Από το True Blood στους 42°C: Η επιστροφή του Theo Alexander
Ο πρωταγωνιστής της νέας σειράς της COSMOTE μας μίλησε για την καριέρα του στην Αμερική και για την επιστροφή στην Ελλάδα.
- 14 ΜΑΙ 2021
Ο Theo Alexander φοράει ένα απλό μαύρο μπλουζάκι με τη μορφή του Joaquin Phoenix από το Joker. Έχει κάτι το επιβλητικό ως φιγούρα αλλά και κάτι το πολύ ειλικρινές ως προς αυτά που συζητά, από το πόσο αφοσιωμένα προσέγγισε ένα ρόλο (πήρε 35 κιλά για τους 42°C επειδή έτσι του μίλησε ο ρόλος) μέχρι το πόσο μοιάζει να αγαπά αληθινά τις δουλειές στις οποίες συμμετέχει.
«Είδες το Digger;» με ρωτάει σαν με αγνή ανυπομονησία πριν κουβεντιάσουμε με ενθουσιασμό την -ήδη βραβευμένη- ταινία του Τζώρτζη Γρηγοράκη στην οποία παίζει. Λίγο πιο μετά χαμογελάει βαθιά καθώς μιλάμε για το πόσο ζωντανή είναι ακόμη η ανάμνηση του φανταστικού ρόλου του στο True Blood ως Talbot, ενός βαμπίρ πρίγκιπα του Βυζαντίου που είχε μια κάποια έφεση προς το δραματικό, μονολογώντας στα Ελληνικά καθώς ανέβαινε τις σκάλες μιας έπαυλης.
Το 42°C προβάλλεται στην COSMOTE TV.
Μου δείχνει τη φιγούρα του Phoenix στο μπλουζάκι του. «Ήθελα να πω ότι αυτός εδώ… Όταν είδα την ερμηνεία του, μου ξαναγέμισε τις μπαταρίες», λέει με ένα τόνο στη φωνή σα να θέλει ειλικρινά να ευχαριστήσει τον ίδιο. «Για να ξαναδουλέψω κι εγώ πολύ σκληρά, να ξαναέχω όνειρα για μεγάλες ερμηνείες, για τη δουλειά, για την τέχνη του ηθοποιού, για αυτό που πρέπει να κάνω».
Ένα αποτέλεσμα είναι η δουλειά του στη νέα δραματική σειρά αγωνίας 42°C που κάνει πρεμιέρα με όλα τα επεισόδια στην COSMOTE TV. Με αφορμή την σειρά, ο Theo Alexander μας πήγε ένα ταξίδι στη διαδρομή της καριέρας του, από τα βαμπίρ και το Λος Άντζελες μέχρι μοντέρνα γουέστερ στην Ελληνική επαρχία.
***
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΩΣ ΤΟ TRUE BLOOD
Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά βρέθηκε στη Νέα Υόρκη όπου σπούδασε ερμηνεία στο Circle in the Square Theater School, τη μόνη εγκεκριμένη σχολή που συνδέεται με σκηνή του Broadway. «Σπούδασα στη σχολή θεάτρου, που μου έδωσε πολύ διάβασμα πάνω στους κλασικούς, πάνω στον Τσέχοφ, τον Μπέκετ, τον Σαίξπηρ», εξηγεί. «Πάρα πολύ διάβασα και πάρα πολλή τεχνική, όπως και το ότι κατάλαβα τη διαφορά θεατρικού παιξίματος και τηλεόρασης. Είναι ένας διαφορετικός δρόμος προς την αλήθεια».
Στην τηλεόραση έκανε σύντομα το ντεμπούτο του. Τελείωσε σπουδές το 2006 κι έφυγε κατευθείαν για το Λος Άντζελες με στόχο το σινεμά και την TV. Το 2007 βρήκε ήδη τον πρώτο ρόλο του, παίζοντας τον Έλληνα μαφιόζο Stavros Demetrios στη σειρά Chuck. «Μετά ήρθε το CSI: NY και μετά το Pushing Daisies, που ήταν τρομερή σειρά. Και μετά, ήρθε το True Blood».
«Όσες φορές έχω ακούσει το ένστικτό μου και έχω κάνει πράγματα την ώρα του γυρίσματος που πραγματικά έρχονται από μέσα μου, πάντα κρατιούνται».
