Chris Walter/WireImage/Getty Images/Ideal Image
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Το απόγευμα που τρίπαρα με τον Syd Barrett στη Μασσαλία

Ο Syd Barrett γεννήθηκε σαν σήμερα το 1946 και εμείς γυρνάμε σε ένα καλοκαίρι «τριπαρίσματος» με τους Pink Floyd σε ένα ξερονήσι της Μασσαλίας.

Είναι από τις περιπτώσεις που, όταν ακούς ή διαβάζεις κάτι για έναν άνθρωπο, το μυαλό σου φέρνει στην επιφάνεια μια συγκεκριμένη ανάμνηση. Σε κάθε επέτειο γέννησης ή θανάτου του Syd Barrett, λοιπόν, γυρίζω σε ένα ξερονήσι της Μασσαλίας, στο αρχιπέλαγος Frioul, στην κορυφή των πετρωμάτων που σχηματίζουν κάτι σαν βουνό.

Το καλοκαίρι, η Μασσαλία είναι όπως ακριβώς τη φαντάζεστε: ζεστή, θορυβώδης, αρκετά «ελληνική», γεμάτη από κόσμο (ειδικά όσο πλησιάζεις στο λιμάνι) και, φυσικά, γεμάτη από αρουραίους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Μασσαλοί έχουν παράδοση στο ποδόσφαιρο, μια απλή βόλτα στα στενά της πόλης είναι αρκετή για να φτάσεις την τεχνική σου κατάρτιση σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο αφού, σε κάθε σου βήμα, είναι πολύ πιθανό να κλοτσήσεις -χωρίς να το θέλεις- τα πελώρια, τριχωτά αυτά τρωκτικά.

Ένα πρωινό όπως όλα τα άλλα στην πόλη που βρίσκεται στη δέκατη θέση με τους περισσότερους αρουραίους παγκοσμίως, έπεσε στο τραπέζι, δίπλα ακριβώς από το παγωμένο εσπρέσο που γευστικά φέρνει πολύ στο φρέντο, η ιδέα να πεταχτούμε απέναντι, στο ξερονήσι της εισαγωγής. Το σχέδιο ήταν απλό: δεν υπήρχε σχέδιο.

Δύο σάντουιτς, δύο πλαστικά ποτήρια, ένα τίμιο κόκκινο κρασί από το Μπορντό (υπερβολικά φθηνά και καλά κρασιά στα σούπερ μάρκετ) και πάνω στο μικρό πλοίο που σε περίπου είκοσι λεπτά, μας άφησε στο μικρό λιμάνι, στην ξέρα, να ψάχνουμε για ζωή όπως οι ρομποτικοί εξερευνητές στον Άρη.

Μετά από μία πολύωρη περιπλάνηση, με αρκετά ups and downs και βωμολοχίες που θα έκαναν και το τσιγκελωτό μουστάκι του Νούσια να ισιώσει, βρεθήκαμε σε μία παραλία. Οι απαραίτητες «ανάσες δροσιάς», που γράφουν και οι ιντερνετικοί ταξιδιωτικοί οδηγοί που τόσο εμπιστεύεστε. Η ζέστη ήταν φρικτή, το έδαφος ακατάλληλο για σανδάλια και η υπομονή μας, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό που δείξαμε, εξατμίστηκε γρήγορα από το φιαλίδιο που βρίσκεται ανάμεσα στο δεξί και αριστερό ημισφαίριο.

Ένα γεμάτο στομάχι, λέει, σε κάνει σοφότερο. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Μόλις καταναλώθηκαν τα σάντουιτς και τα αλουμινόχαρτα που τα τύλιγαν έγιναν μπάλες στις παλάμες μας, αποφασίσαμε να αφήσουμε την παραλία και ταλαιπωρηθούμε λίγο ακόμα. Ανεβήκαμε πλαγιές, περπατήσαμε και τελικά ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, με τις σκουριασμένες σιδεριές να βγαίνουν σαν αγκάθια από τα σωθικά του, έπαιζε παιχνίδια με τη φθορά που προκαλεί ο χρόνος.


