The Nightingale: Το τελευταίο σκάνδαλο της Βενετίας
- 7 ΣΕΠ 2018
Κάθε μέρα μεταφέρουμε πρώτες εντυπώσεις από τις μεγάλες παγκόσμιες πρεμιέρες του 75ου Φεστιβάλ Βενετίας, των ταινιών που θα πρωταγωνιστήσουν στη φετινή σεζόν.
***
Γράφαμε χτες εν συντομία για την επεισοδιακή δημοσιογραφική προβολή του ‘Nightingale’ και μιας και η ταινία (που αναζητά διανομή στην Ελλάδα) ήταν μια συνολικά πολύ δυνατή εμπειρία, είναι μάλλον ταιριαστό και δίκαιο να κλείσουμε τις φετινές ανταποκρίσεις από το Λίντο με μια ματιά σε αυτήν και στο περιβάλλον υπό το οποίο προβλήθηκε.
Για πληρέστερο πλαίσιο ανάγνωσης, έχει αξία να μιλήσουμε πρώτα για την ίδια την ταινία.
THE NIGHTINGALE
Η προηγούμενη ταινία της Jennifer Kent: To ‘Babadook’, ένα από τα πιο προσωπικά θρίλερ που έχουν γυριστεί εδώ και χρόνια.
H καινούρια: Μια ιστορία εκδίκησης και επιβίωσης στην Τασμανία των αρχών του 18ου αιώνα. Όπου μια νεαρή κοπέλα (η Aisling Franciosi, που την έχουμε δει ως Lyanna Stark στο ‘Game of Thrones’) με μόνη βοήθεια τον Billy, έναν αβορίγινα ιχνηλάτη (Baykali Ganambarr), καταδιώκει στα αφιλόξενα φυσικά τοπία της περιοχής έναν άγγλο στρατιώτη (Sam Claflin) ο οποίος τη βίασε και σκότωσε την οικογένειά της.
Και πώς είναι: Η Kent αφήνει πίσω τον τρόμο ως συμβολισμό μιας εσωτερικευμένης θλίψης και τραύματος, και περνάει στην αντεπίθεση, με μια γοτθική ιστορία που φλερτάρει με τα όρια του θρίλερ εκδίκησης και του μαγικού ρεαλισμού χωρίς να περνά εύκολα κάτω από κάποια ταμπέλα. Είναι γυρισμένη σε κάδρο 4:3 ώστε να χωρά το φυσικό τοπίο της Τασμανίας σε όλη του την επιβλητικότητα δίχως οι ανθρώπινες φιγούρες να χάνονται μέσα του, παρά να καταλαμβάνουν το χώρο τους και να υπογραμμίζουν τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση (την οποία βασικά καταπατά). Το μέσο εδώ υπηρετεί το μήνυμα καθώς η ιστορία που η Kent αφηγείται αφορά απολύτως τη ένταση αυτής της σχέσης, καθώς μια επίμονη αντι-αποικιοκρατική ματιά ακολουθεί τους ήρωες σε όλη τη διαδρομή τους.
Η Clare μετατρέπεται από τον στρατιώτη σε αντικείμενο για την ευχαρίστησή του, καθώς την μειώνει και την τραυματίζει με κάθε πιθανό τρόπο, από ψυχολογική εκμετάλλευση (τη βάζει συνεχώς να του τραγουδά) μέχρι ανείπωτη σωματική βία, όλα υπό το μανδύα μιας ερωτικής εμμονής τύπου “αφού σε θέλω, γιατί δε με θέλεις”. (Κάτι σταθερά επίκαιρο, βλέποντας κιόλας πώς ρομαντικοποιείται ακόμα και σήμερα η βία με χρήση γλώσσας τύπου “έγκλημα πάθους”, “το έκανε για τον έρωτα” κλπ.)