Στην 3η σεζόν της μεγάλης επιτυχίας του ΗΒΟ, ο Alexander παίζει το βαμπίρ Talbot, έναν πρίγκιπα του Βυζαντίου που συναντάμε στο πλευρό του αξέχαστου Russell του Dennis O’Hare. Ο Alexander δίνει στον Talbot μια πηγαία ορμητικότητα και εξαλλοσύνη, που κάνει έναν χαρακτήρα που πολύ εύκολα θα είχε εξαφανιστεί στο φόντο, να ξεπηδά από την οθόνη και να κερδίζει τους θεατές. O Talbot πολύ απλά απαιτεί να είναι πρωταγωνιστής της δικής του ύπαρξης.
«Πέρναγα καλά, έκανα αυτοσχεδιασμούς στα Ελληνικά. Όταν έκανα τον αυτοσχεδιασμό άρχισαν να πέφτουν καρέκλες από τα γέλια κι ήρθε ο Alan Ball και μου είπε, Δεν ξέρω τι είπες κι ούτε με ενδιαφέρει, αλλά όταν ανεβαίνεις τις σκάλες θα μιλάς Ελληνικά πάντα, από εδώ και πέρα!», θυμάται. «Πέρναγα καλά, αλλά αγάπησα και τον ρόλο πολύ».
«Είχαμε κάνει 16 ώρες γύρισμα και κανείς δεν ρώταγε ποτέ να αυτοσχεδιάσει. Ρωτάω εγώ, Alan μπορώ να αυτοσχεδιάσω; Και γυρνάει όλο το καστ και με κοιτάει, σα να μου λένε Είμαστε 16 ώρες εδώ, άσε τους αυτοσχεδιασμούς», λέει γελώντας. «Αλλά μου είπε “Of course Theo”, και του άρεσε τόσο πολύ που το κράτησε. Θέλανε να ακούσουνε τα Ελληνικά. Κι επίσης αυτό σημαίνει να είσαι μεγάλος, να είσαι ο Alan Ball αλλά να μην είσαι καθόλου κομπλεξικός, κι ας έχεις Όσκαρ. Ήμουν ένα νέο παιδί και μου είπε ναι, να κάνω αυτοσχεδιασμό. Τι είχε να χάσει; Κι έγινε αυτό με τις σκάλες, που όλοι μου λένε για αυτή τη σκηνή».
Καταλήγοντας γενικότερα σε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: «Όσες φορές έχω ακούσει το ένστικτό μου και έχω κάνει πράγματα την ώρα του γυρίσματος που πραγματικά έρχονται από μέσα μου, πάντα κρατιούνται. Και πάντα είναι τα καλύτερα πράγματα που έχω κάνει σε μια σειρά ή σε μια ταινία».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τα επόμενα συνέχισε να δουλεύει, με ρόλους σε σειρές και σε ταινίες, ανάμεσα στις οποίες το ιστορικό δράμα Meteora, που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου και γυρίστηκε, όπως λέει, με ένα αληθινό «skeleton crew 9 ατόμων». Ανάμεσα σε αυτές τις παραγωγές, επιστρέφει για ένα διάστημα στην Ελλάδα, συμμετέχοντας στο θεατρικό της Γιολάντας Μαρκοπούλου Το Χώμα, στην πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο.
«Γύρισα γιατί ήθελα να κάνω λίγο θέατρο και γιατί εμπιστεύομαι τη Γιολάντα», λέει, θυμίζοντας πως την παράσταση είχε έρθει να δει κι η Μαρίνα Αμπράμοβιτς. «Τώρα είμαι ανοιχτός σε προτάσεις, αλλά πρέπει να ταιριάξει πολύ η ομάδα» εξηγεί. Τότε, το 2012, γύρισε στην Αμερική μετά την ολοκλήρωσε της παράστασης, όμως τώρα είναι πίσω για τα καλά.
«Είμαι 3 χρόνια εδώ μόνιμα, έκλεισε ο κύκλος μου στην Αμερική. Εγώ πάντα ήθελα να γυρίσω πίσω, να δημιουργήσω στη χώρα μου, κι αποφάσισα πως αυτή ήταν η στιγμή». Όμως υπάρχουν κάποια πράγματα που τα κρατάει για πάντα μαζί του. Όταν τον ρωτάω ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που του άφησε η εμπειρία τόσων χρόνων εκεί, δεν προλαβαίνω καν να φτάσω στο τέλος της φράσης μου πριν απαντήσει: «Το work ethic».
«Όταν είδα την ερμηνεία του Joaquin Phoenix στο Joker, μου ξαναγέμισε τις μπαταρίες. Για να ξαναδουλέψω κι εγώ πολύ σκληρά, για τη δουλειά, για την τέχνη του ηθοποιού».
