια της μορφή (εντός και εκτός τειχών)».

Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ, συγγραφέας και καθηγήτρια λογοτεχνίας στη δραματική σχολή Δραματική Σχολή Αθηνών «Γ. Θεοδοσιάδης», κινείται σε παρόμοιο μοτίβο βάζοντας με έναν τόνο ειρωνείας το καθαρά πρακτικό -αλλά τόσο σημαντικό- πάνω από τη θεωρία: «Η ερώτηση προδίδει κάποια αμηχανία ή κούραση και τη φαντάζομαι να στέκεται σαν άνθρωπος που έχει απηυδήσει και υψώνει τα χέρια προς τον ουρανό ανακράζοντας: “Τελικά, τι νέα ελληνική λογοτεχνία θέλουμε;”.

Τον πλάθω με το νου μου αυτόν τον άνθρωπο λαχανιασμένο, κάθιδρο και με κοστούμι φθαρμένο στους αγκώνες. Τον πλησιάζω δίγνωμη, επιφυλακτική. Δεν έχω εμπιστοσύνη στα γενικόλογα ερωτήματα εκτός αν τα διατυπώνει ο Άμλετ. Ο άνθρωπος, θαρρείς και με περίμενε από καιρό, με αρπάζει από το χέρι. Κοιτάζει την παλάμη μου για να διαβάσει ίσως το μέλλον της λογοτεχνίας. “Μεγάλη πόρτα θα διαβεί η νέα ελληνική παραγωγή”, του λέω φορώντας στο κεφάλι το παρεό μου για τουρμπάνι. “Χίλιες φωνές θα έχει στο οπλοστάσιό της. Μέγας πλουραλισμός θα ενσκήψει στα γράμματα και θα τα ανακατώσει όπως μπουρίνι που ξεθεμελιώνει και παρασέρνει τις πολύχρωμες ομπρέλες στην παραλία. Όλο και πιο πολλοί θα γράφουν, μα θα διαβάζουν όλο και λιγότεροι”.

“Αυτό θέλουμε;” ρωτά αναμαλλιασμένος ο ερωτών. “Αυτό που θέλω εγώ”, απαντώ κλείνοντας απότομα την παλάμη σαν να σφίγγω μέσα το κλειδί της μύχιας αλήθειας μου, “είναι η νέα ελληνική λογοτεχνία να αποκτήσει επαγγελματικό πρόσωπο, να σφίξει τα δόντια και να διεκδικήσει ασφάλιση, ένσημα, σύνταξη, συνδικαλιστικό φορέα”.

Ο τύπος μένει ενεός. Δεν το περίμενε αυτό από μένα. Ίσως, πίστευε πως τα λόγια μου θα αιωρούνται με χάρη στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας ή θα λικνίζονται αισθησιακά σαν ελαφρώς χυδαίες ορχιδέες, αυτό όμως είναι το καλό με τις απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα. Τελικά, σε αφήνουν με την απορία».

© Eugene Chystiakov / Unsplash

Ο ΝΙΚΟΣ ΒΕΡΓΕΤΗΣ, συγγραφέας και ο άνθρωπος πίσω από τις εκδόσεις «Κυψέλη», πιστεύει ότι η λύση στο επί της ουσίας αναπάντητο ερώτημα είναι η ειλικρίνεια. «Τη λογοτεχνία που όσες και όσοι την απαρτίζουμε έχουμε την ανάγκη και την όρεξη να κρεμάσουμε τα ελαττώματά μας στα μανταλάκια. Να αναρωτηθούμε μήπως ο μαλάκας της υπόθεσης είναι τελικά ο πατέρας μας και κατ’ επέκταση ο ίδιος μας ο εαυτός και όχι ένας μακρινός θείος.

Nα γουστάρουμε την ιστορία που στήνουμε όπως γουστάρει ο ξυλουργός την κατασκευή μιας βιβλιοθήκης και όχι να φτιάχνουμε μία ιστορία για να περάσουμε ένα κάρο προαποφασισμένα μηνύματα. Να σταματήσουμε να θέλουμε να είμαστε ο εαυτός μας μιας και χέστηκαν οι αναγνώστες για το ποιοί πραγματικά είμαστε. Να σταματήσουμε αυτό το ανούσιο κυνήγι ειλικρίνειας, μιας και ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσουμε την ειλικρίνεια είναι να αντιληφθούμε το μέγεθος της ανειλικρίνειάς μας.

Να νιώθουμε ότι από μέρα σε μέρα μπορεί να πεθάνουμε και όχι να ψοφάμε για μια μόνιμη στήλη σε μία φυλλάδα. Ή αν ψοφάμε, αν μη τι άλλο να το παραδεχόμαστε. Να βγάζουμε τη γλώσσα στα κωλοβραβεία και στις συνεστιάσεις και αν δε θέλουμε να τη βγάλουμε, αν μη τι άλλο να το παραδεχόμαστε. Να διαβάζουμε ό,τι πέφτει στα χέρια μας και να ζούμε στα κόκκινα. Και ύστερα να κλέβουμε τα καλύτερα σημεία απ’ αυτά που διαβάσαμε και απ’ αυτά που ζήσαμε και να τα ενώνουμε σε μια ιστορία».