ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Θα κάνει touchdown στο σινεμά ο Taylor Kitsch;

Το ότι μάλλον αναρωτιέσαι ποιος είναι αυτός και γιατί έχει τόσο αστείο όνομα παρόλο που τον έχεις δει σίγουρα στο σινεμά, δεν είναι καλή ένδειξη. Όμως εμείς πιστεύουμε στον αγαπημένο μας Τιμ Ρίγκινς.

Γιατί γουστάρουμε τον Taylor Kitsch: Επειδή στο “Friday Night Lights” έπαιζε τον μέθυσο, ταλαντούχο αλλά ρεμάλι επιθετικό της σχολικής ομάδας φούτμπολ. Και το έκανε με έναν τρόπο που μας υποχρέωσε να αγαπήσουμε αυτό τον χαρακτήρα, έναν νεαρό άντρα που μόνιμα κατάφερνε να αποδίδει χειρότερα από αυτό που πίστευες ότι οφείλει ή ότι μπορεί. Ποιος δε μπορεί να συνδεθεί με μια τέτοια αίσθηση ή φοβία πως ίσως απογοητεύεις τους γύρω σου.

Ο Τιμ το έκανε αυτό κατ’επανάληψη. Ακόμα κι όταν  προσπάθησε να ξεφύγει, τον τράβηξαν πάλι πίσω, για να δανειστούμε και μια φράση του Al Pacino. Όσο προχωρούσαν οι σεζόν της σειράς και άλλοι χαρακτήρες έκαναν βήματα μπροστά, ο στάσιμος, τίμιος, απογοητευτικός, καλόκαρδος Τιμ έμενα πάντα στο Ντίλλον. Και έγινε έτσι κάτι σαν την πονεμένη ψυχή της σειράς – ύστερα φυσικά από τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή Κόουτς Τέιλορ.

Έχουμε αναφερθεί ξανά από σπόντα στον Kitsch, όταν γράφαμε για το “Friday Night Lights”, την φοβερή και δραματικά υποτιμημένη σειρά. Και είχαμε μιλήσει με τον Andrew Stanton, τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη του στο “John Carter”. Το πρόβλημα ήδη το διακρίνεις: Είναι αυτό το “από σπόντα”.

Ο Kitsch δεν είναι ποτέ το πιο σημαντικό πράγμα που συμβαίνει σε ό,τι πρωταγωνιστεί. Και το “Friday Night Lights” είναι πες ensemble. Τι έκανε στην καριέρα του μετά τα θυμωμένα, μεθυσμένα του Τεξανά touchdowns;

Έπαιξε ως Γκάμπιτ στο “Wolverine, μια κακή ταινία όπου είχε έναν κακό ρόλο. Διότι εκτός των άλλων, όταν βλέπεις τον Kitsch, δεν τον φαντάζεσαι ακριβώς να παίζει έναν γοητευτικό εγκληματία ονόματι Ρεμί Λεμπό, έτσι;

Εκεί απέτυχε να κάνει αίσθηση, όμως ήταν μετά το τέλος της σειράς που επιχείρησε να κάνει πραγματικά το μεγάλο Χολιγουντιανό άλμα. Μέσα στην ίδια φετινή άνοιξη, βγήκαν στις αίθουσες δύο ταινίες που τον έχουν ως πρωταγωνιστή. Οι πορείες, αντίθετες.

Στο “Battleship” που πήγε καλά στα ταμεία, είναι μεν πρωταγωνιστής αλλά κανείς δεν τον θυμάται. Δεν κουβαλάει το αστέρι που θα τον κάνει να ξεχωρίζει μέσα σε έναν μεγάλο χαλασμό. Παίζει πάλι έναν μικρό Ρίγκινς, ρεμάλι με τρελές προοπτικές που όμως αντί να ασκείται προτιμάει να αράζει και να πίνει μπύρες και να περνάει ώρα με την αφύσικα hot κοπέλα του (την Brooklyn Decker δηλαδή, ΝΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ), όμως όταν χρειαστεί θα ακολουθήσει το κάλεσμά του, θα ηγηθεί του Μεγάλου Αμερικάνικου Στόλου και θα σώσει τη Γη από τους εξωγήινους.