«Τον επαγγελματισμό, τη δουλειά πάνω σε ένα ρόλο, το να μην αφήνεις ποτέ τον εαυτό σου, να μην λες ποτέ ότι εγώ είμαι ηθοποιός και τα ξέρω όλα», εξηγεί συνεχίζοντας. «Να είσαι πάντα μαθητής, πάντα να σπουδάζεις. Να προσπαθείς κι όταν δεν έχεις δουλειά, να φτιάχνεις για τον εαυτό σου δουλειά για να μη μένεις πίσω». Είναι κάτι που ο ίδιος εφαρμόζει δίχως εξαίρεση. «Τώρα ας πούμε δουλεύω στον Ριχάρδο τον Τρίτο. Τον ρόλο. Με τον δάσκαλό μου». Για την τριβή, για την εξάσκηση. Για την προπόνηση, πώς το λένε.
«Δεν ξέρεις πότε θα έρθει η άλλη οντισιόν, μπορεί να έρθει σε 3 μήνες, θα κάθομαι 3 μήνες; Δεν γίνεται. Πρέπει να παίζεις μπάλα, κι αυτό το λέω σε όλα τα παιδιά και πρέπει να το καταλάβουν. Δεν πρέπει να μένεις ανενεργός. Διάβαζε βιβλία, Σαίξπηρ, τις τραγωδίες μας, διάβασε Ίψεν, διάβασε Στρίντμπεργκ, διάβασε το Λόλα να ένα μήλο, διάβασε κάτι, μη μένεις αδρανής. Υπάρχουν εκεί έξω masters, μορφώσου, διάβασε άσχετα πράγματα από το θέατρο, αλλά μην κάθεσαι αδρανής γιατί η αδράνεια σε σκοτώνει. Και σε κάνει να μην είσαι καλός ηθοποιός, βασικά. Όταν θα έρθει η ευκαιρία πρέπει να είσαι έτοιμος, πρέπει το υποσυνείδητό σου να έχει δουλευτεί, να μην έχεις βαλτώσει, να είσαι σε εγρήγορση».
Εξηγεί πως οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί στον κόσμο πάντα εξασκούνται, πάντα δουλεύουν, πάντα μελετούν. «Και οι μεγαλύτεροι σταρ είναι οι πιο ταπεινοί άνθρωποι που θα γνωρίσεις», λέει ξεχωρίζοντας το παράδειγμα του Al Pacino. «Οι μεγάλοι σταρ δεν είναι ντίβες, ξέρουν ότι είναι εκεί με μεγάλη δόση τύχης. Και βέβαια ταλέντου, αλλά και μεγάλη δόση τύχης. Άρα είναι ευγενικοί προς όλους, και ταπεινοί, και έχουν αυτό τον επαγγελματισμό του να δουλεύουν πάρα πολύ πάνω στην τέχνη τους. Οι μέτριοι είναι αλαζόνες».
ΣΤΟΥΣ 42°C
«Μακάρι να συνεχίσουμε», λέει όταν η κουβέντα έρχεται στην τηλεοπτική μυθοπλασία, σε μια διαφαινόμενη τάση για επένδυση σε καλές σειρές, σε προσεγμένες παραγωγές από τα Ελληνικά κανάλια φέτος, για πρώτη φορά μετά από χρόνια. «Ένας λαός χρειάζεται τη μυθοπλασία του, δε μπορεί ένας λαός να μείνει χωρίς μυθοπλασία ή να πάρει ενός άλλου λαού. Δε γίνεται να μεγαλώνουμε 10 χρόνια με Τούρκικη μυθοπλασία. Νομίζω το έχουν καταλάβει τα κανάλια». Άλλα μεγέθη; Δεν πειράζει, ακόμα καλύτερα: «Με 10 επεισόδια, με 13! Έτσι όπως το κάνουν», λέει. «Οι Sopranos είχαν σεζόν με 10 επεισόδια, το Breaking Bad είχε 10. Άλλο αυτό με τα Αμερικάνικα procedurals, αυτό δεν γίνεται στην Ελλάδα».
Αυτό που γίνεται, είναι προσπάθειες όπως οι 42°C, με προσεγμένο επίπεδο παραγωγής, γύρισμα σε διαλεχτό location, φροντισμένο σενάριο, και καστ σημαντικών ονομάτων. Στη σειρά ο Alexander παίζει έναν άντρα που όπως λέει, «είναι σαν αόρατος μεταξύ των δύο αδερφών που έχουν το σπίτι στο νησί, σαν παιδί για όλες τις δουλειές. Είναι ένας καλός πατέρας που έχει απηυδήσει γιατί δεν του δίνει κανείς σημασία, αλλά μέσα από κάποιες καταστάσεις αυτά ανατρέπονται σιγά σιγά».
