Θα διαβάσουμε βιβλία και μετά τις διακοπές ή μήπως όχι;
Η ελπίδα, λένε, πεθαίνει πάντα τελευταία. Όπως, δηλαδή, και το διάβασμα. Είναι στο χέρι μας να το κρατήσουμε ζωντανό - απλά χρειάζονται θυσίες.
- 3 ΣΕΠ 2023
Λένε πως τα τζιτζίκια ζουν μονάχα ένα καλοκαίρι. Και δεν είναι ψέματα: από τη στιγμή που θα βγουν στην επιφάνεια και θα πετάξουν στον αέρα μέχρι τον θάνατό τους μεσολαβούν περίπου έξι εβδομάδες. Πιο πριν, έχουν περάσει πάνω από 10 χρόνια ως προνύμφες μέσα στο έδαφος. Όπως, δηλαδή, κάνουν και οι περισσότεροι αναγνώστες: περίπου 11 και κάτι μήνες δουλειάς για λίγες μέρες καλοκαιρινές διακοπές και διάβασμα.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτή η αναγνωστική ανομβρία είναι αποτέλεσμα της σύγχρονης τοξικότητας, της υπερβολικής δουλειάς και της πολύ απαιτητικής καθημερινότητας. Ή αν απλά έχει να κάνει με το γεγονός ότι βαριόμαστε εύκολα – όχι απλά τα βιβλία, αλλά τα πάντα. Ως συνήθως, η αλήθεια θα έπρεπε να είναι κάπου στη μέση. Δεν είναι όμως.
Η βαρεμάρα για το οτιδήποτε έρχεται πολύ πιο γρήγορα όταν βομβαρδιζόμαστε καθημερινά με τόνους εύκολης και πολύ σύντομης ντοπαμίνης. Ξαφνικά, ακόμα και οι streaming πλατφόρμες -με τις άπειρες και σχεδόν χαοτικές επιλογές- μοιάζουν με αργοκίνητα καράβια στα όρια της εκπαιδευτικής τηλεόρασης. Τώρα πια, υπάρχουν τα reels και το TikTok για να ναρκώνουμε το κεφάλι μας.
Αυτή, λοιπόν, είναι μία εικόνα από τον χειμώνα που έρχεται: κούραση και ατέλειωτο doom scrolling, μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας (ή μήπως να λιποθυμήσουμε;). Στον αντίποδα υπάρχουν τα πρόσφατα καλοκαιρινά βράδια: ησυχία, ηρεμία και αρκετές τυπωμένες σελίδες μέχρι ο ύπνος να έρθει ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Αλλά και μέσα στη μέρα, στιγμές ηρεμίας όπου οι μοναδικοί θόρυβοι, πέρα από την καλοκαιρινή σιωπή, ήταν ο ήχος από τα τζιτζίκια και οι σελίδες που γύριζαν δίπλα στη θάλασσα.
Γιατί, λοιπόν, συνήθως παρατάμε τόσο εύκολα αυτή τη μάχη; Για ποιον λόγο αφήνουμε το διάβασμα στην άκρη για μία ολόκληρη χρονιά μέχρι να έρθουν ξανά οι καλοκαιρινές διακοπές;
Είναι ένα ερώτημα που βρίσκεται στη βάση του θαυμαστού κόσμου που ζούμε: γιατί, τελικά, κάνουμε τόσα πράγματα που δε μας αρέσουν ξεχνώντας εκείνα που μας αρέσουν πραγματικά;
Δεν είναι μία ατομική μάχη, έχει και συλλογικά στοιχεία. Όσο τα κράτη -και ιδιαίτερα το ελληνικό– δεν αντιλαμβάνονται την πραγματική σημασία του διαβάσματος, ακόμα και ως ένα καταφύγιο από τον ψηφιακό βομβαρδισμό, τόσο η μάχη αυτή θα είναι πιο δύσκολη. Αυτή όμως είναι μία άλλη μεγάλη κουβέντα, στην οποία τον πρώτο ρόλο έχουν οι θεσμοί και όχι εμείς οι αναγνώστες.
Το θέμα είναι πρώτον, τι πραγματικά θέλουμε, και, δεύτερον, τι κάνουμε για αυτό. Δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις και οδηγίες για ναυτιλλομένους – και αυτές που υπάρχουν δεν οδηγούν πουθενά αν κάποιος δεν είναι αποφασισμένος. Είναι περισσότερο ή μάλλον πιο σωστά είναι ξεκάθαρα θέμα προσωπικής απόφασης.
Μπορείς να μην πάρεις κανένα μάθημα από την καλοκαιρινή αναγνωστική ραστώνη. Μπορείς να την κλειδώσεις μέσα σε ένα κουτί με αναμνήσεις, το οποίο ανοίγεις κάθε Αύγουστο. Ο ενδιάμεσος χρόνος είναι ένα μικρό καθημερινό μαρτύριο, όπου η λέξη «ηρεμία» λάμπει δια της απουσίας της.
Εξαιρώντας τους φανατικούς και τακτικούς αναγνώστες, τα βιβλία ανήκουν για τους περισσότερους σε μία καλοκαιρινή καρτ ποστάλ. Κατάφεραν, λένε, στις διακοπές να διαβάσουν 4-5 βιβλία (αριστουργήματα όπως το Μόμπι-Ντικ, νέα ελληνική λογοτεχνία ή κάποιο δυνατό αστυνομικό, ανάλογα με τα γούστα του καθενός). Όπως κατάφεραν να δουν λίγο παραπάνω τους φίλους τους, να παίξουν με τα παιδιά τους χωρίς να κοιτούν το κινητό, να κάτσουν στο καφενείο του χωριού χωρίς ένα τόνο άγχος στο κεφάλι. Τώρα, όμως, θα πρέπει να βάλουν τα κεφάλια μέσα.
Όσο, λοιπόν, δεν πολεμάμε για αυτές τις στιγμές, όσο τις αφήνουμε να αποτελούν καλοκαιρινές αναμνήσεις πριν το χειμωνιάτικο μαρτύριο του Σίσυφου, τόσο η απόστασή μας από το διάβασμα θα μεγαλώνει. Μέχρι κάποια στιγμή, όταν και η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη, ώστε η κλωστή που μας κρατάει συνδεδεμένο τους με αυτό σπάσει από το τέντωμα.
Η ελπίδα, λένε, πεθαίνει πάντα τελευταία. Όπως, δηλαδή, και το διάβασμα. Είναι στο χέρι μας να το κρατήσουμε ζωντανό – απλά χρειάζονται θυσίες.