REVIEWS

Το πορνό θα ήταν διαφορετικό χωρίς τον βούρκο της Νέας Υόρκης

Είδαμε τον πρώτο κύκλο της σεζόν και καταγράφουμε τις εντυπώσεις μας.

“Χρειάζομαι ένα νταβατζή, γιατί διαφορετικά τεμπελιάζω”, παραδέχεται σε μια σκηνή του ‘The Deuce’ η Lorri (Emily Maede, ‘The Leftovers’) και διατυπώνει, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, μια εύστοχη παρατήρηση όχι μόνο για το πώς λειτουργεί η πορνεία, αλλά λίγο πολύ για το πώς λειτουργεί εν γένει η εργασία και ποια είναι η θέση του κάθε εργαζόμενου εκεί έξω. Όχι μόνο το 1971, χρονιά που εκτυλίσσεται ο πρώτος κύκλος της σειράς, αλλά πάντα.

Φαίνεται πως ο Μαρξ πριν περάσει από το Soho έκανε μια στάση στο Deuce, δηλαδή σε εκείνο το τμήμα της 42ης Λεωφόρου, κοντά στην Times Square, όπου 4 δεκαετίες πριν  θα έβρισκες μόνο τσοντοσινεμά, κακόφημα μπαρ, βρώμικα ξενοδοχεία, νταβατζήδες, μαφιόζους, αιμοβόρους ψυχάκηδες και πάρα πολλές πόρνες. Εκεί όπου, ακόμα και αν σε μαχαίρωναν στη μέση του δρόμου, κανείς δεν θα σε βοηθούσε, διότι “Να μωρέ, συμβαίνουν αυτά”.

Για πολλούς και μόνο η αναφορά στους δημιουργούς της σειράς, David Simon και George Pelecanos, θα ήταν αρκετή για να σπεύσουν να δουν τη νέα τους δουλειά. Άλλωστε, μιλάμε για τους ανθρώπους που έχουν χαρίσει μία σπουδαία παρακαταθήκη στην ιστορία της τηλεόρασης (‘The Wire’). Κι όντως, το δίδυμο κλείνει το μάτι στους παλιότερους φαν και αφήνει μικρές αναφορές εδώ και εκεί. Παρόλα αυτά, το ‘The Deuce’ έχει τη δική του αυτόνομη αξία και δίνει μεγάλη έμφαση στη σημασία που έχουν για μια σειρά οι ήρωες, οι λεπτομέρειες καθώς και η απαραίτητη για το θεατή ανάγκη να χωνέψει όσα βλέπει.

Η επανάσταση στο πορνό

Οι Simon και Pelecanos γράφουν για τη βιομηχανία της πορνείας και του πορνό στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με το βάρος να πέφτει στη βιομηχανία. Αν περιμένεις να δεις σεξ, μάλλον θα απογοητευτείς. Όχι πως απουσιάζουν οι ερωτικές σκηνές, αλλά δεν είναι όπως ακριβώς μπορεί να τις έχεις σου μυαλό σου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το επικά κωμικό και μεγαλοπρεπές facial που δέχεται η Candy (Maggie Gyllenhall, ‘The Honourable Woman’) στα γυρίσματα μιας τσόντας. Αντίθετα, το βλέμμα σου θα σταθεί σε όλο αυτό το οικοσύστημα, στον τρόπο με τον οποίο δούλευε, στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του και στη θέση του μέσα στην ξεχαρβαλωμένη Νέα Υόρκη εκείνης της περιόδου. Για την ακρίβεια, ο πρώτος κύκλος της σειράς, δεν περιγράφει τόσο τη βιομηχανία, όσο τη διαδικασία μετάβασης από ένα περιβάλλον ερασιτεχνικό με το δικό του άγραφο ‘πεζοδρομιακό’ κώδικα που ορίζεται από την ισχύ, το φύλο και το χρώμα του δέρματος και στο οποίο οι κορυφαίοι κρίκοι της ιεραρχίας είναι μερικοί ζόρικοι νταβατζήδες και οι χαμηλόβαθμοι μπάτσοι, σε ένα άλλο, αρκετά πιο πολύπλοκο και πυκνό, με πρωταγωνιστές το οργανωμένο έγκλημα, το real estate, τα ανώτερα κλιμάκια των δικαστικών, αστυνομικών και τοπικών αρχών. Δεν είναι τόσο μπερδεμένο όσο ακούγεται.