Ο ρόλος του μίλησε σε ένα πολύ βαθύ επίπεδο, τον φανταζόταν εξαρχής με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο, σωματικά, κινησεολογικά. «Ο ρόλος ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία. Εγώ είχα πάρει ήδη κάποια κιλά για το Digger γιατί έπρεπε να είμαι κουμανταδόρος, alpha male, Tony Soprano κατάσταση. Αλλά δεν έφτανε αυτό κι έτσι πήρα άλλα 35, έφτασα στα 155 για να μπορέσω να παίξω το ρόλο έτσι όπως τον θέλω. Αυτό που μου έβγαζε: Είναι ένας άνθρωπος που τρώει τα συναισθήματά του, δεν έχει πού να μιλήσει, δεν ξεσπάει, δεν έχει εξόδους, δεν έχει διεξόδους ασφαλείας».
«Οι μεγαλύτεροι σταρ είναι οι πιο ταπεινοί άνθρωποι που θα γνωρίσεις. Οι μέτριοι είναι αλαζόνες».
Ακούμε συχνά για μεταμορφώσεις ηθοποιών για ρόλους, κι είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως όταν κανείς αλλάζει το σώμα του, δεν το κάνει απλώς επειδή υπάρχει κάπου αυτή η περιγραφή. Δεν είναι απλά ένα κουστούμι. Εξάλλου εδώ, εν προκειμένω, αυτή η συνθήκη δεν υπήρχε καν στα προαπαιτούμενα, παρά ήταν κάτι που ο ίδιος ο ηθοποιός οραματίστικηκε για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. «Ο ρόλος δε θα έβγαινε στα κιλά που ήμουν, κάτι θα έλειπε, κι αυτό που θα έλειπε δε θα μου έδινε την ολότητα του χαρακτήρα που ήθελα», εξηηγεί.
«Αλλάζει τον τρόπο που αναπνέεις, αλλάζει τον τρόπο που κοιτάς. Δε θα μπορούσα να κάνω τις κινήσεις που ήθελα. Αλλάζει τον τρόπο που περπατάς, που σηκώνεις το παντελόνι σου. Τον είχα δει στο μυαλό μου σαν μια αρκούδα. Ο ρόλος το υποδεικνύει πάντα αυτό. Μπορούσα να το κάνω και χωρίς να πάρω τα κιλά; Μπορούσα, αλλά δε θα έβγαινε το αποτέλεσμα που ήθελα. Εφόσον μου το σιγοψυθίρισε ο ρόλος στη μελέτη και στην έρευνά μου, μου βγήκε υποσυνείδητα, και τον είδα έτσι, δυνατό. Άσχετα που ήταν αδύναμος. Καμιά φορά οι αδύναμοι άνθρωποι προσπαθούν να φαίνονται πολύ δυνατοί».
ΤΟ DIGGER ΚΑΙ Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΟΥΡΙΚΗΣ
Μιλώντας για αφοσίωση, φτάνουμε στο Digger, το γουέστερν του Τζώρτζη Γρηγοράκη, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είναι και υποψήφιο για 14 βραβεία Ίρις. Είναι μια ταινία που έχει κερδίσει όσο κόσμο την έχει δει, περιμένοντας την ευκαιρία της να βγει στις αίθουσες. «Δε θα χαθεί αυτή η ταινία, θα βρει το δρόμο της», λέει με σιγουριά ο ηθοποιός.
Αν και γυρίστηκε νωρίτερα, είναι ένας ρόλος του που θα δούμε μελλοντικά, και είναι κάτι για το οποίο είναι εμφανώς περήφανος. Φτάνοντας πίσω και στα όσα λέγαμε νωρίτερα περί ανάγκης για αυθεντικά τοπική μυθοπλασία. «Είναι ελληνικότατο, με Ελληνικές σχέσεις, με σχέσεις πατέρα-γιου, με σχέσεις κοινωνίας, με τύπους από τα μεταλλεία», λέει. «Είναι μια υπέροχη ταινία κατά τη γνώμη μου, όχι επειδή ήμουν μέρος της, αλλά επειδή είναι μια ταινία με πολλή καρδιά, με ιστορία, με hero’s journey. Και πάει στην επαρχία και το κάνει αυτό. Η τελευταία ταινία που το έχει κάνει αυτό ήταν ο Βασιλιάς του Γραμματικού. Και έρχεται τώρα ο Τζώρτζης με μια νέα ματιά και κάνει το Digger».
