Την εποχή του PS2: Metal Gear Solid 3 Snake Eater
Όταν ο Naked Snake έγινε ο Big Boss (του gaming).
- 31 ΙΟΥΛ 2016
Το ‘MGS3 Snake Eater’ εμπίπτει στην κατηγορία ‘GTA Vice City’. Στην προκειμένη περίπτωση εννοώ ότι εδώ στο Oneman/ PopCode έχω ασχοληθεί πολλές φορές μαζί του, αλλά έμμεσα: αγαπημένες μουσικές, love to hate κακούς, quiz, αφιέρωμα γενικά στο ‘Metal Gear Solid’ (παρεμπιπτόντως, υπάρχει και το review του ‘MGS5 The Phantom Pain‘, ‘MGS1’ στα λατρεμένα PS1 games, ‘Metal Gear’ στα NES). Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι αγαπημένο μου. Παρόλα αυτά, θα ήταν κρίμα (κι άδικο) να μην μιλήσουμε αναλυτικά σε αυτή τη στήλη για τούτη την παιχνιδάρα, χωρίς stealth και απέξω απέξω αναφορές. ‘Snake Eater’, κυρίες και κύριοι, αυτό το έπος.
Παιχνίδι καρδιάς
First things first. Θα μπορούσε να ήταν εδώ το ‘MGS2: Sons of Liberty’ (σήμα κατατεθέν του PS2) στη θέση του ‘Snake Eater’; Θα μπορούσε, κορυφαίο παιχνίδι. Αλλά, πρώτον, ήταν τεράστιο το χουνέρι που μας επιφύλαξε ο φιδέμπορας Hideo Kojima με τον Raiden ως πρωταγωνιστή (όχι τόσο αυτή καθαυτή η αλλαγή ήρωα, όσο ο μουλωχτός τρόπος που την έκανε). Δεύτερον, και τελικά βασικότερο(ν), είναι πως το ‘MGS3’, τουλάχιστον στα μάτια μου, είναι ανώτερο, για την ακρίβεια είναι το αγαπημένο μου παιδί απ’ όλα τα ‘MGS’ (ναι, και από το πρώτο). Γιατί;
Δεν είναι εύκολη η ερώτηση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να έχει μια απλή, μονοδιάστατη απάντηση. Όλα τα ‘MGS’ είναι ένα κι ένα, τα έχω πολύ ψηλά, αλλά γιατί ειδικά αυτό στην κορυφή, πόσω μάλλον όταν το πρώτο παιχνίδι δεν είναι απλά εξαιρετικό, αποτελεί τον «μπαμπά» των stealth games; Νομίζω ότι, στο τέλος της μέρας (και της νύχτας), αυτό που μετράει είναι το συναίσθημα, τι αποκομίζεις, τι σου μένει από μια gaming εμπειρία και δεν εννοώ τόσο στο μυαλό. Βέβαια, υπάρχουν κι αντικειμενικοί λόγοι όπου ενδεχομένως κάποιος θα συμφωνούσε μαζί μου.
Να τα δούμε λίγο όλα αυτά. Το ‘MGS3’ έκανε rewind σε σχέση με τα προηγούμενα games της σειράς και μας πήγε πίσω στο 1964. Είναι αυτό που λέμε prequel, μόνο που τότε (κυκλοφορία στην Ευρώπη, 2005) δεν ήταν και η πιο συνηθισμένη πρακτική όπως συμβαίνει σήμερα. Ήρωας ο Naked Snake (μετέπειτα Big Boss), μελλοντικός πατέρας του Solid Snake, Ψυχρός Πόλεμος, Αμερικάνοι, Σοβιετικοί, χαμός.
Όπως σε κάθε ‘MGS’, αν ξεκινήσουμε τώρα με την ιστορία θα μας πιάσουν τα πρωτοβρόχια στο τέλος της. Είναι προφανές ότι η πλοκή εκμεταλλεύεται το κλίμα της εποχής, μπαίνουν στη μέση και τα Kojiμικά στοιχεία, προδοσίες, μυστικά, τα γνωστά. Για την κριτική περί μελοδραματικής και χολιγουντιανής προσέγγισης από πλευράς του Hideo, σου έχω μιλήσει στο παρελθόν. Έχω απαντήσει, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος, ότι είναι από τους λίγους (και από τα παλιά τα χρόνια) που προσπαθούν τουλάχιστον να προσφέρουν ολοκληρωμένες gaming εμπειρίες, κινηματογραφικής απόχρωσης, παρά τα όποια στραβά. Κι αυτό αρκεί. Και περισσεύει.
