Τι λέει η νίκη του ‘Green Book’ για τα ίδια τα Όσκαρ
Πώς μια ταινία με τόσο χαμηλή αποδοχή από τους κριτικούς και αδιάφορη εμφάνιση στα ταμεία των ΗΠΑ κατάφερε να ανακηρυχθεί ως η καλύτερη της χρονιάς;
- 27 ΦΕΒ 2019
Τα Όσκαρ βρίσκονται σε πόλεμο με τον εαυτό τους αλλά από την άλλη, αυτό ίσχυε πάντοτε. Και δε θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει διαφορετικά, όταν μιλάμε για έναν οργανισμό χιλιάδων μελών που όσο περνούν τα χρόνια προάγει τη διαφορετικότητα των μελών του. Αλλά ακόμα και πριν την προ λίγων ετών ανανεωμένη προσπάθεια να φρεσκαριστεί η σύνθεση του οργανισμού, η μάχη πάντα μαινόταν και πάντα θα μαίνεται- αν μη τι άλλο, είναι κάτι που αφορά τη μάχη γενεών. Το νέο και το παλιό πάντα θα βρίσκονται σε πόλεμο.
Το 1989 το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας πήγε στον “Σοφέρ της Κυρίας Νταίζι”, την ταινία-ορισμό του Δεν Έχει Γεράσει Καλά, αποτελώντας τίτλο-συνώνυμο παλιομοδίτικου σινεμά με παλιομοδίτικες πολιτικές θέσεις. Ανάμεσα στις ταινίες που κέρδισε ήταν φιλμ του Όλιβερ Στόουν και το “Αριστερό Μου Πόδι” του Τζιμ Σέρινταν, ενώ την ίδια χρονιά είχαν κυκλοφορήσει (και προταθεί, σε άλλες κατηγορίες) διαχρονικά αριστουργήματα που όχι μόνο γέρασαν καλύτερα αλλά επηρέασαν και διαμόρφωσαν το νέο κύμα του αμερικάνικου σινεμά των επόμενων 30 χρόνων, το “Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες” του Στίβεν Σόντερμπεργκ και -φυσικά- το “Do the Right Thing” του Σπάικ Λι.
Δύο χρόνια αργότερα όμως, το ίδιο Όσκαρ θα κέρδιζε η “Σιωπή των Αμνών”, ένα θρίλερ που κυκλοφόρησε στην Αμερική καλοκαίρι και την οσκαρική περίοδο ήταν ήδη χιτ στα βιντεοκλάμπ. Η “Σιωπή” δεν είναι μια πολιτική ταινία, όμως η διάθεση της Ακαδημίας να το βραβεύσει με εκκωφαντικό τρόπο, δίνοντας και τα 5 μεγάλα Όσκαρ (Ταινία, Α’ Ανδρικό, Α’ Γυναικείο, Σκηνοθεσία, Σενάριο, κάτι που έχει γίνει μόλις 3 φορές στην ιστορία) σε ένα θρίλερ, μια ταινία είδους, δείχνει μια διάθεση εξερεύνησης πέρα από τα στεγανά και τα ίδια τα τεχνητά όρια του τι σημαίνει “οσκαρικό φιλμ”, κάτι που τα διάφορα “Σοφέρ” βρίσκονται εκεί μόνο για να επιβεβαιώσουν. Ο pulp χαρακτήρας του, το γεγονός πως οι περισσότεροι έστω και περιστασιακοί θεατές θα το είχαν ήδη δει κάποιο βράδυ νοικιάζοντάς το, αποτελούν στοιχεία που έρχονται σε πόλεμο με το gatekeeping κατεστημένο μιας εστέτ λογικής “εγώ ελέγχω τι είναι ποιοτικό σινεμά”. Η “Σιωπή των Αμνών” ήταν το αγαπημένο θρίλερ του πατέρα σου, που το είχατε ήδη δει μερικές φορές που δεν είχε τίποτα η τηλεόραση, και που όταν κέρδισε το Όσκαρ μπορούσατε να το νοικιάσετε την επόμενη κιόλας μέρας, από τη στίβα των εβδομαδιαίων στο βιντεάδικο.