Τα γυρίσματα κράτησαν δύο μήνες, κι ο ίδιος πήγε για κάποιο διάστημα εκεί και συνάντησε το crew. Μια μικρή ομάδα με στενή σχέση, με δύσκολα γυρίσματα αλλά «επειδή ήμασταν μια παρέα όλοι το ξεπερνάγαμε, ήμασταν κοντά ο ένας στον άλλον με γέλια, με παρεϊστικό κλίμα». Του σημειώνω πώς αυτό μεταδίδεται στο θεατή, πως σε πολλές σκηνές που διαδραματίζονται σε ένα τοπικό μπαρ, είναι σα να είσαι εκεί, παραδίπλα στη μπάρα, και να παρακολουθείς τις κουβέντες τους. «Δεν είναι πολύ ωραίο όταν συμβαίνει αυτό σε μια ταινία; Να νιώθεις ότι είσαι μέσα;»
Στο Digger είναι μέλος ενός εξαιρετικού καστ, του οποίου ηγείται ο Βαγγέλης Μουρίκης. «Δεν είναι εύκολο να σταθείς δίπλα του σαν ηθοποιός. Γιατί είναι από τους καλύτερους ηθοποιούς στον κόσμο», λέει τονίζοντας κάθε ανάσα της φράσης που χρησιμοποιεί. «Στον ΚΟΣΜΟ», ξαναλέει με απόλυτη συνειδητότητα. «Είναι από τους καλύτερους ανθρώπους που ξέρω αλλά έχει και μια πορεία, εκεί, σινεμά, μόνο σινεμά. Είναι ο μόνος movie star που έχουμε. Χωρίς να είναι σταρ ο Μουρίκης, είναι ο μόνος που μπορεί να πάει κόσμος για αυτόν σινεμά. Ένα συγκεκριμένο κοινό, θα πάει για τον Μουρίκη».
***
Από τον Phoenix στον Μουρίκη, με μια στάση στον Pacino; Και γιατί όχι. Μόνο θρύλοι. Συζητάμε για τις επόμενες ταινίες τους, για τον Ναπολέοντα που ετοιμάζει ο Ridley Scott με τον Phoenix. «Ξέρεις ότι ήταν το όνειρο του Pacino πάντα να κάνει τον Ναπολέοντα και δεν του έκατσε ποτέ; Κρίμα… Αλλά ο Phoenix θα είναι…», μου λέει χαμογελώντας σα να το απολαμβάνει ήδη.
Σε κάθε περίπτωση, όποιος κι αν είναι ο ηθοποιός, το πιο βασικό για τον Theo Alexander παραμένει η αυθεντικότητα, όπου κι αν οδηγήσει. «Προσπαθώ να μη φέρνω άλλες ερμηνείες στο μυαλό μου, γιατί είναι κοπιάρισμα αυτό. Προσπαθώ να κάνω ό,τι μου βγει από το δικό μου υποσυνείδητο. Βομβαρδίζεσαι σήμερα από ιδέες, πώς το έκανε ο άλλος, τι έκανε. Όχι. Ο Θοδωρής πώς το κάνει; Πώς θα κάνει το ρόλο; Δεν είναι ο Daniel Day-Lewis, δεν είναι ο Joaquin Phoenix, αυτοί είναι άλλοι, θα το κάνουν από αλλού. Εσύ πρέπει να βρεις το δικό σου δρόμο, το δικό σου ταξίδι. Αλλιώς δεν είναι δικό σου ταξίδι!»
«Είναι δύσκολο γιατί υπάρχουν στιγμές που γουστάρεις να κλέψεις κάτι που δούλεψε, αλλά θα είναι ψεύτικο, δεν είναι δικό σου», συνεχίζει. «Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη αλλά μπορείς να το προσπαθήσεις όσο πιο πολύ μπορείς. Να κάτσεις με το υποσυνείδητό σου και να βρεις δικά σου πράγματα και ρυθμούς. Είναι μεγάλη μέρα, όπως λέει ο Νίτσε, να κάψεις τα είδωλά σου. Να πεις την ατάκα… ούτε μπορώ να την πω κιόλας», λέει γελώντας και κάνοντας μια μάχη με τον εαυτό του για το αν θα πει τις επόμενες λέξεις: «Να πεις, Δεν γαμιέται ο De Niro; Ο De Niro είναι ο De Niro, εγώ θα το κάνω όπως το κάνω εγώ. Ούτε ο De Niro είμαι, ούτε μπορώ να είμαι ο De Niro. Λέμε από μικροί, “πώς το κάνει αυτός;”. Μαθαίνεις βέβαια έτσι, αλλά πρέπει να σπας τα δεσμά και να πεις “ο Θοδωρής πώς το κάνει;”».
*Το 42°C προβάλλεται στην COSMOTE TV.