Για παράδειγμα, πέραν από την gameplay αξία τους, τα περισσότερα boss fights στο ‘MGS3’ βγάζουν συναίσθημα, με αποκορύφωμα το τελευταίο με την μέντορα The Boss. Και, προφανώς, σπουδαίο ρόλο παίζουν τα πλάνα και οι μουσικές επιλογές. Είναι δύσκολο να ξεχάσεις τον Big Boss στην τελετή παρασημοφόρησης, τον πόνο που βγάζει και την αποστροφή που δείχνει σε αυτές τις τυπικότητες και τις δήθεν καταστάσεις. Η επίσκεψη στο νεκροταφείο, αντίθετα, είναι μια κίνηση καρδιάς.
Στην εξοχή ανοίγει η όρεξη
Κι αφού μιλήσαμε για boss fights, ας πιάσουμε και την gameplay πτυχή. Πράγματι, το ‘Snake Eater’ διαθέτει ορισμένα από τα πιο εμπνευσμένα και καλοδουλεμένα της σειράς, όχι το κορυφαίο μεν (Psycho Mantis στο ‘MGS1’), αλλά ενδεχομένως τη συνολικά καλύτερη προσπάθεια. Η δίωρη δοκιμασία νεύρων και υπομονής με τον The End (δεν cheatαρα, τόσο μου πήρε αν δεν κάνω λάθος), αυτή με τον The Sorrow που ήθελε τρόπο (οριακά σώσαμε την τηλεόραση τότε, το revival pill μου μέσα), Ocelot, The Pain, The Fear, The Fury, Volgin, Shagohod και φυσικά η CQC μονομαχία γιγάντων Naked Snake vs The Boss και η σχέση δασκάλου-μαθητή. Αλησμόνητες στιγμές.
Όμως αυτό ήταν το παγόβουνο που ξεμυτίζει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το ‘Metal Gear Solid 3 Snake Eater’ έβαλε δυνατά την ύπαιθρο στο παιχνίδι, μία πρώτη προσπάθεια να ανοίξουν λίγο οι ορίζοντες συγκριτικά με τους εσωτερικούς χώρους των δύο πρώτων ‘MGS’. Προς Θεού, δεν μιλάμε για open-world game, εξάλλου ο ίδιος ο Kojima έχει παραδεχθεί ότι οι τεχνικοί περιορισμοί της εποχής δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο (το όνειρό του έγινε πραγματικότητα στο ‘The Phantom Pain’).
Όμως τα εμφανώς πιο ανοικτά επίπεδα, σε συνδυασμό με το καμουφλάζ και τα στοιχεία επιβίωσης (π.χ. τροφή), άλλαξαν δραστικά το σκηνικό. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε στο 1964, άρα τα gadgets δεν είναι και τα πιο high-tech που υπάρχουν, καθιστούσε αναγκαία τη συνθήκη να βασιστείς περισσότερο στις αισθήσεις σου και στο ένστικτο. Κι επειδή ακριβώς πρόκειται για stealth game, η εμπειρία ήταν ατόφια, γνήσια, κρυφτούλι, γρασίδι, διάβασμα του περιβάλλοντος και των κινήσεων. Προσοχή, κροκόδειλας.
Τσιγαράκι;
Έκανα το λάθος να χρησιμοποιήσω το συναίσθημα στην αρχή του κειμένου, με συνέπεια να φτάνουμε στον επίλογο και ν’ αδυνατώ να προσθέσω και πολλά. Να σημειώσω απλά εδώ ότι αν και εφόσον θέλεις να επιστρέψεις και να νοσταλγήσεις ή ακόμα και να γνωρίσεις το ‘MGS3’, η καλύτερη περίπτωση αυτή τη στιγμή είναι η HD Collection που το συμπεριλαμβάνει σε PS3, Xbox 360 και PS Vita (σε κουτί, εναλλακτικά μπορείς να το κατεβάσεις και ξεχωριστά σε ψηφιακή μορφή).
Κατά τα άλλα, αυτά, ήσυχα. Stealth, αθόρυβα, μυστικά, φιδίσια, όμορφα, συγκινητικά. ‘Metal Gear Solid 3 Snake Eater’.