![](https://media.oneman.gr/onm-images/brutalist-4.jpg)
The Brutalist: Ένα κολοσσιαίο επίτευγμα στο σινεμά του σήμερα
- 7 ΦΕΒ 2025
Ο μπρουταλισμός ως αρχιτεκτονικό στιλ έχει υπάρξει ένα από τα πιο διχαστικά. Οι επικριτές του ερμηνεύουν συχνά τη σκληρότητά του ως ασχήμια, και από το αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 50-70, πολλά κτίρια έχουν γίνει ευρέως απεχθή ή και κατεδαφιστεί εντελώς. Ο μπρουταλισμός όμως, ο οποίος είναι μία αυστηρά λειτουργική πρακτική, ευνοεί την απλότητα και την ειλικρίνεια. Δεν υπάρχει πουθενά να κρυφτείς σε ένα κτίριο που αποτελείται από γωνίες και ανοιχτούς χώρους. Το ίδιο συμβαίνει και στο Brutalist, που διαπερνάται από την καπιταλιστική σήψη των τελευταίων ογδόντα ετών σαν ομίχλη. Ο László, αν και πεισματάρης, απερίσκεπτος και συχνά δυσάρεστος, κακοποιείται επίσης βίαια από έναν κόσμο που ελάχιστα αποτιμά την αληθινή ομορφιά.
Σε τρεισήμισι ώρες – συμπεριλαμβανομένου ενός δεκαπεντάλεπτου διαλείμματος ενσωματωμένου στην ταινία που επαναφέρει τη χαμένη τέχνη του intermission – ο Corbet αποδομεί τον μύθο της Αμερικής με ακρίβεια νυστεριού, δουλεύοντας στις ίδιες αιχμηρές γεωμετρικές γραμμές όπως και ο πρωταγωνιστής του. Όταν ο Toth φτάνει στη Φιλαδέλφεια της Χώρας των Ευκαιριών, όπου τον έφερε ο ξάδερφός του Attila (Alessandro Nivola) για να τον βοηθήσει να διευθύνει την επιχείρησή του για έπιπλα και ανακαινίσεις, η μύτη του έχει σπάσει από το επικίνδυνο ταξίδι, και θα αντιμετωπίσει τη νέα του πατρίδα σαστισμένος και φιλοπερίεργος εξίσου. Θα οδηγηθεί ωστόσο αρχικά στη φτώχεια, και θα αναπτύξει φιλία με τον ανύπαντρο πατέρα Gordon (Isaach De Bankolé) σε ένα καταφύγιο για άστεγους.
Οι δυο τους θα εργαστούν σε επίπονες οικοδομικές εργασίες και θα ανακουφίζουν τον χρόνιο πόνο τους με ηρωίνη, μέχρι που η μοίρα θα φέρει στον δρόμο του László τον πλούσιο επιχειρηματία Harrison Van Buren (Guy Pearce), ο οποίος θα αναπτύξει τεράστιο ενδιαφέρον για τον αρχιτέκτονα και το έργο του. Ο Van Buren δεν καταλαβαίνει τον μπρουταλισμό, αλλά είναι ενθουσιασμένος από τη νέα του εγγύτητα με την ιδιοφυΐα που είναι ο László. Η γενέτειρά του, το Doylestown, «δεν είναι πολιτιστικό μέρος» όπως λέει, και έτσι ονειρεύεται ένα μνημείο για την αείμνηστη μητέρα του που θα λειτουργούσε ως ένα πολιτιστικό κέντρο με αμφιθέατρο, γυμναστήριο, αναγνωστήριο και παρεκκλήσι.
Η επίμονη αποφασιστικότητα του László να πραγματοποιήσει το μοναδικό του όραμα για ένα κοινοτικό κέντρο στα προάστια της Πενσυλβάνια θα εκθέσει τα εγγενή παράδοξα που αποτελούν το θεμέλιο της αμερικανικής ζωής. Με φόντο έναν κολοσσιαίο κινηματογραφικό καμβά, ο Corbet έχει αφήσει στον εαυτό του το περιθώριο να εξερευνήσει την Αμερική όχι ως μια σειρά ανταγωνιστικών διαλεκτικών, αλλά ως ένα σύνολο συνυπαρχουσών αντιφάσεων.
Και ναι, σίγουρα η λέξη «έπος» ακούγεται στον κινηματογράφο κάθε λίγους μήνες όταν κοτσάρεται σε αγαπημένα φεστιβαλικά χιτ της εκάστοτε περιόδου, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να περιγράψει τόσο την αφηγηματική έκταση, όσο και την αισθητική τέχνη του Brutalist;
Με επικεφαλής τον επί μακρόν συνεργάτη του Corbet, Lol Crawley, και γυρισμένο σε πλούσια 70mmm VistaVision, το Brutalist γίνεται ένα έργο μεγαλειώδες, που αποτυπώνει απτά την απαλότητα του πρωινού φωτός να σιγοβράζει μέσα από τις ρωγμές του σκυροδέματος, την ασφυκτική κλειστοφοβία των αχανών βιβλιοθηκών, την απελπιστική φύση της κίνησης για όσους στερούνται την ικανοποίηση της ακινησίας. Η κάμερα του Crawley βρίσκει την ευγένεια στην αυστηρότητα, και παίζει με την προοπτική και την εστίαση για να ενισχύσει την ιδέα της ταινίας ότι τίποτα, φυσικό ή κατασκευασμένο, δεν είναι ποτέ μονάχα ένα πράγμα.
Με τον ίδιο τρόπο η ιστορία του Corbet και της Mona Fastvold είναι μία εκλεπτυσμένη παραβολή που αναφέρεται σε πολλά από τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα γύρω από τον εξοστρακισμό και τη βία, ενώ παράλληλα θίγει θέματα σεξουαλικότητας, εθισμού και επιθυμίας. Ο Brody, που δεν είναι άγνωστος στο να υποδύεται άνδρες που μαστίζονται από τον θάνατο και τον πόλεμο, μοιάζει με τον μοναδικό ηθοποιό που μπορεί να υποδυθεί τον László. Είναι μία επιλογή κάστινγκ τόσο εμπνευσμένη, που την κάνει να μοιάζει προφανής. Το πρόσωπό του βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με τις σκληρές, τολμηρές γραμμές του μπρουταλισμού. Όπως έγραφα πρόσφατα με αφορμή συνέντευξή του, είναι γωνιώδες και συναισθηματικό, σαν τραυματισμένου στρατιώτη σε φωτογραφία άλλης εποχής.
Δεν είναι μία τέλεια ταινία και, παρότι δεν μπορώ να προδώσω εδώ το τέλος, έχει ένα από τα φινάλε που με έχουν αποσυνδέσει περισσότερο στο σινεμά. Ο Corbet όμως, σταθερά ενδιαφερόμενος για την κυκλική σχέση τραύματος και πολιτισμού στον 20ό αιώνα, έχει φτιάξει ένα έργο με τόσο εκλεπτυσμένη αίσθηση ύφους και τόπου, που μοιάζει σαν να υπήρχε στον κόσμο πριν το σκεφτεί, ήσυχα θαμμένο κάπου, περιμένοντας να βρεθεί.