© Hippo FromEarth / Unsplash
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Θρίλερ και ελληνικό καλοκαίρι: «Ο νεκρός»

Πρωτότυπες ιστορίες από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς με βάση τρεις προϋποθέσεις: να έχουν σασπένς, να έχουν φόντο τους θερινούς μήνες στη χώρα μας και να ολοκληρώνονται σε μερικές εκατοντάδες λέξεις. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά ο Μιχάλης Μακρόπουλος.

Υπάρχει η τουριστική εικόνα για την Ελλάδα που ονειρεύεται κρασί, θάλασσα και καλοκαιρινούς έρωτες. Υπάρχει όμως και η απτή πραγματικότητα: αφόρητη ζέστη, απόκοσμα τοπία, ανθρώπινες ιστορίες που πηγαίνουν τελείως στραβά. Καμία από τις δύο δεν είναι απόλυτα αληθινή, αφού όπως είναι γνωστό η αλήθεια βρίσκεται -σχεδόν πάντα- κάπου στη μέση. Πώς όμως φαντάζονται οι Έλληνες συγγραφείς τους καλοκαιρινούς μήνες στη χώρα μας;

Το OneMan δίνει την απάντηση στο ερώτημα, μέσα από 4 πρωτότυπα διηγήματα με θρίλερ θεματική και φόντο το ελληνικό καλοκαίρι που θα δημοσιεύονται κάθε Κυριακή του Αυγούστου. Ιστορίες μερικών εκατοντάδων λέξεων από γνωστές πένες της χώρας μας οι οποίες, όμως, δεν έχουν happy end. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά ο Μιχάλης Μακρόπουλος.

***

«Ο νεκρός»

Τα ξερά χορτάρια θρόιζαν γύρω από τα ορειβατικά του μποτάκια· το πόδι του έπαιζε δεξιά αριστερά, πάνω στις πέτρες. Μες στ’ αυγουστιάτικο λιοπύρι, τα γύρω βουνά τρεμούλιαζαν θολά κάτω απ’ τον ξασπρισμένο γαλάζιο ουρανό. Από μέσα απ’ το καπέλο του, ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο μέτωπό του, του ’μπαινε στα μάτια, που τον έτσουζαν κι ολοένα τα σκούπιζε και τ’ ανοιγόκλεινε. Η πλάτη του ήταν μουσκεμένη, το σακίδιο κολλούσε πάνω της. Στα σκασμένα του χείλια είχε μια γεύση υγρής αρμύρας, και τη μυρωδιά του χόρτου στα ρουθούνια του. Τριγύρω, έντομα ζουζούνιζαν, μα κι ο τόπος όλος είχε ένα βούισμα μετά βίας αισθητό: το βούισμα της ζέστης, του καλοκαιριού, της σιωπής του βουνού, της μοναξιάς του πεζοπόρου. Στάθηκε, ξεζαλικώθηκε το σακίδιο, ήπιε λίγο νερό. Μια βδομάδα τώρα, σκέφτηκε. Μια βδομάδα ακόμα. Όμως ο μοναχικός χρόνος διαστάλθηκε, άπλωσε από βουνό σε βουνό μέχρι τον ορίζοντα, που ολοένα τραβιόταν παραπίσω. Είμαι από πάντα εδώ και θα ’μαι για πάντα. Κι έπειτα: Ό,τι κι αν συναντούσα τώρα, νεκρούς θαμμένους εδώ, απ’ το ’40, να κάθονται σ’ εκείνες εκεί τις πέτρες εκειδά και να κάνουν τσιγάρο, δε θα μου φαινόταν περίεργο ούτε θα με φόβιζε.

Προχώρησε, αλλά παρακάτω στάθηκε ξανά. Στα ρουθούνια του, ανάκατη με το χόρτο, είχε τώρα μια βαριά και γλυκερή μυρωδιά, αχνή ακόμα – αλλά πιο κάτω τον έπνιξε. Κάτι ψόφησε, είπε. Κάτι μεγάλο. Μπορεί κάνα άλογο, καμιά γελάδα.

Συνέχισε κι άκουσε το βούισμα, στη χροιά όχι αλλιώτικο μ’ αυτό που ’χε ως τώρα να τον συντροφεύει, μα πιο πυκνό. Και τον είδε.

Ήταν σωριασμένος χάμω. Παρακεί ένα όπλο ήταν πεσμένο. Στην κοιλιά του μια τρομερή πληγή έχασκε κι ένα σύννεφο μύγες τη σκέπαζε, σηκωνόταν, καθόταν ξανά.

Ένιωσε να μην τον βαστάνε τα πόδια του. Οι ζωντανεμένοι νεκροί δε θα τον ξάφνιαζαν μήτε θα τον φόβιζαν στην ερημιά, γιατί ’χαν πια τα κόκαλά τους ξασπρίσει μες στο χώμα, όμως αυτός εδώ ήταν μέχρι πρότινος ζωντανός, κάποιος που σαν τον ίδιον είχε πάρει μόνος το βουνό, έτσι ήτανε τώρα λες κι έβλεπε ο πεζοπόρος το δικό του πτώμα. Βουνά κι ουρανός έκλεισαν ξάφνου γύρω του, τον παγίδεψαν. Ένιωσε το φως και τη ζέστη να τον πλακώνουν.