Εντάξει, εγώ μια χαρά πέρασα στην ταινία, αλλά αν έπρεπε να πω 4 πράγματα που θυμάμαι από αυτήν θα ήταν 1) η Brooklyn Decker 2) οι αναφορές στη “Ναυμαχία” 3) τα ηχητικά εφέ 4) τα οπτικά εφέ. Σοβαρά, κανένας Taylor Kitsch. Και είμαι φαν του κιόλας!

Νμχ, εντάξει Rihanna, άστο, μην κουράζεσαι.

Η ουσία είναι πως και καλά να πάει το “Battleship”, δε θα έχει να κάνει με τον Kitsch, ούτε θα τον βοηθήσει σε τίποτα. Δες τώρα την άλλη περίπτωση.

Στον “John Carter” είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής. Και παίζει πάλι έναν Ριγκινς-ικό χαρακτήρα: Χαρισματικός στρατιώτης του περήφανου Νότου, απογοητευμένος από τη ζωή, θέλει απλά την ησυχία του, ακούει να του λένε πόσα μπορεί να προσφέρει κι εκείνος θέλει απλά να το σκάσει. Κάτι το οποίο κάνει, μόνο εκεί που αποδρά τον συναντά ένα ακόμα μεγαλύτερο καθήκον.

Εντελώς Τιμ Ρίγκινς όλο αυτό, και η ταινία στηρίζεται πάνω του, όμως… Κάτι είναι λάθος. Η ταινία έχει προβλήματα, και ο ίδιος ο Kitsch δεν έμοιαζε να μπορεί να μαγνητίσει τα βλέμματα ή το ενδιαφέρον.

Βλέπουμε αυτή τη συνέντευξη και σκεφτόμαστε πως όσο κι αν προσπαθούν όλοι να πείσουν για κάτι τέτοιο, ο Kitsch ούτε κοριτσομαγνήτης είναι, ούτε υλικό για μεγάλο πρωταγωνιστή αποτελεί. Σέρνει τις λέξεις του, έχει μια παλιομοδίτικα νοτιοαμερικάνικη γοητεία, και μοιάζει περισσότερο bro από ό,τι μοντελοκυνηγός. Μοιάζει κι ο ίδιος, όπως κι οι χαρακτήρες του, να μην πολυνοιάζεται.

Λέμε συχνά πως στις σειρές είναι αλλιώς, γιατί όταν αγαπάς έναν χαρακτήρα και ένας ηθοποιός τον ερμηνεύει για πολλά χρόνια, όχι μόνο καταλήγεις να αγαπάς κι αυτόν κάπως (καθώς τον συνδέεις αποκλειστικά με αυτό το ρόλο), αλλά και ο ίδιος ο ηθοποιός κάπως γίνεται ένα με το χαρακτήρα του. Τον μαθαίνει καλύτερα. Αποκτούν περισσότερα κοινά στοιχεία.

Αυτό συμβαίνει και με τον Kitsch. Νομίζω πως δε νοιάζεται υπερβολικά. Πως, σαν τον Ρίγκινς, το Χόλιγουντ βλέπει σε αυτόν μια δυναμική που ο ίδιος δε μοιάζει τελικά να εκπληρώνει. Όμως σε αντίθεση με την πορεία των αντίστοιχων χαρακτήρων του στις Χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, η αλήθεια βρίσκεται περισσότερο κοντά στον λυρικό ρεαλισμό του “Friday Night Lights”: Κι ας έχει τα προσόντα, υπάρχουν λόγοι που τον κρατάνε πίσω.

Εδώ είναι που ο Kitsch φτάνει στην απόλυτη ταύτιση με τον χαρακτήρα που τον ανέδειξε: Μάλλον θα μείνει κι αυτός πίσω. Αλλά τελικά ίσως αυτό να έχει μεγαλύτερη αξία, γιατί όπως κι ο Τιμ ως το τέλος του “Friday Night Lights”, φαίνεται πως είναι ΟΚ με αυτό.

Κι εμείς στην τελική, τον underachiever Τιμ αγαπήσαμε. Όχι τον υπερήρωα Τζον Κάρτερ, ούτε τον πλοίαρχο ΠωςτονΛένε που τα έβαλε με τους εξωγήινους. Αν ο Taylor Kitsch δεν κάνει ποτέ touchdown στη μεγάλη οθόνη, τουλάχιστον θα έχει πάντα τη δική μας αφοσίωση. Για τον Τιμ Ρίγκινς ρε γαμώτο.