Αυτά τα κύματα κόντρας διαφόρων τάσεων παρουσιάζονται διαρκώς στη διάρκεια της οσκαρικής ιστορίας, όπως είναι λογικό για ένα θεσμό, έναν οργανισμό, που ζει ήδη κοντά έναν ολόκληρο αιώνα. Υπάρχουν περίοδοι μιας κάποιας ηρεμίας, βεβαιότητας ή σχετικής σιγουριάς για την ταυτότητά τους. Στα ‘50ς, στον απόηχο του Μακαρθισμού είδαμε ταινίες σαν τον “Γύρο του Κόσμου σε 80 Ημέρες” να κερδίζουν το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Στα ‘70ς, με σημείο εκκίνησης το “Midnight Cowboy” του 1969, τα Όσκαρ πέρασαν ίσως την πιο θρυλική τους περίοδο, αναγνωρίζοντας σπουδαίες δουλειές μεγάλων δημιουργών μέσα από το στουντιακό σύστημα, τους “Νονούς”, τα “French Connection”, τις “Φωλιές του Κούκου”. Από τα μέσα των ‘90s είχαμε την κυριαρχία του Γουάινστιν και του ψευδο-ανεξάρτητου σινεμά. Υπάρχουν τάσεις, αλλά υπάρχουν και κομβικές στιγμές, γεμάτες συμβολικές μάχες σαν τα παραπάνω.
Ή σαν αυτό: Το 2005 το “Crash” του Πολ Χάγκις κέρδισε σοκαριστικά το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας μέσα από τα χέρια του “Brokeback Mountain” του Ανγκ Λι (ο οποίος πήρε το Σκηνοθεσίας), μια ταινία θρυλική πλέον ως αστοχία, που διαρκώς βρίσκεται στην κορυφή ή πολύ ψηλά σε κάθε λίστα με τους χειρότερους νικητές στην ιστορία των Όσκαρ. Όπως και ο “Σοφέρ”, είναι μια ταινία που φαινομενικά αγγίζει ευαίσθητα ζητήματα διαφυλετικών εντάσεων, όμως καταλήγει κι αυτό μέσα από παλιομοδίτικες και βαριεστημένες αφηγηματικές δομές, να παίζει το ρόλο του εξομολογητή για ένα έθνος προνομίου, καταλήγοντας σε ένα “ε τώρα, ρατσισμός, ξέρεις πώς είναι αυτά, σκατίλα, μη σου τύχει” κούνημα των ώμων. Τη χρονιά του μεγάλου γκέι μέινστριμ ρομάντζου, η Ακαδημία χωρίστηκε βίαια στα δύο, αναγνωρίζοντας μεν εκείνο, αλλά τιμώντας τελικά την πιο οπισθοδρομική της επιλογή σε όλη την ως τώρα ιστορία του 21ου αιώνα.
Και πάλι, πάμε δυο χρόνια αργότερα: Το ίδιο βραβείο πάει στο “No Country for Old Men” των σπουδαίων αδερφών Κοέν, μια ταινία αυθεντικότερα πεσιμιστική, αισθητικά πνιγηρή, δομικά τολμηρή. Στους αντιπάλους εκείνη τη χρονιά, συγκαταλέγεται και το “There Will Be Blood” του Πολ Τόμας Άντερσον. Από την στέψη μιας ταινίας-ντροπής από έναν δημιουργό παντελώς εξαφανισμένο από τον χάρτη πλέον, περάσαμε στην βράβευση ανθρώπων που δίχως υπερβολή είναι ανάμεσα σε εκείνους που γράφουν τη σύγχρονη ιστορία του αμερικάνικου σινεμά.