Το 1971 πραγματοποιείται μια επανάσταση στο πορνό και το ερωτικό σινεμά. Κυκλοφορεί το ‘Βαθύ Λαρύγγι’ και βρίσκει διανομή όχι στις περιθωριακές αίθουσες με το ξεραμένο σπέρμα στα χαλασμένα καθίσματα, αλλά στις κεντρικές, σε αυτές που προβάλλουν «κανονικές» ταινίες. Πλέον, το πορνό γίνεται τμήμα του mainstream. Δεν είναι απαγορευμένο, δεν είναι ταμπού, δεν ευδοκιμεί στο περιθώριο. Είναι το μέσο για να βγάλει κάποιος πάρα πολλά λεφτά. Για να έχεις μια εικόνα για την τάξη μεγέθους αυτής της αλλαγής, προσπάθησε να τη συγκρίνεις με το πέρασμα του πορνό από τα περιοδικά και τις βιντεοκασέτες στο Internet.

Ωστόσο, κάθε ορόσημο δεν είναι παρά ένα συμβατικό σημείο μέσα στην ροή των πραγμάτων που απλώς διευκολύνει στην ταξινόμηση και τη κατηγοριοποίηση. Το ‘Βαθύ Λαρύγγι’ δεν γεννήθηκε εν κενώ, μέσα σε μια νύχτα ούτε από τη μία στιγμή στην άλλη. Δημιουργήθηκε μέσα σε δεδομένες συνθήκες. Ήταν το σημείο βρασμού, αλλά προηγουμένως έπρεπε να υπάρξουν ορισμένες προϋποθέσεις, φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, για να φτάσουμε σε αυτό. Αυτή ακριβώς είναι και η ιστορία της πρώτης σεζόν του ‘The Deuce’.

Η τροφική αλυσίδα της Times Square

Εδώ όμως πρόκειται για μυθοπλασία, δηλαδή για χαρακτήρες και πλοκή. Στα 8 επεισόδια του κύκλου θα δεις πάρα πολλούς χαρακτήρες. Τόσους που χρειάζεται ένα εύλογο διάστημα μέχρι να αρχίσεις να τους θυμάσαι όλους, και το μεγαλύτερο πρόβλημα θα είναι να θυμάσαι πώς λέγεται κάθε πόρνη από τις πολλές που εμφανίζονται, οι οποίες μάλιστα έχουν άλλο όνομα στη δουλειά και άλλο στην καθημερινότητά τους.

Φυσικά, όλοι οι ήρωες δεν σηκώνουν το ίδιο αφηγηματικό βάρος. Η Candy δικαίως τραβά όλη την προσοχή πάνω της. Ξεχωρίζει άμα τη εμφανίσει διότι είναι από τις λίγες εκδιδόμενες που δεν έχει νταβατζή. Επιθυμεί να κάνει και η ίδια μια μετάβαση: να αφήσει το πεζοδρόμιο και να πάει στις ερωτικές ταινίες –όχι όμως ως ηθοποιός, αλλά ως σκηνοθέτης. Το δίδυμο που συγκροτεί με τον Harvey Wasserman (Harry Krumholtz, ‘The Good Wife’), έναν «νοικοκύρη» παραγωγό πορνό ταινιών που έχει φάει τη μισή του ζωή σε κακοφωτισμένα σκηνικά με ερασιτέχνες που δεν είναι καν ηθοποιοί, αλλά είτε πόρνες είτε τύποι κάπως «μερακλήδες», οι οποίοι δεν έχουν θέμα να το κάνουν σε κοινή θέα, είναι απολαυστικό. Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Simon, η χημεία ανάμεσα στους δύο προέκυψε καθώς προχωρούσαν τα γυρίσματα και γι’ αυτό τους παραχωρήθηκε περισσότερος χώρος στην πλοκή απ’ όσος αρχικά υπολογιζόταν.

