© Alexandros Michailidis / SOOC
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Θρίλερ και ελληνικό καλοκαίρι: «Ελεύθερο κάμπινγκ»

Πρωτότυπες ιστορίες από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς με βάση τρεις προϋποθέσεις: να έχουν σασπένς, να έχουν φόντο τους θερινούς μήνες στη χώρα μας και να ολοκληρώνονται σε μερικές εκατοντάδες λέξεις. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά ο Κωνσταντίνος Μοσχάτος.

Υπάρχει η τουριστική εικόνα για την Ελλάδα που ονειρεύεται κρασί, θάλασσα και καλοκαιρινούς έρωτες. Υπάρχει όμως και η απτή πραγματικότητα: αφόρητη ζέστη, απόκοσμα τοπία, ανθρώπινες ιστορίες που πηγαίνουν τελείως στραβά. Καμία από τις δύο δεν είναι απόλυτα αληθινή, αφού όπως είναι γνωστό η αλήθεια βρίσκεται -σχεδόν πάντα- κάπου στη μέση. Πώς όμως φαντάζονται οι Έλληνες συγγραφείς τους καλοκαιρινούς μήνες στη χώρα μας;

Το OneMan δίνει την απάντηση στο ερώτημα, μέσα από 4 πρωτότυπα διηγήματα με θρίλερ θεματική και φόντο το ελληνικό καλοκαίρι που θα δημοσιεύονται κάθε Κυριακή του Αυγούστου. Ιστορίες μερικών εκατοντάδων λέξεων από γνωστές πένες της χώρας μας οι οποίες, όμως, δεν έχουν happy end. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά ο Κωνσταντίνος Μοσχάτος.

***

«Ελεύθερο Κάμπινγκ»

«Δεν θέλω να πεθάνω…» πάω να ουρλιάξω αλλά η φωνή μου βγαίνει σαν πνιχτός λυγμός. Τριγύρω ερημιά και σκοτάδι. Και τα βήματά του πίσω μου. Τρέχω ξυπόλητη προς τη βραχώδη μεριά της παραλίας κι όμως δε νιώθω πόνο. Η ανάσα μου γίνεται ένα με τον σφυγμό μου.

«Βοήθεια! Θα με σκοτώσει!» ξαναφωνάζω μέσα στα κλάματα. Αυτή τη φορά η φωνή μου αντηχεί. Τα τρία σπίτια προς τη μεριά του κάμπου μοιάζουν έρημα. Το ένα γιαπί. Κανείς δεν πρόκειται να μ’ ακούσει. Κοιτάζω την οθόνη του κινητού που τόση ώρα προσπαθεί να πιάσει σήμα.

«Νάσια, εσύ; Τι συμβαίνει;»

«Βοήθεια, Εύα! Θα με σκοτώσει». Το κεφάλι μου βουίζει, τα πόδια μου τρέμουν. Κοντοστέκομαι.

«Ποιος; Ο Χρήστος; Ηρέμησε και πες μου τι συμβαίνει…»

Νιώθω ένα άγγιγμα στον ώμο, τα γόνατα μου λυγίζουν πάνω στη σκληρή και ξερή σαν χώμα άμμο. Το κινητό μου φεύγει απ’ τα χέρια και πέφτει σ’ έναν τεράστιο σωρό με υγρά σιχαμερά φύκια. Μαύρη άμμος, μαύρα φύκια, μαύρος ουρανός και θάλασσα. Όλα μαυρίζουν εκτός απ’ την οθόνη του κινητού. Αυτή φωτίζεται ακόμα, η Εύα φωνάζει, από μέσα ακούγονται μουσικές. Εγώ δεν ακούω τίποτα πια. 

Μόνο το βοριαδάκι και τα αφρισμένα κύματα που χτυπούν πίσω μου. Γυρίζω και τον βλέπω να στέκεται από πάνω μου, με τον σουγιά στο χέρι. Δάκρυα κυλούν στα χείλη μου, καθώς τον κοιτάζω.

«Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω».

«Νάσια…τι γίνεται;» ακούω ξαφνικά την αγωνιώδη κραυγή της. «Δε σ’ ακούω…Χάνεσαι».

Το χέρι του Χρήστου μ’ αγγίζει ξανά όπως είμαι καθισμένη χάμω. Το άσπρο των ματιών του είναι πολύ μεγάλο. Με τρομάζει περισσότερο κι από τη σκοτεινή μορφή του. 

Θέλω να τρέξω πάλι, να πω στην Εύα την αλήθεια. Με κυνηγάει, αυτό γίνεται. Μια βδομάδα περάσαμε τέλεια με την παρέα μας στο οργανωμένο κάμπινγκ της Αντιπάρου. Όταν έφυγαν οι περισσότεροι απ’ το νησί, ο Χρήστος πρότεινε να πάμε για ελεύθερο οι δυο μας στα Λιβάδια, μια απόμερη παραλία που ήξερε. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι το ένα παιδί απ’ την παρέα, ο Μάνος, ήταν ο πρώην μου. Το έμαθε όμως σήμερα το βράδυ που είδε το μήνυμα του στο κινητό μου. «Μου έλειψες…» 

Tότε ο γλυκός Χρήστος, ο τρυφερός, ο άνετος, που μου έκανε παθιασμένα έρωτα στα στρώματα γυμναστικής και που γελούσε με το τράνταγμα του αντίσκηνου, που με είχε όλη την ώρα αγκαλιά όταν κολυμπούσαμε γυμνοί κι όταν κοιμόμασταν, έγινε άλλος άνθρωπος. Με χαστούκισε, με χτύπησε, μου κοπάνησε το κεφάλι στην άμμο, λέγοντας πως τον ξεφτίλισα, πως δεν αξίζω τίποτα, πως είμαι ένα τίποτα. Άρχισα να τρέχω προς το αμάξι. Με κυνήγησε. «Από ‘δω δεν πρόκειται να φύγεις» είπε επιδεικνύοντας τα κλειδιά. «Ήρθαμε να την περάσουμε οι δυο μας».

Και τώρα στέκεται από πάνω μου με τον ελβετικό σουγιά στον χέρι. Όλα αλλάζουν σε μια στιγμή. Σκύβει αργά, μ’ αγκαλιάζει, με φιλάει, σκουπίζει τα δάκρυα μου. Γίνεται πάλι ο γνωστός Χρήστος.

Ηρεμώ για λίγο, του δίνω χέρι να με σηκώσει και χώνομαι στην αγκαλιά του. Ίσως, αυτό το τέρας της ζήλιας που του ‘φαγε τα σωθικά κι έβαλε στόχο κι εμένα, να χάθηκε. Σαν δαίμονας που ξορκίστηκε, σαν μια περαστική κρίση. Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να το περάσουν αυτό σκέφτομαι, μετά από ώρα. Είναι δύο μετά τα μεσάνυχτα, το σκοτάδι μπροστά στον ορίζοντα και πίσω μας ίδιο πίσσα. Μόνο λίγα αστέρια στον ουρανό και μια φωτιά από θαλασσόξυλα πλάι μας το φως.

Φοράω μια ζακέτα, κάθομαι δίπλα στη φωτιά, χωμένη στην αγκαλιά του, κι όμως κρυώνω. Χωρίς να το περιμένω, σταματάει να μ’ αγκαλιάζει και γέρνει από πάνω μου. Μου βγάζει το σορτσάκι, δίνει μερικά γρήγορα φιλιά, τραβάει το εσώρουχό μου και μπαίνει δυνατά μέσα μου. Κρυώνω πολύ. Είμαι στεγνή και πονάω. Κι όμως, τον αφήνω να κάνει ότι κάνει. Άγρια, σκληρά, χωρίς συναίσθημα. Το στόμα του δε μου λέει τίποτα, τα φιλιά του το ίδιο τίποτα. Κάποια στιγμή σκύβει στ’ αυτί μου. «Έχεις ξανακάνει…;»

Του λέω την αλήθεια και το μετανιώνω στη στιγμή. «Δεν θέλω τώρα…» ψιθυρίζω. Επιμένει. «Δεν θέλω σου λέω».