Όλες αυτές οι διετείς αποστάσεις ακραία αντιφατικών επιλογών, που αναμφίβολα υπάρχουν ένα σωρό ακόμα στην 90ετή ιστορία του θεσμού, δείχνουν σε μεγάλο βαθμό το πώς μπορεί συχνά η μία (ως τάση) να είναι ακόμα και αποτέλεσμα, αντίδραση, της άλλης, καθώς τα Όσκαρ και οι ψηφοφόροι τους συνεχίζουν να αλλάζουν και να αντιλαμβάνονται διαφορετικά το σινεμά και την κοινωνία. Ο σάλος των #OscarsSoWhite (όταν ταινίες σαν το “Creed” ή το “Straight Outta Compton” είχαν αποκλειστεί σχεδόν πλήρως, με τους δημιουργούς τους να γυρίζουν μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του αμερικάνικου σινεμά των επόμενων ετών) απείχε μόλις δύο χρόνια από τη σοκαριστική βράβευση του “Moonlight”, μιας πλήρως ανεξάρτητης ταινίας με αισθητικές επιρροές από το σινεμά της Ασίας και μια κοινωνική ματιά που στο παρελθόν θα έκανε την Ακαδημία του “Σοφέρ της Κυρίας Νταίζι” και του “Crash” να τρέχει πανικόβλητη. Και το ίδιο το “Moonlight”, απέχει δύο χρόνια από το “Green Book”, μια ταινία που, well.
Αν σε όλα τα παραπάνω διαφαίνεται μια τάση επιστροφής στα ίδια μοτίβα, επειδή time is a flat circle ως γνωστόν, τότε μέσα αυτό το μοτίβο έχει ενδιαφέρον το πώς κάθε περίπου 15 χρόνια η Ακαδημία θα βρει τρόπο να επιστρέψει σε αυτό τον ίδιο τύπο ταινίας. Το “Green Book”, σαν τους παραπάνω προκατόχους του, είναι μια ταινία που φαινομενικά ασχολείται με αυτές τις διαχρονικές εντάσεις της αμερικάνικης κοινωνίας, ρωτώντας ένα απλό “γιατί δε μπορούμε να τα έχουμε όλοι καλά ρε παιδιά”. Δίνει έτσι μια εντύπωση πολιτικά ορθής ρητορικής, μιας ενασχόλησης με διαφυλεκτικά ζητήματα που μιλούν στο σήμερα αλλά, όπως και οι προαναφερθείσες ταινίες, είναι τελικά μια ρητορική εντελώς άδεια, πλαστή και επίπονα ξεπερασμένη από την εποχή της.
Το “Green Book”, με το χαμηλότερο μέσο όρο κριτικών για Καλύτερη Ταινία από, ναι, το “Crash” και μετά, είναι δεδομένο πως στο μέλλον θα έχει μια θέση δίπλα σε εκείνες τις ταινίες στην μεγάλη ιστορική αποτίμηση των πραγμάτων. (Είναι απίστευτο αυτογκόλ για τα Όσκαρ το πώς κατάφεραν σε μια χρονιά με τόσες αγνές εμπορικές επιτυχίες αλλά και κριτικά αποθεωμένες ταινίες, να ανακηρύξουν Καλύτερη Ταινία ένα φιλμ που ούτε στην κριτική άρεσε, ούτε φεστιβαλικές διακρίσεις ιδιαίτερες είχε, ούτε ο κόσμος είδε.) Το να ασχολείσαι με ένα θέμα δε σημαίνει πως έχεις και κάτι ουσιαστικό να συνεισφέρεις στην κουβέντα, και το “Green Book” είναι ζημιογόνο. Πολύς κόσμος φεύγει από αυτό θεωρώντας πως είναι μια προοδευτική ταινία για ένα ζήτημα-ανοιχτή πληγή. Κριτικοί έγραψαν ακόμα πως η βράβευσή του είναι απόδειξη πως τα φετινά Όσκαρ ήταν “μαύρα”.