Κοντά στην Gylenhaal λάμπει και ο James Franco (‘The Disaster Artist’), που πλέον έχει θέσει γερές βάσεις ώστε να αποχωριστεί οριστικά την ταμπέλα του πολυπράγμονα underachiever. Αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις δύο ρόλων, υποδυόμενος τους δίδυμους αδελφούς Frankie και Vincent Martino, ενώ είναι εξαιρετικός στις όχι λίγες σκηνές που τα αδέλφια εμφανίζονται ταυτόχρονα στο πλάνο. Ο πρώτος είναι ένας τζογαδόρος της συμφοράς με ένα σκασμό χρέη. Ο δεύτερος είναι αυτός που πάντα τον ξελασπώνει, ενώ ενσαρκώνει το πρότυπου του σωστού μπάρμαν που μετατρέπει αβίαστα την παρουσία του σε συνεκτικό ιστό όλων αυτών των «άγιων» που αγρυπνούν στο Deuce. Ωστόσο, οι δύο ήρωες δεν έχουν τη ίδια μεταχείριση από τους δημιουργούς. Πιο δουλεμένος ο χαρακτήρας του Vincent,  πιο βαθύς, σε αντίθεση με τον Frankie που μέχρι το 7ο επεισόδιο λειτουργούσε εργαλειακά για την προώθηση της πλοκής ή την συναισθηματική αποφόρτιση μετά από μια δυνατή σκηνή.

Υπήρξαν και μερικές εκπλήξεις, όπως η ερμηνεία του Gary Carr (‘Death in Paradise’) ως C.C., του πιο συγκροτημένου και επηρμένου νταβατζή που βλέπουμε στη σειρά. Είναι ο άνθρωπος που ξέρει να πει ή να κάνει το σωστό πράγμα τη σωστή στιγμή και κυρίως γνωρίζει άριστα να ελέγχει τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στον ίδιο και όσες κοπέλες δουλεύουν για εκείνον. Εξίσου δυνατή και η Darlene της Doninique Fishback (‘Show me a Hero’), όπως και η σπαρακτική Ashley της Jamie Neumann. Για να μην το κουράζω, για όλους τους χαρακτήρες κάτι έχεις να πεις, κάτι έχουν να αφήσουν, κάπως εξυπηρετούν την πλοκή, ακόμα και αν κάνουν ένα  μικρό πέρασμα, ακόμα και αν πιθανότατα δεν τους ξαναδούμε στη δεύτερη σεζόν η οποία θα διαδραματίζεται 6-7 χρόνια μετά την πρώτη.

Βαρέα και ανθυγιεινά μέσα στα σκατά

Ο πρώτος κύκλος έδινε περισσότερο χώρο στην ερμηνεία και όχι στα γεγονότα, ωστόσο το ‘The Deuce’ αφηγείται μια ιστορία ανασυστήνοντας ενδελεχώς μια εποχή κατά την οποία όλα και όλοι βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο. Το δίδυμο Simon-Pelecanos στο φινάλε της σεζόν σε πάει μέχρι το σημείο καμπής (πρεμιέρα για το ‘Βαθύ Λαρύγγι’), αλλά περισσότερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που το κάνουν: χαμηλώνουν τον ορίζοντα της αφήγησης σε επίπεδο μικροκλίμακας. Εκεί κάθε λεπτομέρεια μεγεθύνεται και στη συνέχεια παίζουν με τις διαβαθμίσεις της έντασης. Σε κάθε κάδρο όλα έχουν τη σημασία τους: από το ντύσιμο του C.C. ή το που πηγαίνει για να γυαλίσει τα παπούτσια του μέχρι το kiska που καταβροχθίζει ο Harvey ή ακόμα και το τραγούδι των τίτλων αρχής (Curtis Mayfield – ‘If There’s a Hell Below We’re All Going to Go’).