Τραβιέται απότομα από μέσα μου πριν τελειώσει. Και προσπαθεί να…. Φωνάζω ικετευτικά, αποτραβιέμαι απ’ τη φωτιά και να σου πάλι ο δαίμονας. Μου χιμάει, με βρίζει, με χτυπάει. «Πουτάνα, με τον Μάνο ήθελες, μ’ εμένα δεν θες».

Σέρνομαι προς τη σκηνή. Το μέτωπο και το σώμα μου ξαφνικά καίνε. Πλάι στους πασσάλους ο φακός, ο σουγιάς, τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Κάνω να τα πιάσω, μα τα πατάει. Το σακίδιο μου μέσα στο αντίσκηνο, είναι αδύνατο να το πάρω. Τέλος για μένα ο δαίμονας. Οριστικό τέλος αυτή τη φορά. Αρπάζω το κινητό κι ό,τι άλλο βρίσκω μπροστά μου και τρέχω ξανά προς τους σωρούς με τα φύκια.

Η ανάσα μου κόβεται, οι δυνάμεις μου στερεύουν κι όμως συνεχίζω. Πηδάω τον πρώτο σωρό. Κανείς δεν θα μ’ ακούσει αν φωνάξω. Οι τελευταίοι άνθρωποι που είδα ήταν δυο σέρφερ το απόγευμα. Μακάρι να ‘ταν τώρα εδώ γύρω.

Ξαναπαίρνω την Εύα. Το σήμα ζορίζεται. Κλείνω και ξανακαλώ. Ξανακαλώ και τρέχω. Κι όπως γλιστράω πάνω στα φύκια, πέφτω μπρούμυτα και βάζω τα χέρια μου στα πετραδάκια. Μια ψηλή σκιά πλανιέται από πάνω μου. Τα μάτια μου μισόκλειστα φαντάζονται τους σέρφερ. 

Τα χέρια που τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου γνώριμα. Το ίδιο κι η φωνή. «Πού πας; Δεν πρόκειται να φύγεις». 

«Δεν θέλω να πεθάνω» τραυλίζω καθώς τα χέρια του σφίγγουν όλο και προς τα μέσα. Τώρα η ανάσα μου κόβεται στ’ αλήθεια. Τα κύματα κι ο αέρας δεν ακούγονται πια. Η άμμος και τα φύκια είναι ψηλά και μακριά, ο ουρανός κάτω απ’ τα γόνατα και τις παλάμες μου. Ήρθε η ώρα να ελευθερωθώ για πάντα. Τραντάζομαι ολόκληρη, οι σπασμοί με παραλύουν. Τινάζομαι απελπισμένη κι όμως είναι όλα όμορφα. Πάρα πολύ όμορφα.

Και ίδια με πριν. Τα κύματα που αφρίζουν, το βοριαδάκι που σφυρίζει στο γυμνό ακρογιάλι. Τα βρεγμένα φύκια που μυρίζουν σαπίλα, το σκληρό αμμόχωμα κι ο κατάμαυρος ουρανός. Μόνη διαφορά ο ελβετικός σουγιάς που άρπαξα έξω απ’ τη σκηνή. Κι από την τσέπη της ζακέτας μου είναι πια καρφωμένος στον λαιμό του.

Μια φωνή πετάγεται από τη φωτισμένη οθόνη του κινητού. «Νάσια, είσαι καλά;»

***

Ο Κωνσταντίνος Μοσχάτος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ο Λύκος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.