Είδε παρακάτω ένα ξωκλήσι που ’μοιαζε λες και το ’χε γεννήσει το βουνό, θαρρείς κι από τις πέτρες γύρω μερικές είχαν στοιβαχτεί η μια πάνω στην άλλην. Σαν κυνηγημένος από τη ζέστη, απ’ το φως, από τα γυάλινα μάτια του νεκρού, απ’ την πληγή που λες και τον κοιτούσε όπως έχασκε, πήγε ως εκεί. Έσπρωξε την πόρτα που ’χε κρεμάσει και μάγκωνε κάτω, μπήκε τυφλωμένος στο ξαφνικό μισοσκόταδο μετά το εκτυφλωτικό φως και μύρισε βαριά τραγίλα – το ξωκλήσι ήταν στάνη κάποιου τσομπάνη που βοσκούσε εκεί γύρω τα ζώα του. Του νεκρού; Λίγο λίγο άρχισε να βλέπει. Σε μια γωνιά, ένα μανουάλι μ’ απολειφάδια παλιών κεριών. Πέντ’ έξι καρέκλες με ξεκοιλιασμένη ψάθα. Εικονίσματα όπου οι μορφές ίσα που φαίνονταν, με το χρόνο να ’χει προσθέσει τη φθορά του στην ισχνάδα τους.

Και στην πέρα γωνία, κει που το σκοτάδι βάθαινε πιο πολύ, μια σωριασμένη φιγούρα κουλουριασμένη στη σκόνη κάτω. Δυο φιγούρες: μια ανθρώπινη σφιχταγκαλιασμένη μ’ αυτήν ενός τράγου. Απ’ τον άνθρωπο φαινόταν ο γυμνόστηθος κορμός μονάχα, κι από το ζώο τα πίσω πόδια.

Έκανε να πλησιάσει κι έπειτα στάθηκε πάλι, γιατί οι δύο φιγούρες είχαν γίνει ξανά μία. Εκτός από τραγίσια πόδια, είχε κέρατα τράγου στο κεφάλι. Το λαγόνι του ήταν μες στα αίματα, κει που τον είχε πυροβολήσει ο νεκρός, αλλά ακόμη ανάσαινε, το βαρύ του στέρνο ανεβοκατέβαινε.

Πλησίασε όπως θα ζύγωνε σε κάτι συνάμα ανύπαρκτο και χειροπιαστό. Το καλοκαίρι σφυροκοπούσε τη σκοτεινιά στο ξωκλήσι, το βούισμα ηχούσε εκκωφαντικό: το βουητό της ζέστης, των βουνών, τ’ ουρανού, του σύννεφου από μύγες πάνω στην πληγή του νεκρού.

Έπιασε μια καρέκλα που η ψάθα της έχασκε, την τράβηξε μέχρι τη γωνιά στο βάθος, πλάι στη θύρα του ιερού. Κάθισε προσεχτικά γιατί το ’να πόδι ήταν μισοβγαλμένο και η καρέκλα παλαντζάριζε· όμως έμεινε ασάλευτος, μοιράζοντας σκυφτός το βάρος του στα πόδια του και πιο πολύ στη μια μπάντα της καρέκλας απ’ ό,τι στην άλλην. Έμεινε έτσι να κοιτά και λίγο μετά σηκώθηκε, πήρε από το σακίδιο φαΐ και νερό, κάθισε πάλι. Έφαγε, ήπιε κι έπειτα απλώς κοιτούσε ξανά γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει κι ούτε μπορούσε να φύγει. Ο πεθαμένος έξω ήταν πεθαμένος έτσι κι αλλιώς, κι αυτός έπρεπε να συνεχίσει να βλέπει κι ας μη γινόταν να καταλάβει γιατί δεν ήξερε πώς.

Έλεγε πως θα ’μενε παντοτινά εδώ, όμως τα μάτια που τα έκλειναν βλέφαρα σαν τραχιά πετσιά άνοιξαν ξάφνου. Οι κόρες ήταν όλο κι όλο μια σχισμή στο κιτρινισμένο ασπράδι. Χείλια λεπτά και πετσιασμένα τραβήχτηκαν, φάνηκαν δόντια που ’ταν γερά κι αραιά, σαν πλάκες φυτεμένες στα ούλα. Τη μια στιγμή ήταν πεσμένος χάμω και την επόμενη είχε σηκωθεί, κι ο καθισμένος επίσης – και στην κοιλιά του ένα τραγίσιο κέρατο μπήχτηκε, τραβήχτηκε πλάγια βαθαίνοντας την πληγή κι απλώνοντάς την. Σωριάστηκε στη σκόνη με τα μάτια ανοιχτά, και τον είδε στο μισοσκόταδο να πηγαίνει μέχρι την πόρτα, να την τραβάει και να βγαίνει, για να τον καταπιεί το φως.

Έμεινε μόνος, ακούγοντας καθώς ξεψυχούσε το βούισμα του καλοκαιριού, της βουνίσιας ερημιάς γύρω, του ξασπρισμένου ουρανού.

Πεθαίνοντας λίγο μετά, ήταν σίγουρος πως ποτέ δεν τον είχε δει.

***


* Ο Μιχάλης Μακρόπουλος είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Το τελευταίο του βιβλίο «Άρης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.