© Dimitris Kiriakakis / Unsplash
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Θρίλερ και ελληνικό καλοκαίρι: «Λούπα»

Πρωτότυπες ιστορίες από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς με βάση τρεις προϋποθέσεις: να έχουν σασπένς, να έχουν φόντο τους θερινούς μήνες στη χώρα μας και να ολοκληρώνονται σε μερικές εκατοντάδες λέξεις. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά ο Βαγγέλης Γιαννίσης.

Υπάρχει η τουριστική εικόνα για την Ελλάδα που ονειρεύεται κρασί, θάλασσα και καλοκαιρινούς έρωτες. Υπάρχει όμως και η απτή πραγματικότητα: αφόρητη ζέστη, απόκοσμα τοπία, ανθρώπινες ιστορίες που πηγαίνουν τελείως στραβά. Καμία από τις δύο δεν είναι απόλυτα αληθινή, αφού ως γνωστό η αλήθεια βρίσκεται -σχεδόν πάντα- κάπου στη μέση. Πώς όμως φαντάζονται οι Έλληνες συγγραφείς τους καλοκαιρινούς μήνες στη χώρα μας;

Το OneMan δίνει την απάντηση στο ερώτημα, μέσα από 4 πρωτότυπα διηγήματα με θρίλερ θεματική και φόντο το ελληνικό καλοκαίρι που θα δημοσιεύονται κάθε Κυριακή του Αυγούστου. Ιστορίες μερικών εκατοντάδων λέξεων από γνωστές πένες της χώρας μας οι οποίες, όμως, δεν έχουν happy end. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά ο Βαγγέλης Γιαννίσης.

***

«Λούπα»

Ο χρόνος στις διακοπές είναι σχετικός. Συστέλλεται και διαστέλλεται κατά βούληση, η γραμμικότητά του καταργείται, σχηματίζει περίπλοκες πλεξούδες, αιχμηρές και απότομες κορυφές, βαθιές κοιλάδες, οχτάρια και πρόσκαιρες παράλληλες ευθείες. Μοιάζει με τα κύματα που σκάνε στην αμμουδιά κι εμείς, οι παραθεριστές, απλά τα καβαλάμε, χωρίς να έχουμε τον έλεγχο. Δεν διαλέγουμε εμείς ποιο κύμα θα καβαλήσουμε, ούτε σε ποιο σημείο της ακτής θα καταλήξουμε. Συμβαίνει πολλές φορές να απολαμβάνεις τον πρωινό καφέ στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, χαμένος στις σκέψεις σου —ή στην ανυπαρξία τους— με το βλέμμα να ακολουθεί κάποιο ιστιοπλοϊκό στον ορίζοντα, τα βλέφαρα να κλείσουν προς στιγμήν και όταν ανοίξουν το σκάφος έχει χαθεί, η παραλία έχει αδειάσει, το ζευγάρι στο διπλανό μπαλκόνι δεν παίζει πια τάβλι και ο ήλιος έχει δύσει. Φυσικά, δεν δίνεις καμία σημασία και συνεχίζεις απλά τη μέρα —ή τη νύχτα σου— επειδή γνωρίζεις για τη σχετικότητα του χρόνου.

Όταν ο Πέτρος γύρισε από την παραλία εκείνο το βράδυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έμενε, με το μαγιό του ποτισμένο ακόμα με θαλασσινό νερό, μιας και οι πετσέτες που είχε πάρει μαζί του αρκετές ώρες νωρίτερα, όταν είχε κατέβει στην παραλία, είχαν κάνει φτερά, περίμενε ότι θα ξέπλενε την αλμύρα από πάνω του κι έπειτα θα περνούσε μία ήσυχη βραδιά μπροστά από ένα αρχείο Word, το οποίο φιλοδοξούσε να γεμίσει με τουλάχιστον δύο χιλιάδες λέξεις, προτού νυστάξει. Μάταια, φυσικά.

