Τελικά, τι πραγματικά συνέβη στην Επανάσταση του 1821;
- 25 ΜΑΡ 2021
Ακριβώς δύο αιώνες μετά, η Επανάσταση του 1821 συνεχίζει να γοητεύει και να προβληματίζει. Φέτος, καθόλου άδικα, είναι η χρονιά της, αφού η διακοσιοστή επέτειος αποτελεί ιδανική ευκαιρία για να σκύψουμε ξανά πάνω από τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων που εγκαθίδρυσαν το νέο ελληνικό κράτος.
Καλό, όμως, είναι να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους. Να ξεκινήσουμε από τη σωστή βάση. Έτσι, ζητήσαμε από τους συγγραφείς τρίων νέων βιβλίων που καταπιάνονται με το ζήτημα να μας δώσουν τα φώτα τους. Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Γιώργος Μαργαρίτης και Γιάννης Μηλιός μαζί με τον λογοτέχνη Νίκο Σαραντάκο απάντησαν στο κάλεσμά μας.
Ο πρώτος υπογράφει μία μικρή εισαγωγή στην Επανάσταση, ο δεύτερος μία μελέτη που ιχνηλατεί το έθνος, το κράτος αλλά και τη Μεγάλη Ιδέα, και ο τρίτος ένα μικρό ετυμολογικό λεξικό για τα χρόνια του 1821. Οι απορίες ήταν πολλές και μάλλον εύλογες. Οι συνομιλητές μας όμως απάντησαν με γνώση και δίχως υπεκφυγές, ξεδιαλύνοντας κατά αυτόν τον τρόπο το μπερδεμένο τοπίο.
Γιώργος Μαργαρίτης: Η έξοδος από την «κανονικότητα» πάντα έχει κάτι το ηρωικό
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΦΡΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΙΧΗ - ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ
Χωρίς τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό πόσο πιθανή θα ήταν μια επανάσταση με τα χαρακτηριστικά που τη γνωρίσαμε;
Δεν είναι οι ιδέες που δημιουργούν τις συνθήκες. Το ανάποδο συμβαίνει. Οι εκάστοτε συνθήκες διαμορφώνουν τις ιδέες και ενίοτε, δεν συμβαίνει συχνά στην ιστορία, οδηγούν στην έκρηξη, στην επανάσταση. Στον αιώνα του εμπορίου, τον 18ο, γεννήθηκε ο Διαφωτισμός, ακριβώς για να προσαρμόσει τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τις κοινωνίες μέσα στις οποίες ζουν στις νέες οικονομικές λειτουργίες. Δεν ήταν κάτι το ενιαίο, είτε στο επίπεδο των ιδεών είτε στο επίπεδο των πολιτικών προτάσεων. Ανάμεσα στο πνεύμα της «φωτισμένης δεσποτείας» και στον γιακωβίνικο ριζοσπαστισμό της Γαλλικής Επανάστασης η απόσταση ήταν ήδη μεγάλη.
Το ίδιο και στην ελληνική περίπτωση. Πάνω στο γενικό ρεύμα των νέων ιδεών αρθρώθηκαν πλήθος επιμέρους κατευθύνσεις. Οι προφητείες του Αγαθάγγελου δεν είναι ακριβώς επιτομή του Ορθού Λόγου. Μοιράζονται όμως με αυτόν έναν κοινό παρονομαστή: την Ελευθερία.
Όλα αυτά συνυπάρχουν στην Επανάσταση και στην οικοδόμηση του νέου κράτους. Εάν δεν υπήρχαν τότε, πολύ απλά θα βρισκόμασταν σε άλλη εποχή.
Πόσο κομβική θεωρείτε τη συμβολή της Φιλικής Εταιρείας;
Οι ιδέες και οι προθέσεις χρειάζονται, για να μετατραπούν σε πολιτική πράξη, ένα οργανωτικό σχήμα και οπωσδήποτε έναν βαθμό σχεδιασμού. Η Φιλική Εταιρεία πρόσφερε και τα δύο, με μερικό έστω τρόπο. Γιατί μερικό; Γιατί δεν ήταν η οργανωτική αρτιότητα και ο ακριβής σχεδιασμός -πολιτικός και στρατιωτικός- που κατέστησε την Εταιρεία θρυαλλίδα για το ξεκίνημα της Επανάστασης. Το πλέον μάχιμο χαρακτηριστικό της ήταν η επένδυση στον μυστικισμό. Η Αόρατη Αρχή και η συνωμοτικότητα έκρυβαν τις διαστάσεις και τις δυνατότητές της. Όταν ο Υψηλάντης ανέλαβε την αρχηγία της και το αόρατο έγινε ορατό, τότε οι πραγματικές οργανωτικές και μάχιμες δυνατότητες της Εταιρείας ήρθαν στο φως. Αποδείχθηκαν μικρές.