Φυσικά η αλήθεια απέχει από αυτό. Κατά την κυκλοφορία της ταινίας, είχα γράψει πως “δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν ακόμα ταινίες σαν το ‘Πράσινο Βιβλίο’, μια φρικτά παλιομοδίτικη -στα όρια του ‘Σοφέρ της Κυρίας Νταίζι’- ταινία που κοιτάζει το παρελθόν σαν αχνογυαλισμένο μπιμπελό και αναλογίζεται “πωπω κοίτα να δεις, κάποτε έπαιζε πολύς ρατσισμός φίλε” πριν προχωρήσει με ασφάλεια να λύσει το πρόβλημα. Υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος, απλά εξοργιστική μες στην απλουστευτικότητά της, ένα ομαδικό δείπνο όπου στη διάρκεια ενός τηλεφωνήματος συντελείται κοινωνική πρόοδος δεκαετιών. […] Όλη της η κατασκευή, με επίπεδα προσποίησης δομημένα το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργούν την εύλογη απορία. Ποια Αμερική βλέπει ο Πίτερ Φαρέλι όταν κοιτάει στον καθρέφτη;” Η ταινία είναι το ακριβώς αντίστροφο από αυτό που φαίνεται να εκπροσωπεί και γι’αυτό ακριβώς συναντά τόσες αντιδράσεις.
Ο Σπάικ Λι του “BlacKkKlansman”, μια ταινία που επίσης δεν είναι δα και τίποτα ριζοσπαστικό θεματικά προσφέροντας αρκετές μεσοβέζικες προσεγγίσεις (αλλά μπροστά στο “Green Book” μοιάζει με επανάσταση), όταν ανακοινώθηκε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, σηκώθηκε για να φύγει από την αίθουσα. Αργότερα, ξεκαθάρισε πως “it’s not my cup of tea” χοροπηδώντας μες στη χαρά, έχοντας πρώτα τραβήξει τις ίδιες παραλλήλους που πολλοί είχαμε σκεφτεί έτσι κι αλλιώς: 3 δεκαετίες μετά το “Do the Right Thing” (που τότε δεν είχε καν προταθεί), σήμερα χάνει πάλι από μια ταινία ακριβώς σαν τον “Σοφέρ”.
“Ι guess it’s progress!”
Νωρίτερα, είχε πιει λίγη σαμπάνια ακόμα και πρόσθεσε πως “ο διαιτητής έδωσε λάθος σφύριγμα”.
Στην διάρκεια της τελετής, ο Σάμιουελ Τζάκσον παρουσίασε τα Όσκαρ Σεναρίου. Δείτε τη διαφορά στην αντίδρασή του όταν έδωσε το Πρωτότυπο στο “Green Book” και το Διασκευασμένο στο “BlacKkKlansman”.
Ο Τσάντγουικ Μπόζμαν αντέδρασε με αυτό τον απίθανο τρόπο όταν το “Green Book” κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Το ξέρουμε πολύ καλά αυτό το ύφος. Δεν είναι καν θυμός ή απογοήτευση. Είναι αυτό το περιπαικτικό “λολ προφανώς, πάμε να φάμε τίποτα τώρα”. Είναι το ύφος που είχαμε στο σχολείο όταν έμπαινε για μάθημα κάποιος από τους πραγματικά χειρότερους καθηγητές που έκανε ένα από τα πιο ασήμαντα μαθήματα και κανείς δεν είχε καμία όρεξη κι απλά κοιταζόμασταν με eye rolls για 45 λεπτά. Το ξέρουμε αυτό το ύφος!
Αργότερα στο “Daily Show”, ο Τρέβορ Νόα ανέφερε πως “το ‘Green Book’ έχει χαρακτηριστεί το αντίστροφο ‘Σοφέρ της Κυρίας Νταίζι’ επειδή ο οδηγός είναι λευκός κι ο επιβάτης είναι μαύρος. Και μετά οδηγούν με την όπισθεν, όλη η ταινία.”
Ο Πολ Σρέιντερ, σεναριογράφος του “Ταξιτζή” και προτεινόμενος επιτέλους για Όσκαρ φέτος με το “First Reformed” μουρμούρησε φεύγοντας πως “δε μπορείς να ανταγωνιστείς με τη μετριότητα.”