Το ‘The Deuce’ είναι κατά μια έννοια κλειστοφοβικό: όλη η πλοκή τρέχει σε συγκεκριμένους χώρους (εσωτερικοί οι περισσότεροι), ελάχιστων τετραγωνικών: η μπάρα του Hi-Hat, του μπαρ δηλαδή που τρέχει ο Vincent Martino, η αίθουσα briefing του τοπικού αστυνομικού τμήματος, τρία τέσσερα τραπέζια σε ένα φθηνό 24ώρο εστιατόριο, όπου μαζεύονται νταβατζήδες και πόρνες για τον απολογισμό της νύχτας, τα βρώμικα δωμάτια των ξενοδοχείων ημιδιαμονής, ένα «μασατζίδικο»-οίκο ανοχής που έχει εξελιχθεί στην ευπρεπή, κυριλέ και νόμιμη εκδοχή του πεζοδρομίου κτλ. Μπορεί να νιώθεις ότι έτσι χάνεις τη μεγάλη εικόνα και ότι εγκλωβίζεσαι στα πολλά sιde stories όμως όλο αυτό λειτουργεί, αργά και σταθερά, και δημιουργεί τις απαραίτητα ξεβολέματα.

Καθώς αρχίζεις να παρακολουθείς, έχεις την αίσθηση ότι όλη η πλοκή θα στηθεί πάνω σε ένα δυϊκό σχήμα και ότι η επιλογή να είναι δίδυμοι δύο από τους βασικούς χαρακτήρες αποτελεί ένα χαρακτηριστικό συμβολισμό. Από τον πιλότο ακόμα, μαθαίνουμε για τη διπλή ζωή της Candy ή για την σύγκρουση της Abbie (Margarita Levieva, ‘Allegiance’) με την ασφάλεια που παρέχει το τριπτύχο καλή οικογένεια/καλές σπουδές/καλή σύζυγος, προκειμένου να δώσει μια γερή δαγκωνιά στη ζουμερή πίτα της «αληθινής ζωής». Βέβαια γρήγορα αντιλαμβάνεσαι πως κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ εύκολο για τους δημιουργούς: κλινική απόσταση από την ιστορία, στεγνή περιγραφή και μια κάποια ηθικολογία (αν είσαι άπειρος). Εκείνοι όμως προτιμούν να διεισδύσουν, φωτίζοντας όσα δεν χωράνε σε έναν απόλυτο διαχωρισμό άσπρο-μαύρο. Η ένταση δεν προκαλείται από την πόλωση, αλλά από όσα συνδέουν τους ήρωες, από τις μικρές και σχεδόν απαρατήρητες λεπτομέρειες που διαμορφώνουν τις σχέσεις τους.

Όλο αυτό το κάνουν χωρίς αυταπάτες. Το σενάριο μιλά για μια ιστορία βουτηγμένη στα σκατά και την χωρίς όριο εκμετάλλευση. Επομένως, δεν υπάρχει χώρος για νοσταλγία ή ωραιοποίηση. Είσαι καλοδεχούμενος μόνο αν έχεις διάθεση να προσπαθήσεις να καταλάβεις γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται και ζουν με αυτόν τον τρόπο και γιατί τα πράγματα παραμένουν εξαιρετικά περίπλοκα, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η ανθρώπινη ύπαρξη εξευτελίζεται. Όσο η πλοκή προχωράει σε βάθος και όχι σε πλάτος, τόσο αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που έχει αξία στη σειρά δεν είναι δεν το κομβικό γεγονός, αλλά η θερμοκρασία που έχουν δώσει οι Simon και Pelecanos στην  κανονικότητα των ηρώων και ότι ο παράγοντας που διαμορφώνει την ατμόσφαιρα της σειράς είναι αυτή ακριβώς η δεξιοτεχνική διαχείριση της κοινοτοπίας και της καθημερινότητας. Πολλές φορές οι νταβατζήδες απειλούν όσες δουλεύουν για εκείνους, αλλά εσύ θα το δεις με τέτοιο τρόπο ώστε να νιώσεις τρόμο και ντροπή. Πολλές φορές οι αστυνομικοί θα κάνουν έφοδο στις εκδιδόμενες και θα τις πάνε στο τμήμα, αλλά όλο αυτό θα είναι μπολιασμένο με την άρρητη επίγνωση πως διώκτης και διωκόμενος βιώνουν την ίδια σαπίλα. Αντίστοιχα, εκεί που τη μία στιγμή ένας προαγωγός θα συμπεριφέρεται σαν να έχει απέναντι του σκλάβες, την αμέσως επόμενη θα αποχωρεί αηδιασμένος επειδή εκείνες χαχανίζοντας έπιασαν κουβέντα για τα οφέλη της γυναικείας περιόδου. Αυτή είναι η ρουτίνα τους, η κορυφή του παγόβουνου, ωστόσο σε διαπερνά όλη ένταση που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Αυτά τα κομμάτια του παζλ μετακινούνται κάτω από τη μύτη σου στη διάρκεια της σεζόν, μέχρι που φτάνουμε στο αριστοτεχνικό μοντάζ στο τέλος του 8ου επεισοδίου όπου πλέον ξεκάθαρα και κρυστάλλινα βλέπεις πόσο έχουν αλλάξει όλοι και όλα σε σχέση με τον πιλότο.