Για τον λόγο αυτό οι Εταιριστές αναζήτησαν έτοιμους κρατικούς μηχανισμούς: στην Κωνσταντινούπολη, στις Ηγεμονίες του Δούναβη, στην Πελοπόννησο. Οι δύο πρώτες επιλογές δεν απέδωσαν και τελικά η Επανάσταση, στο ξεκίνημά της, ανατέθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στους προύχοντες του Μοριά και τις όποιες δικές τους δυνατότητες.
Ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Σπουδών του ΑΠΘ, Γιώργος Μαργαρίτης.
Κυκλοφορούν ακραίες απόψεις για τους αγωνιστές. Για κάποιους ήταν υπερήφανοι ήρωες που παράτησαν τα πάντα για το ιδανικό της ελευθερίας, για άλλους αγράμματοι κλέφτες και αρματολοί που απλώς βρήκαν μια χρυσή ευκαιρία. Ποια πιστεύετε ότι είναι η αλήθεια;
Υπάρχουν αντικρουόμενες αντιλήψεις πάνω σε αυτό το ζήτημα. Άλλοι πιστεύουν ότι οι άνθρωποι, η ποιότητά τους ή η ποιότητα των ιδεών τους, «φτιάχνουν» τα γεγονότα. Άλλοι, στον αντίποδα, ότι τα γεγονότα, οι εκάστοτε συγκυρίες, δημιουργούν τις ιστορικές προσωπικότητες. Το ζήτημα, στη θέση που βρίσκεται σήμερα η χώρα μας, είναι επίκαιρο. Πολλοί από τους συμπολίτες προσμένουν κάποιον Κολοκοτρώνη, κάποιον Τρικούπη, κάποιον Βενιζέλο ή κάποιον Άρη Βελουχιώτη για να αντιστραφεί η σημερινή επώδυνη κατάσταση. Δεν νομίζω ότι η ιστορία προχωρά με αυτόν τον τρόπο.
Οι ήρωες του 1821 είναι προϊόντα μιας ηρωικής εποχής. Πήραν μέρος, οδήγησαν μια επανάσταση, επιλογή κατ’ εξοχήν επικίνδυνη και τολμηρή. Πέρασαν τον Ρουβίκωνα που χωρίζει την «κανονική» ζωή, με τη μορφή της υποταγής έστω, από την αναζήτηση, τη δημιουργία κάτι καινούριου, της ελευθερίας. Η έξοδος από την «κανονικότητα» είχε, και πάντα έχει, κάτι το ηρωικό. Τα υπόλοιπα, τα «προσωπικά», είναι απλώς ασήμαντες λεπτομέρειες.
Νίκος Σαραντάκος: Ο απλός λόγος των αγωνιστών γοητεύει το ευρύ κοινό
ΤΟ ΖΟΡΜΠΑΛΙΚΙ ΤΩΝ ΡΑΓΙΑΔΩΝ
Στην εισαγωγή το βιβλίου διαβάζουμε πως «οι αγωνιστές μπορεί να χρησιμοποιούσαν τουρκικούς όρους στην ομιλία τους αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να ελευθερώσουν την Ελλάδα και -πολλοί από αυτούς- να πεθάνουν για την υπόθεση αυτή». Πιστεύετε ότι σε μεγάλο μέρος του κοινού αρέσουν τα ανδραγαθήματα αλλά όχι η (συνήθως) ταπεινή καταγωγή των αγωνιστών, ο απλός λόγος και οι λαϊκές τους συνήθειες;
Δεν είμαι βέβαιος ότι ισχύει αυτό που λες. Αντίθετα, θα έλεγα ότι ο απλός λόγος των αγωνιστών, τουλάχιστον όπως τον έχουμε γνωρίσει μέσα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, γοητεύει τόσο το ευρύ κοινό όσο και διανοούμενους σαν τον Σεφέρη. Θεωρείται ότι εκφράζει ανόθευτα την ελληνικότητα και τη λεβεντιά. Δες, άλλωστε, πόσο δημοφιλείς είναι στο διαδίκτυο, και στη νεότερη μάλιστα γενιά, οι αθυρόστομες φράσεις που αποδίδονται στον Καραϊσκάκη.