Το πρόγραμμα που είχε φτιάξει τόσο λεπτομερώς στο κεφάλι του, διεκόπη από το περίγραμμα μίας μορφής κάτω από τα σκεπάσματα. Πιθανότατα εκείνη τη στιγμή να ήρθαν στον νου του σκηνές από φιλμ νουάρ όπου ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει έντρομος το πτώμα μίας άγνωστης κοπέλας στο κρεβάτι του —δίπλα του— χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα τι προηγήθηκε, ποια ήταν η κοπέλα και πώς κατέληξε νεκρή δίπλα του. Και όταν τράβηξε τα σκεπάσματα μάλλον θα προτιμούσε να βρισκόταν αντιμέτωπος με το σενάριο αυτό. Το πτώμα μίας άγνωστης στο κρεβάτι του, τουλάχιστον, θα μπορούσε να εξηγηθεί λογικά. Αλλά πώς μπορούσε να εξηγήσει, λογικά ή όχι, ότι το πτώμα που κειτόταν στο κρεβάτι όπου είχε ξυπνήσει μερικές ώρες νωρίτερα ανήκε στον ίδιο;

Το σεντόνι έφυγε από το χέρι του και οπισθοχώρησε. Ωστόσο, αντιστάθηκε στο ένστικτό του και έκανε ισάριθμα βήματα μπροστά. Έσκυψε πάνω από το πτώμα, το περιεργάστηκε από διάφορες γωνίες και βεβαιώθηκε ότι, ναι, ανήκε στον ίδιο. Κάθισε βαριά στο δροσερό πάτωμα και έβαλε το μυαλό του να δουλέψει. Δεν του ήταν δύσκολο να αποδεχθεί την πιθανότερη λύση στο αίνιγμα, παρόλο που έβγαινε έξω από τα όρια της λογικής. Η ζωή τον είχε φέρει αντιμέτωπο με μία κατάσταση ανάλογη με εκείνες που ο ίδιος φέρνει τους πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων του. Θυμόταν το πρωινό ξύπνημα στο ζεστό κρεβάτι και το κουνούπι που είχε χώσει την προβοσκίδα στον πήχη του. Τη διαδρομή μέχρι την παραλία. Τη μυρωδιά του αντηλιακού, τον ιδρώτα στο πλαστικό κύπελλο με τον καφέ. Τη δροσιά του νερού και το τσούξιμο της αλμύρας όταν άνοιξε τα μάτια του για να δει τον βυθό. Τα παιχνιδίσματα του φωτός στην άμμο και το ξαφνικό σκοτάδι. Όταν αναδύθηκε, ο ήλιος είχε χαθεί. Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί όσο βρισκόταν στο νερό; Και είχε συμβεί μονάχα στον ίδιο ή μήπως υπήρχαν και άλλα θύματα του χρόνου στο νησί;

Όχι, δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Τα ερωτήματα θα έπρεπε να περιμένουν. Πρώτα έπρεπε να βρει λύση για το πτώμα στο κρεβάτι του. Φυσικά, δεν μπορούσε να ειδοποιήσει τη ρεσεψιόν ή την αστυνομία. Βέβαια, θα την ειδοποιούσε αν το πτώμα ανήκε σε κάποιον άλλο; Όχι, αλλά τουλάχιστον στην περίπτωση αυτή δεν θα είχε να εξηγήσει πώς ήταν ταυτόχρονα και ζωντανός και νεκρός. Έπρεπε να το εξαφανίσει. Να μεταφέρει με κάποιο τρόπο το πτώμα του εκτός ξενοδοχείου, δίχως να τον δει κανείς, και να το ξεφορτωθεί. Θυμόταν πως στα βόρεια του νησιού υπήρχε ένα φαράγγι. Ένας ορειβάτης, μάλιστα, είχε χάσει εκεί τη ζωή του κατά την έναρξη της τουριστικής σεζόν. Θα φόρτωνε τον νεκρό εαυτό του στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και θα χρησιμοποιούσε την κάλυψη της νύχτας για να τον ρίξει στο φαράγγι. Αν, βέβαια, κατάφερνε πρώτα να κατεβάσει απαρατήρητος το πτώμα από το διαμέρισμα. Υπήρχε πάντοτε κάποιος στη ρεσεψιόν. Ο ευρηματικός νους, ωστόσο, μπορεί πάντοτε να σκαρώνει λύσεις.