Η εκμετάλλευση της Clare συνδέεται από την Kent με την εκμετάλλευση της ίδιας της γης από τους αποικιοκράτες («Αυτό που μας συνδέει είναι ότι ξέρουμε κι οι δύο τι σημαίνει να σε καταστρέφει ο λευκός άντρας», λέει κάποια στιγμή ο αβορίγινας οδηγός στην κοπέλα) κι όλη η ταινία αποτελεί μια εξαιρετικά βίαιη, ωμή και οργισμένη αντίδραση σε αυτή την καταπάτηση κάθε λογής ορίων. Η Kent αποτυπώνει την άγρια βία όχι ως καρτουνίστικο μέσο κεφιού αλλά μέσα από την θολωμένη ματιά της ηρωίδας της, που σταδιακά διαπιστώνει πως η εκδίκηση κι η νέα βία δεν οδηγούν σε τίποτα κερδισμένο. Κάθε τι συναισθηματικό καταγράφεται μέσα από έντονα close-ups, με τα πρόσωπα της Clare και του Billy να γεμίζουν ολοκληρωτικά το κάδρο, την ώρα που ένας διακριτικός ηχητικός βόμβος (το sound design του φιλμ είναι εξαιρετικό) συνδέει όνειρο, εφιάλτη και ανάμνηση σε μια ενιαία αίσθηση μη-ηρεμίας.
Η βία στην ταινία είναι διαρκώς παρούσα ακόμα κι όταν απουσιάζει. Η Kent δε μας εκθέτει ποτέ σε περιττή δράση υπογραμμίζοντας έτσι τις ωμές αιματηρές στιγμές (που παραμένουν ακόμα κι αυτές, χαμηλών τόνων, ενισχύοντας μια αίσθηση εμπειρίας εκτός σώματος). Ανοίγοντας ωστόσο τόσα μέτωπα σε επίπεδο ιστορίας και θεματικών, η Kent αφήνει το τελευταίο ημίωρο της ταινίας να μοιάζει όχι τρομερά εστιασμένο, ενώ η ισορροπία πόνου και μαύρου χιούμορ δε βρίσκεται πάντα υπό απόλυτο έλεγχο. Όμως ακόμα κι έτσι η κατάληξη είναι ουσιαστική- και παρότι σε σημεία χρησιμοποιεί αρκετά κλισέ από ένα σινεμά που εξωτικοποιεί πάσης φύσεως αβορίγινες, ντόπιους, ‘μαγικούς μαύρους’, η αφοσίωση στην αυθεντικότητα του περιβάλλοντος και του μηνύματος στο ‘Nightingale’ το κρατούν ειλικρινές.
Μα πάνω απ’όλα, οργισμένο. Στο τέλος της προβολής, ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, όχι επειδή είχα δει απαραίτητα μια τέλεια ταινία, αλλά περισσότερο επειδή είχα δει μια άφοβη, αυθεντική, οργισμένη ταινία, απόλυτα αφοσιωμένη στα πιστεύω και στην σημασία του στόχου της.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Υπάρχει μια ολόκληρη συλλογή σκηνών (βίας, λυρισμού, συναισθήματος, διάλεξε) που φέρνω στο μυαλό μου, όμως η ωμότητα και η χορογραφημένη τεχνική αρτιότητα της σκηνής των, ερμ, “Εγκλημάτων Πάθους” του πρώτου μέρους ταινίας, κάνει το στομάχι κόμπο.