Δε θυμάμαι συχνά τόσο ξεκάθαρες αντιδράσεις, τόσο άφοβα υποτιμητικές αντιδράσεις από μέλη της κοινότητας απέναντι σε κάποιον μεγάλο νικητή την ίδια τη βραδιά της απονομής, αλλά υποθέτω πια πως αυτό το μοτίβο είναι πια αρκετά παλιό ώστε να είναι και πιο άμεσα αναγνωρίσιμο. Είμαστε πια υπερβολικά εκπαιδευμένοι στο να εντοπίζουμε τα “Crash”. Και μπορεί στην Ευρώπη η ταινία να την έβγαλε σχετικά καθαρή με πιο ανώδυνα τριάρια από τους κριτικούς υπό έναν μανδύα “feelgood παλιομοδίτικης διασκέδασης” αλλά στην Αμερική του Τραμπ και των αζωογονημένων κινημάτων, οι άμυνες ήταν ευθύς εξαρχής υψωμένες.
Στον τύπο, οι αντιδράσεις κινήθηκαν σε αυτό τον τόνο. “Ο πειρασμός να το συγκρίνουμε με την εκλογή του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είναι υπερβολικά δυνατός για να αντισταθούμε”, σημειώνει το Ringer. “H νίκη του ‘Green Book’ μας γυρνάει σε μια παλιότερου είδους οσκαρική παρωδία”, γράφει το Slate. “To ‘Green Book’ είναι ο χειρότερος οσκαρικός νικητής από το ‘Crash’,” γράφει στον τίτλο του ο Τζάστιν Τσανγκ των LA Times, συνοψίζοντας.
Μα την ίδια ώρα, στην ίδια ακριβώς τελετή, ο Ολίβια Κόλμαν με τη νίκη της στον Α’ Γυναικείο Ρόλο για το “Favourite” γινόταν μια από τις μεγαλύτερες, αγνότερες και πιο ευχάριστες εκπλήξεις στη σύγχρονη οσκαρική ιστορία, ξεπερνώντας το φαινομενικά βέβαιο Όσκαρ “για τη συνολική προσφορά” της Γκλεν Κλόουζ. Ένιωσα σα να έβλεπα τη “Σιωπή των Αμνών” να κερδίζει τα 5 της Όσκαρ.
Νωρίτερα την ίδια βραδιά, ο Σπάικ Λι πήρε το πρώτο του διαγωνιστικό Όσκαρ, 29 χρόνια μετά το “Do the Right Thing”. (“I guess it’s progress!”) Η Ρετζίνα Κινγκ κέρδισε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για τη θαυμάσια εμφάνισή της στο αριστούργημα “Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει” του Μπάρι Τζένκινς, του οποίου άλλη μια -μικρή, απαιτητική- ταινία μετά το “Moonlight” φεύγει βραβευμένη με μεγάλο Όσκαρ. Το “Black Panther” κέρδισε 3 βραβεία και δεν τοποθετώ τη χαρά μου στο πλαίσιο μιας κάποιας fanboy χαράς για τους υπερήρωες ή τη Marvel (μου είναι αδιάφορο αν ταινία της Marvel θα κερδίσει Όσκαρ) αλλά επειδή η συγκεκριμένη δουλειά έφερε μια πραγματικά σημαντική αισθητική ματιά και πρόταση στη δημιουργία του κόσμου της, εξ ου και τα Όσκαρ Κουστουμιών, Σκηνογραφίας και Μουσικής. Το “Spider-Verse” έφερε κάτι καινούριο στο animation και σε μια ταχύτατη αντίδραση της βιομηχανίας, κέρδισε και το Όσκαρ! Ο Αλφόνσο Κουαρόν κέρδισε 3 προσωπικά Όσκαρ για μια φορμαλιστικά ακριβή και φιλόδοξη ασπρόμαυρη μεξικάνικη ταινία του Netflix- να κάτι που δε θα ήταν δυνατόν να έχει συμβεί μέχρι και πριν λίγα χρόνια.
Έχει ενδιαφέρον το πώς πίσω από τη βιτρίνα του “Green Book” (βιτρίνα το “Green Book”…) διαφαίνεται ένα οσκαρικό σώμα που αγκαλιάζει το διαφορετικό ή ακόμα και το τολμηρό, σε διαρκή κόντρα με τον εαυτό του. Τελικά, αυτό συνέβαινε πάντα κι αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει. Και, ίσως σε 2 χρόνια, κάτι αληθινά συναρπαστικό ξανά θα συμβεί.