Τράβηξε το πτώμα του από το κρεβάτι και το άφησε στο πάτωμα. Έπειτα, προσπαθώντας να το αγνοήσει, ξέστρωσε το κρεβάτι και άδειασε τη ντουλάπα από σεντόνια και πετσέτες. Με τη βοήθεια του YouTube έμαθε πώς να φτιάχνει σχοινιά και έδεσε το πτώμα του από τη μία άκρη τους. Βγήκε στο μπαλκόνι, βεβαιώθηκε πως ήταν μόνος του έξω, έβγαλε το πτώμα, το σήκωσε όρθιο και πάνω από την κουπαστή και με κόπο το κατέβασε όσο πιο αργά και αθόρυβα μπορούσε στον κήπο του ξενοδοχείου. Έπειτα, μπήκε στο δωμάτιο, έκλεισε τη μπαλκονόπορτα, βγήκε από την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες. Στη ρεσεψιόν χαιρέτησε τον νυσταλέο υπάλληλο, βγήκε στη βεράντα και έκανε τον γύρο του κτιρίου. Το πτώμα του βρισκόταν ακόμα εκεί όπου το είχε αφήσει. Το έσυρε μέχρι το γειτονικό πάρκινγκ και το φόρτωσε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.

Έβαλε μπροστά και ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του GPS δίχως να προσέξει το όχημα που τον ακολουθούσε φροντίζοντας να κρατήσει αρκετή απόσταση, με τους προβολείς σβηστούς. Δεν έσβησε τη μηχανή όταν έφτασε στον προορισμό του και φρόντισε να λύσει τα σεντόνια προτού σύρει το πτώμα του μέχρι το χείλος του φαραγγιού. Με ένα σπρώξιμο οι σκοτούρες του θα γίνονταν παρελθόν. Το πτώμα κύλησε και χάθηκε στο σκοτεινό κενό. Ο Πέτρος αφουγκράστηκε. Ο ήχος της πρόσκρουσης του σώματος στις πέτρες δεν ήταν όπως τον περίμενε. Για την ακρίβεια, του δημιούργησε την εντύπωση πως κάτι μαλακό είχε προσγειωθεί σε κάτι εξίσου μαλακό. Έκανε μεταβολή για να πάρει τον φακό που είχε πάντα μαζί του στο αυτοκίνητο, αλλά προτού ολοκληρώσει την κίνηση, μία πέτρα τον βρήκε στον αριστερό κρόταφο, συντρίβοντας το κρανίο του. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο κενό.

Τον είδα να χάνεται στην άβυσσο. Κλικ. Ο φακός που κρατούσα στο αριστερό άναψε και φώτισε το ακίνητο σώμα του, ανάμεσα στα πτώματα των υπόλοιπων εαυτών μας. Ένα νεκροταφείο από Πέτρους. Έσβησα τον φακό, ξεφύσηξα και έσυρα τα πόδια μου μέχρι το αυτοκίνητο με το οποίο ο Πέτρος νούμερο 13 είχε έρθει μέχρι εδώ. Έβαλα μπροστά, έκανα αναστροφή και πήρα τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο, αφήνοντας πίσω μου το αμάξι με το οποίο είχα ακολουθήσει τον εαυτό μου. Θα το άφηνα εκεί. Τι σημασία είχε, άλλωστε; Πιθανότατα καμία. Σε μερικές ώρες η ιστορία κατά πάσα πιθανότητα θα επαναλαμβανόταν —και ήλπιζα πως, αν δεν κατάφερνα να σπάσω τη λούπα, τουλάχιστον να μην κατέληγα στον πάτο του φαραγγιού.

***


*Ο Βαγγέλης Γιαννίσης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Το τελευταίο του βιβλίο «Ίνκουμπους» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.