Δαγκώνοντας το Μεγάλο Μήλο

Μετά την αποτυχία του εντυπωσιακού μα λεπτού σαν τσιγαρόχαρτού ‘Vinyl’, το HBO επανήλθε στη θεματική της Νέας Υόρκης των αρχών του ’70, εγκαταλείποντας το λαμπερό ‘sex-drugs-rock ‘n’ roll’ για το πιο βρώμικο ‘πορνεία-τζόγος-τσόντες’, έχοντας μάθει από τα λάθη του. Η συγκεκριμένη εποχή συγκινεί επειδή η πόλη βρισκόταν σε ένα ρευστό και υπό διαμόρφωση στάτους. Ο δημιουργικός παροξυσμός που ανακάτευε τα σωθικά της αναζητούσε άνοιγμα για να εκφραστεί. Τα ντελιριακά 60s ήταν πίσω, ενώ ακόμα η πόλη δεν είχε βιώσει στο σώμα της τον οδοστρωτήρα του gentrification που θα τη μεταμόρφωνε σε μια πιο φιλική, τακτοποιημένη και ασφαλή για τον τουρίστα Μητρόπολη του κόσμου.

Πολλές ιδέες, τάσεις και κινήματα γεννήθηκαν εκείνα τα χρόνια ταυτόχρονα (ορισμένα εξ αυτών, μάλιστα, τόσο προωθημένα που ήταν θνησιγενή σαν διάττοντες αστέρες) και διεκδικούσαν το δικό τους ζωτικό χώρο: από την γκέι ριζοσπαστικοποίηση στις τότε υποβαθμισμένες γειτονιές μέχρι την ανάγκη για μια δεύτερη σεξουαλική απελευθέρωση, η οποία δεν θα έχει ως πρόταγμα τη χειραφέτηση, μα ένα σωματικό και αισθησιακό πανηδονισμό (με άλλα λόγια, αυτό που έκανε «προϊόν» το Studio 54 λίγα χρόνια αργότερα).

Όλα ανεξαιρέτως τα παραπάνω ενυπάρχουν στην πρώτη σεζόν, σε ακαθόριστες αναλογίες, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο εμφανή, χωρίς να κλέβουν την προσοχή από τα πρόσωπα και τις ιστορίες τους, μα οριοθετώντας το πλαίσιο, εκτός του οποίου δεν θα μπορούσαν να ζήσουν ούτε τα πρόσωπα ούτε να αφηγηθεί κάποιος τις ιστορίες τους. Πριν η Νέα Υόρκη καλουπωθεί και πάρει τη μορφή ενός γυάλινου μπιμπελό, ήταν ένα καυτό υγρό μείγμα. Το ‘The Deuce’ λαχταρά να το ακουμπήσει με γυμνά χέρια.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:

‘The Wire’: 10 λόγοι για τα 10 χρόνια της σπουδαιότερης σειράς
Συνέντευξη: Ο George Pelecanos για τον θάνατο και την αγαπημένη του σκηνή στο ‘Wire’