Είχαν περάσει πλέον ώρες από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο νησί και ο ήλιος, πιστός στο πρόγραμμά του, άρχισε να δύει. Η πρώτη αντανακλαστική σκέψη που κάναμε ήταν το πώς θα φύγουμε από εκεί και αν θα βρούμε το δρόμο προς το λιμάνι πριν πέσει το σκοτάδι. Λίγα λεπτά αργότερα, γεμίσαμε τα ποτήρια μας με κρασί και στο φορητό ηχείο που στριμώχτηκε στην τσάντα, έπαιζε το Set the Controls for the Heart of the Sun. Το αίσθημα της επιβίωσης νικήθηκε κατά κράτος από το αίσθημα ευφορίας που προκαλούσε ο συνδυασμός των χρωμάτων με τη μουσική των Pink Floyd. Ένα -σχεδόν- φυσικό τριπ με πολυφαινολικές ενώσεις.


Το Set the Controls for the Heart of the Sun περιλαμβάνεται στο δεύτερο άλμπουμ των Pink Floyd, A Saucerful of Secrets και είναι το μοναδικό κομμάτι στην ιστορία τους που περιλαμβάνει υλικό και από τα πέντε μέλη της μπάντας, άρα και του Syd Barrett, του μουσικού που, θέλοντας και μη, έγινε ένα με την ψυχεδέλεια. Πριν ολοκληρωθεί ο δίσκος, ο Barrett αποχώρησε -τον έδιωξαν καλύτερα- από τους Floyd όμως, στην ουσία, δεν έφυγε ποτέ καθώς όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Roger Waters που έγραψε το κομμάτι, είχαν επηρεαστεί από εκείνον. Το τραγούδι είναι του Barrett χωρίς να είναι.

Διάλειμμα για διαφημίσεις: O Nigel Lesmoir-Gordon, ένας σκηνοθέτης που απολάμβανε τακτικά την παρέα του Barrett, έκανε μια ταινία μικρού μήκους με τον τίτλο Syd Barrett’s First Trip, η οποία χωρίζεται σε δύο ενότητες. Το πρώτο μέρος της ταινίας δείχνει τον Barrett και τους φίλους του κατά τη διάρκεια του πρώτου τους τριπ με LSD.

Το δεύτερο μέρος της ταινίας, πηγαίνει μερικά χρόνια μπροστά, στο 1967. Ο Barrett και οι Pink Floyd έχουν μόλις υπογράψει το μεγάλο συμβόλαιό τους με την EMI και βρίσκονται μέσα στα εμβληματικά Abbey Road Studios για να ηχογραφήσουν τα νέα τους κομμάτια. Περιγράφοντας την ταινία στην επίσημη σελίδα της στο IMDB, ο Lesmoir-Gordon εξηγεί: «Μοιραζόμουν το διαμέρισμα με μερικούς στενούς μου φίλους από το Cambridge, συμπεριλαμβανομένου του Syd Barrett, ο οποίος ήταν απασχολημένος με το να γίνει ροκ σταρ με τους Pink Floyd».

Το κρασί τελείωσε, το κομμάτι έπαιξε δύο με τρεις φορές και η νύχτα έφτασε. Αμίλητοι, μη μπορώντας να εκφράσουμε με λόγια τι ακριβώς ζήσαμε, σηκωθήκαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Προσπαθήσαμε τουλάχιστον. Χαθήκαμε και οι νυχτερίδες που εμφανίστηκαν μόλις μπήκαμε σε ένα τούνελ που τελικά δεν ήταν τούνελ, δεν βοήθησαν. Μετά από αρκετό ψάξιμο, εντοπίσαμε το λιμάνι αν και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να κοιμηθούμε στα βράχια. Είχαμε τον Syd, αυτό ήταν αρκετό.

Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από εκείνο το απόγευμα και ακόμα, δεν μπορώ να περιγράψω ακριβώς την εμπειρία μου. Αυτή ήταν μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.

Exit mobile version