Πώς θα τη δούμε; Η ταινία αναζητά διανομή, αλλά ανεξαρτήτως αυτού ελπίζω να τη δούμε είτε στις Νύχτες Πρεμιέρας είτε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
***
Να μιλήσουμε για ανυπόφορες συνθήκες παρακολούθησης; Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας υπήρχαν αποχωρήσεις, το οποίο δεν είναι κάτι, σε όλες τις ταινίες συμβαίνει αυτό, αλλά εδώ, δε μπορώ να το περιγράψω, ένιωθες μια δυσφορία, μια αντίδραση. Ένας αποχώρησε από πίσω μου στη διάρκεια μιας βίαιης σκηνής εκδίκησης δηλώνοντας φωναχτά και ψευτογελαστά “εε εντάξει, too much ε, χεχεχε”. Ελπίζω να άφησε τη μύγα φεύγοντας. Στο τέλος της προβολής, όταν εμφανίστηκε το όνομα της Kent, της μόνης γυναίκας σκηνοθέτη του φετινού Διαγωνιστικού ανάμεσα σε 21 ταινίες, ένας Ιταλός κριτικός φώναξε εντελώς γηπεδικά μια απίστευτα μισογύνικη επίθεση, που είχε ως αποτέλεσμα το Φεστιβάλ την επόμενη μέρα να του αφαιρέσει τη διαπίστευση.
Το χειρότερο από όλα όμως συνέβη νωρίτερα, στη διάρκεια μιας σεκάνς απόλυτης έντασης, όταν στη διάρκεια ενός ρατσιστικού εγκλήματος, μεγάλο μέρος του κοινού (που θυμίζω, είναι επαγγελματίες κριτικοί κινηματογράφου) ξέσπασε σε χειροκροτήματα και επευφημίες. Είναι ειλικρινά μια από τις χειρότερες εμπειρίες που είχα ποτέ μου σε σινεμά, και ταυτόχρονα μια επιβεβαίωση της ανάγκης της κεντρικής θέσης του παρόντος φιλμ. Αυτό το Nightingale μάλλον πάτησε πολλούς κάλους με μια του μόνο νότα.
Το συμβάν έρχεται στο τέλος ενός Φεστιβάλ Βενετίας που, στο περιθώριο του εκθαμβωτικού του line-up, δεν του έλειψαν τα προβλήματα. Πριν λίγες μέρες επετράπη σε έναν Ιταλό παραγωγό να περπατήσει το κόκκινο χαλί του ‘Suspiria’ φορώντας το εξοργιστικό μπλουζάκι “Ο Weinstein Είναι Αθώος”, την ώρα που σκηνοθέτες του Διαγωνιστικού (ο υπέροχος Jacques Audiard του ‘Sisters Brothers’) αλλά και της κριτικής επιτροπής (ο Guillermo del Toro, στη συνέντευξη τύπου την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ) ουσιαστικά κατέκριναν το Φεστιβάλ για την επίμονη άρνησή του να αναρωτηθεί σε ποια συνθήκη μπορεί να υπάρχει τέτοια αδιανόητη ανισότητα στην εκπροσώπηση. Αν η Βενετία θέλει να αποκτήσει και να διατηρήσει για τα καλά ηγετική θέση στο industry (όπως εμφανώς προσπαθεί τα τελευταία χρόνια και έχει πράγματι πετύχει!), θα πρέπει να κοιταχτεί και λιγάκι στον καθρέφτη.
Την επόμενη μέρα, στη συνέντευξη τύπου της ταινίας, η Kent σχολίασε το θλιβερό συμβάν. «Έχει απόλυτη σημασία να αντιδράμε με ευσπλαχνία και αγάπη στην αμάθεια. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Οι άλλες αντιδράσεις δεν προσφέρουν ανακούφιση. Γι’αυτό δίνω τα εύσημα σε όλους όσους εργάστηκαν στην ταινία γιατί τολμούν να πουν μια τέτοια ιστορία το 2018, για την ανάγκη να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας σε ένα σκληρό κόσμο όταν τα πάντα γύρω μας ουρλιάζουν για το αντίθετο. Αυτές οι ιστορίες είναι γραμμή ζωής για εμάς».
***
Το 75ο Φεστιβάλ Βενετίας ολοκληρώνεται το Σάββατο με την απονομή των βραβείων, και η κάλυψη θα συνεχιστεί για μερικές μέρες ακόμα με σχολιασμό των βραβεύσεων, και άλλα παραλειπόμενα.
ΚΙ ΑΛΛΗ ΒΕΝΕΤΙΑ