Eurokinissi
ΣΙΝΕΜΑ

Άνοιγμα θερινών: Γιατί ανυπομονώ να ξαναπάω σινεμά

Τα θερινά σινεμά αναμένεται να ανοίξουν ξανά σύντομα. Ύστερα από μήνες δίχως την εμπειρία της μεγάλης οθόνης, ένας δημοσιογράφος φωνάζει πως δεν βλέπει την ώρα.

Μια από τις τελευταίες στιγμές που θυμάμαι σε κλειστή κινηματογραφική αίθουσα, πέρσι τον Φλεβάρη, πριν μεταφερθούμε στον κόσμο που ζούμε σήμερα, ήταν η σκηνή του εστιατορίου στον Invisible Man του Leigh Whannell, με την Elisabeth Moss. Μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, το ριμέικ τρόμου κορυφώνεται σε μια στιγμή-σοκ στην οποία είναι πρακτικά αδύνατον να μην αντιδράσει ο θεατής.

Αν έχετε δει την ταινία, θυμάστε πολύ καλά σε τι αναφέρομαι. Αν δεν την έχετε δει, δεν θα κάνω spoiler, παρά θα πω πως αξίζει να την δείτε. Σε κάθε περίπτωση το μέγεθος της αντίδρασης είναι κάπως δύσκολο να περιγραφεί. Ένα συλλογικό κόψιμο ανάσας, πιο ισχυρό από το να άκουγες εκατοντάδες ουρλιαχτά πλεγμένα το ένα μες στο άλλο. Άκουγες ανάσες να κόβονται, η μία με πιο αιχμηρό τρόπο από την άλλη. Ο κοινός μας αέρας έμοιαζε ξαφνικά με μαύρη τρύπα, η αίθουσα έγινε αρνητικός χώρος. Είναι πρακτικά αδύνατον να διαχωρίσω εκείνη την εμπειρία θέασης από τον τρόπο με την οποίο έχει δομηθεί και λειτουργεί η ταινία.

Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να υπονοήσω πως το σινεμά δικαιολογεί την ύπαρξή του μόνο σε στιγμές σοκ ή σε στιγμές όπου αποσπά κάποια εμφανή αντίδραση από το κοινό. Όμως πρέπει να είμαι ειλικρινής: Είναι πολύ δύσκολο κάθε φορά που σκέφτομαι τι μου λείπει όσο είναι κλειστές οι αίθουσες, να μην επιστρέφω σε εκείνη τη μία σκηνή.

***

Συζητούσαμε τις προάλλες με φίλη και συνάδελφο καθώς γράφαμε κι οι δύο τις τελικές μας οσκαρικές προβλέψεις για φέτος και το πρόβλημα που συναντούσαμε ήταν κοινό: Δεν είχαμε καμία ιδέα τι αρέσει στον κόσμο στην πραγματικότητα. Δεν έχουμε δει καμία από αυτές τις ταινίες δίπλα σε ανθρώπους, είτε αυτό σημαίνει κριτικούς στη δημοσιογραφική προβολή, είτε ανθρώπους του industry σε κάποιο Φεστιβάλ, είτε πολύ απλά πηγαίνοντας σε κάποια κανονική προβολή με κοινό.

Δεν διατηρώ κάποια ακραία θέση στο θέμα της ιερότητας της αίθουσας, δεν πιστεύω πως σινεμά είναι μόνο ό,τι παίζεται στη μεγάλη οθόνη, δεν πιστεύω πως το streaming ήρθε να καταστρέψει την 7η τέχνη. Μιλώντας εξάλλου το καλοκαίρι με τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ του Λοκάρνο, μου έλεγε πως το σινεμά ήταν πάντα υπό επίθεση. Διότι «είναι βιομηχανική μορφή τέχνης. Είναι δεμένο στην τεχνολογική πρωτοπορία, με το φιλμ, τα διαφορετικά φορμάτ φιλμ, το πώς το φιλμ κινείται στην κάμερα, και τα λοιπά. Πάντα ήταν δεμένο. Μπορείς να πεις ότι για το σινεμά ήταν ευλογία το να έχει την ευκαιρία να εξελιχθεί παράλληλα με την τεχνολογία, αλλά η τεχνολογία έρχεται με μια πρόκληση».

Διευκρινίζοντας πως «δεν προσπαθώ να ρομαντικοποιήσω αυτό που ζούμε, αλλά το γεγονός ότι μπορούμε να στρημάρουμε σε λάπτοπ και κινητά είναι κάτι τεράστιο, όπως η τηλεόραση ήταν κάτι τεράστιο. Αλλά η τηλεόραση δεν σκότωσε το σινεμά και δε νομίζω αυτό να συμβεί και τώρα. Είναι πολύ εύκολο να δεις τα πράγματα ως μαύρο-άσπρο, αυτό εναντίον αυτού. Δεν είναι έτσι. Δεν ήταν ποτέ έτσι. Είναι ότι αυτό αρχίζει να ζει με αυτό το άλλο πράγμα και τελικά να συνυπάρχουν και από αυτή τη συνύπαρξη θα έρθει κάτι άλλο».