«Δερβέναγας», «ρεσάλτο», «γιουρούσι». Ακόμα χρησιμοποιούμε πάρα πολλές λέξεις της εποχής. Πόσο κοντά ή μακριά όμως είμαστε από εκείνους τους ανθρώπους, τόσο γλωσσικά όσο και σε νοοτροπίες;
Γλωσσικά είμαστε πολύ κοντά και σε νοοτροπία δεν νομίζω πως διαφέρουμε και πολύ. Ο παράγοντας που έχει αλλάξει ριζικά είναι, βέβαια, η κοινωνία στην οποία ζούμε. Γι’ αυτό και σήμερα χρησιμοποιούμε τις λέξεις της εποχής συνήθως με αλλαγμένη ή με μεταφορική σημασία. Δερβέναγα, ας πούμε, μιας και το ανάφερες, χαρακτηρίζουμε κάποιον που φέρεται αυταρχικά -κι όταν κάποιος επιχειρεί να αναμιχθεί στις υποθέσεις μας ή σε μια διαφωνία μας, του λέμε: «Δεν σε βάλαμε δερβέναγα!» – κι αυτό, χωρίς απαραίτητα να ξέρουμε ότι πριν το 1821 ο ντερβέναγας ήταν ο επικεφαλής του στρατιωτικού τμήματος που φυλούσε τα ντερβένια.
Όπως και λέμε ότι κάποιος απαιτητικός ή αυταρχικός είναι τσαούσης χωρίς να χρειάζεται να ξέρουμε ότι το 1821 ο τσαούσης ήταν υπαξιωματικός και μάλιστα συνήθως με αρμοδιότητες σιτιστή. Ή, λουφέ ονομάζουμε τα έσοδα που αποκτιούνται με επιλήψιμο τρόπο, ας πούμε από μιαν αργομισθία, ενώ για τα παλικάρια του 1821 ο λουφές ήταν κανονικότατα ο μισθός τους.
Ο λογοτέχνης, συγγραφέας και μεταφραστής, Νίκος Σαραντάκος.
Τελικά, τι γλώσσα μιλούσαν οι αγωνιστές του 1821;
Δεν μιλούσαν πολύ διαφορετικά από εμάς ή έστω όχι πολύ διαφορετικά από τους παππούδες μας στην ύπαιθρο. Φυσικά, στο λεξιλόγιό τους χρησιμοποιούσαν πολύ περισσότερες τουρκικές λέξεις, ιδίως στο θεσμικό λεξιλόγιο, αλλά και σε αφηρημένες σημασίες. Στα δάνεια δεν έδιναν προθεσμία εξόφλησης, αλλά βαντέ· την αδιαθεσία την έλεγαν ζαϊφλίκι και την υποψία σουμπεγιέ. Ξενικές ήταν και οι θεσμικές λέξεις αλλά μετά την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους ο υπουργός αντικατέστησε μάλλον εύκολα τον μινίστρο, ο αξιωματικός τον οφικιάλο ή το τελωνείο την ντογάνα.
Από την άλλη, ενώ φυσικά κάθε περιοχή είχε και δικό της ιδιωματικό λεξιλόγιο, είχε πιστεύω αναδυθεί μια «κοινή» γλώσσα και έτσι δεν εμποδιζόταν η συνεννόηση ανάμεσα σε αγωνιστές από διαφορετικές περιοχές. Η εικόνα της ασυνεννοησίας και των παρεξηγήσεων που παρουσιάζεται στη Βαβυλωνία του Δημήτρη Βυζάντιου πιστεύω πως είναι μια καρικατούρα της πραγματικότητας, διογκωμένη για να αυξήσει το κωμικό αποτέλεσμα. Ο Έλληνας της εποχής ήξερε (ή, μάθαινε γρήγορα) τις κοινές νεοελληνικές λέξεις που αντιστοιχούσαν στους ιδιωματισμούς της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Γιάννης Μηλιός: Οι Έλληνες επαναστάτησαν απέναντι στο «παλιό» δεσποτικό καθεστώς
1821.ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΈΘΝΟΣ, ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑ
Διαβάζουμε στο βιβλίο πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν α-εθνική και όχι τουρκική όπως οι περισσότεροι πιστεύουμε. Απέναντι σε ποιον ή σε ποιους επαναστάτησαν λοιπόν οι Έλληνες;
Το οθωμανικό κράτος αποτελούσε έναν θρησκευτικό δεσποτισμό, ριζικά διαφορετικό από τα εθνικά κράτη. Ο Σουλτάνος αποτελούσε τον άμεσο εκπρόσωπο του θεού και του ισλάμ στη γη, ο πληθυσμός διαιρείτο ανάλογα με τη θρησκευτική του πίστη σε πιστούς και άπιστους (όχι σε «Τούρκους» και μη) και εντασσόταν, σε αντιστοιχία με αυτή τη διαίρεση, στο κράτος.
Το μεγαλύτερο μέρος των «απίστων» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν οι χριστιανοί ορθόδοξοι. Στον ορθόδοξο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης ανατέθηκαν, πέραν των θρησκευτικών, δικαστικές και εκπαιδευτικές αρμοδιότητες σε σχέση με όλους τους ορθόδοξους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Η δικαιοδοσία του ως αξιωματούχου του οθωμανικού κράτους επεκτεινόταν σε πολύ ευρύτερους πληθυσμούς, συγκριτικά με εκείνους του Βυζαντίου.
Ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο, Γιάννης Μηλιός.
Παράλληλα, η Ορθόδοξη Εκκλησία απέκτησε εκτεταμένα τιμάρια, δηλαδή το δικαίωμα να ιδιοποιείται φόρους και δοσίματα. Επίσης, σε υψηλές πολιτικές θέσεις της καθαυτό οθωμανικής διοίκησης συμμετείχαν και ελληνόφωνοι ορθόδοξοι λαϊκοί, που ως επί το πλείστον κατάγονταν από την παλιά Βυζαντινή Αριστοκρατία, οι οποίοι ονομάστηκαν Φαναριώτες από τη συνοικία Fener όπου κατοικούσαν.
Απέναντι σε αυτό το «παλιό» δεσποτικό καθεστώς επαναστάτησαν οι Έλληνες, με στόχο να δημιουργήσουν ένα μοντέρνο συνταγματικό-δημοκρατικό εθνικό κράτος.
Πόσο μακριά απέχει από την πραγματικότητα να πιστεύουμε ότι όσοι πολέμησαν στα χρόνια της επανάστασης ήταν αποκλειστικά Έλληνες;
Ελάχιστα! Ήταν Έλληνες, δηλαδή ορθόδοξοι πληθυσμοί (ελληνόφωνοι, αλβανόφωνοι, βλαχόφωνοι…) που είχαν πολιτικοποιηθεί εθνικά, είχαν μετασχηματιστεί σε Έλληνες (από «Ρωμαίοι», όπως αυτοορίζονταν μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα οι ορθόδοξοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και αγωνίζονταν για «εθνική ελευθερία» και «φώτα», δηλαδή για ένα ανεξάρτητο συνταγματικό-δημοκρατικό κράτος, που θα ανασυστήσει, όπως πίστευαν (και διακήρυσσαν όλα τα επίσημα κείμενα της Επανάστασης), την κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας στη νέα εποχή.
Βεβαίως, συντάχθηκαν ευκαιριακά με την Επανάσταση και ορισμένοι άρχοντες-οπλαρχηγοί του «παλιού καθεστώτος», όχι από εθνική στράτευση, αλλά από σκοπιμότητα, για όσο διάστημα μπορούσαν να αποκομίζουν οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Σάββας Καμινάρης-Φωκιανός, ο οποίος εντάχθηκε με τους ενόπλους του στο στράτευμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, αλλά στη συνέχεια, όταν τα πράγματα εγείραν υπέρ των Οθωμανών, πολέμησε μαζί με τον οθωμανικό στρατό εναντίον του Υψηλάντη.
Πόσο έντονα έχει χρησιμοποιηθεί το 1821 στην Ελλάδα για να τονωθεί μία κακώς εννοούμενη εθνική υπερηφάνεια ή ακόμη και εθνικιστικές τάσεις;
Πράγματι, αυτό έχει συμβεί και συμβαίνει. Όμως, ακόμα εντονότερη είναι και η αντίστροφη τάση: ο σύγχρονος εθνικισμός υποβαθμίζει τη σημασία ου 1821. Το κυρίαρχο εθνικιστικό αφήγημα περί συνέχειας του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα, εν πολλοίς αποσιωπά την ιστορική τομή την οποία εκφράζει το 1821: τις πρωτοφανείς πολιτειακές αλλαγές που συνδέονται με την εθνική πολιτικοποίηση των μαζών και (μέσω της Επανάστασης) την απαίτησή τους για ένα εθνικό-συνταγματικό κράτος «πολιτών».
Ισχυρίζονται ότι το κυρίαρχο συγκροτητικό στοιχείο του «ελληνικού λαού» είναι η «αντίσταση και διαρκής ανταρσία» στους «Τούρκους» από το 1453 και μετά. Το έθνος («ο ελληνικός λαός») παρουσιάζεται ως μια διιστορική ενότητα, ουσιαστικά ανεξάρτητη από τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές σχέσεις. Και ως διαφορά της Επανάστασης από τις άλλες υποτιθέμενες «αντιστάσεις» θεωρείται ότι αυτή ήταν νικηφόρα.
Ακυρώνεται η ιστορική ιδιαιτερότητα του 1821, η πολιτειακή, οικονομική, κοινωνική, ιδεολογική τομή που εισάγει στην ιστορία. Διακηρύσσεται ότι σημασία έχει αυτό που, τάχα, «πάντοτε προϋπήρχε» αυτής της τομής, η υποτιθέμενη «συνέχεια» του «ελληνικού έθνους».