Δεν είναι λοιπόν θέμα επικράτησης. Είναι θέμα (συν)επιβίωσης. Διότι πιστεύω αυτό σχετικά με την αίθουσα: Την έχουμε ανάγκη. Και ως αόριστο δημιουργικό στόχο, και ως εμπειρία. Στην απουσία της αίθουσας έστω ως concept, ως ιδεατού έστω μοντέλου διανομής και θέασης, οι δημιουργοί πολύ απλά θα έφτιαχναν κάτι άλλο, του οποίου δεδομένος σκοπός είναι να προβληθεί σε ένα άλλο μέσο, υπό διαφορετικές συνθήκες.

Ως δε εμπειρία, η φετινή χρονιά ήταν αγνώριστη. Αφαιρώντας την αίθουσα από τη μίξη επιλογών, φάνηκε περισσότερο πόσο αναγκαία είναι. Δεν υπήρχε καμία αναφορά ή αίσθηση για το πώς αντιδράν οι θεατές, για το πώς ένα φιλμ διαδίδεται σε ολιγάριθμες φυλές την κάθε φορά, ανθρώπων που το μόνο τους κοινό για εκείνες τις 2-3 ώρες δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο παρά με αυτή την κοινή εμπειρία, αυτό το σημείο αναφοράς που μοιράζονται.

Βλέπω κάθε χρόνο αμέτρητες ταινίες σε streaming ή μέσα από online screeners, όμως ποτέ μέχρι φέτος δεν είχα νιώσει πως αυτό με μπέρδευε ή με εξαντλούσε ως θεατή. Φέτος όμως έλειψε και το σημείο αναφοράς της μεγάλης οθόνης, όπως έλειψε και η συλλογικότητα της εμπειρίας. (Δύο εντελώς διαφορετικοί παράγοντες, αμφότεροι μεγάλης σημασίας.) Το Φεστιβάλ του Τορόντο και της Θεσσαλονίκης τα παρακολούθησα από τον καναπέ μου. Τα εξαιρετικά αφιερώματα της Ταινιοθήκης τα είδα όλα ακούγοντας τις φωνές από το δρόμο και περιμένοντας να έρθει το delivery. Οι ταινίες α’ προβολής έφταναν με link στο mail μου ή ήταν κάπου ανάμεσα σε Ισπανικές σειρές και ριάλιτι μαγειρικής.

Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν καινούριο, με όλα αυτά έχουμε μάθει να ζούμε, και εμείς και το σινεμά. Το καινούριο ήταν πώς όλα αυτά ήταν η μόνη φετινή εμπειρία. Αυτό ήταν όλο.

***

«Ελπίζω στο μέλλον η πανδημία να τελειώσει και νομίζω όταν τελειώσει οι άνθρωποι θα έρχονται ως ΑΓΕΛΗ στο σινεμά. Θα υπάρχει μια χιονοστιβάδα… ένας καταρράκτης! ανθρώπων που θα θέλουν να πάνε στο σινεμά», μου λέει ο σπουδαίος σκηνοθέτης Steve McQueen και μοιάζει σαν όλο του το σώμα φωνάζει μαζί του.

Όλο αυτό το διάστημα που σκέφτομαι πόσο μου λείπει το σινεμά (και είναι αυτό: Δεν το θεωρητικοποιώ καν, πλέον, γιατί δεν υπάρχει τέτοια πολυτέλεια. Σκέφτομαι απλά και μόνο το πόσο μου λείπει), επιστρέφει διαρκώς στο μυαλό μου ένα σημείο από μια συζήτηση με τον πολυβραβευμένο δημιουργό, ειρωνικά για ένα τηλεοπτικό πρότζεκτ το οποίο σκηνοθέτησε φέτος. Συζητώντας λοιπόν για το αριστουργηματικό Small Axe (μια τηλεοπτική σειρά, της οποίας τα επεισόδια ήταν από τις καλύτερες φετινές ταινίες, επειδή τόσο πολύ δεν έχουν νόημα τέτοιοι διαχωρισμοί πλέον), ο McQueen ανέσυρε μια δική του εμπειρία σαν αυτή της αρχής του κειμένου.

«Στην Ρώμη πριν έναν μήνα παίχτηκε το Red, White and Blue στο σινεμά και ήταν απίστευτο να ακούς τα “α” και τα “ου” και τα γέλια. Το κάνουμε από την εποχή των σπηλαίων, καθόμαστε γύρω από τη φωτιά ως κοινότητα και λέμε ιστορίες, αυτοί είμαστε, είμαστε κοινότητα που αγαπά να μαζεύεται καθώς λέγονται ιστορίες. Οκλαδόν μπροστά από τον δάσκαλο στο σχολείο καθώς διαβάζει ένα βιβλίο». Για να καταλήξει στην πεποίθηση πως «το σινεμά δεν θα φύγει μακριά. Αυτό που θα γίνει με το τέλος της πανδημίας, θα γίνει τρέλα, πραγματικά το πιστεύω. Ξέρω πως πολλοί λένε πως οι άνθρωποι θα συνηθίσουν τα λάπτοπ, αλλά νομίζω θα συρρεύσουν στα σινεμά».

Δεν βλέπω την ώρα.