Το ‘Batman V Superman’ είναι μια ταινία που μισεί τους ήρωές της
- 24 ΜΑΡ 2016
Ακούω από χθες σε λούπα το εκπληκτικό score “Is She With You?” του Junkie XL από το σάουντρακ του “Batman V Superman”, μια παραμορφωμένη, βρώμικη εκδοχή του υπερηρωικού εμβατηρίου που μοιάζει να έχει ξεφύγει από την κόλαση. Δεν είναι το μόνο πράγμα σε αυτή την ταινία που δίνει αυτή την εντύπωση. Το score αυτό συνοδεύει την ξεσηκωτική εισαγωγή της Wonder Woman στη δράση, στην διάρκεια της πιο παραδοσιακά ηρωικής πόζας του έργου, μια στιγμή που ακόμα κι αυτή μοιάζει με κρυφή ματιά σε κάποιο επίπεδο του κάτω κόσμου. Τριγύρω συντρίμμια και φλόγες, η ατμόσφαιρα αποπνικτική, τα βλέμματα μουντά, απέναντι ένα ανείπωτο τερατούργημα, μια γκροτέσκα ψηφιακή μουτζούρα που απειλεί να εξαϋλώσει κάθε τι ευγενές και ηρωικό στους καθόλου ευγενείς και όχι ακριβώς ηρωικούς, ήρωές μας.
Αν ακούγεται δύσπεπτο, είναι και αρκούντως αντιπροσωπευτικό του τρόπου με τον οποίο ο Ζακ Σνάιντερ βλέπει τους πρωταγωνιστές του έργου του: Ως μονόλιθους, ως βαρύγδουπα σύμβολα, σε μια ιστορία για την κοινωνία του 21ου αιώνα στο τέλος της ελπίδας.
Περίμενε, τώρα αρχίζει το κέφι.
Ο Σνάιντερ δεν ενδιαφέρεται ποσώς να πει μια ιστορία. Ίσως να μη μπορεί κιόλας, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, το “Dawn of the Dead” είναι πια πολύ μακριά και για το “Watchmen” χρησιμοποίησε ως storyboards ένα από τα σημαντικότερα βιβλία όλων των εποχών, οπότε αυτά δεν θα τα επέλεγα ως κριτήρια. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι πως οι φυσιολογικοί μηχανισμοί αφήγησης αφήνουν πια τον Σνάιντερ αδιάφορο, ή ίσως πραγματικά να μην τον νοιάζει καθόλου να πει μια ιστορία για τον Μπάτμαν ή για τον Σούπερμαν, πόσο μάλλον και για τους δύο μαζί.
Το πρώτο μισό της ταινίας αφήνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στους σεναριογράφους ή σε όποιον τελοσπάντων λέει την ιστορία εδώ. Το σενάριο υπογράφει ο Ντέιβιντ Γκόγιερ (ένας γραφιάς που υποπτεύομαι ότι η Warner τον έχει να γράφει μέχρι και τα δελτία τύπου, ίσως και τα social media, σίγουρα τα publi), μαζί ο Κρις Τέριο του “Argo”, κάτι εδώ κι εκεί σίγουρα έγραψε κι ο Άφλεκ (φορώντας τη στολή του Μπάτμαν στα γυρίσματα!) και ξεκάθαρα μεγάλο κομμάτι του έργου είναι φτιαγμένο στα ειδικά εργαστήρια του στούντιο, καθώς ξεκινάει ως απάντηση στις αρνητικές κριτικές του “Man of Steel” και στην πορεία προσπαθεί να υφάνει τα πρώτα νήματα ενιαίας συμπαντικής πλοκής για τις μελλοντικές ταινίες.
Θυμάστε πόσο βαρετό ήταν το “Iron Man 2” για αυτόν ακριβώς το λόγο; Το “Dawn of Justice” είναι περισσότερο: Όλη η πρώτη ώρα ειδικά, μοιάζει με εκτεταμένη περίληψη ταινιών και ιστοριών που δεν είδαμε ποτέ. Ή που έχουμε δει άπειρες φορές, το ίδιο είναι, σαν εκείνο το fake clip-show επεισόδιο του “Community”. Μεταπηδάμε ανάμεσα σε σκηνές και χαρακτήρες και ιστορίες χωρίς καμία συνοχή και κανένα ρυθμό, απλώς ώστε να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, τακτικά, το ένα μετά το άλλο, σαν το σενάριο να κατασκευάστηκε σε κάποιο εταιρικό μίτινγκ ή σε κάποιο conference call με τους μετόχους. Όλα σε υπηρεσία μιας πλοκής που δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα, δεν στέκεται σε καμία λογική, δεν περιέχει το παραμικρό συναισθηματικό βάρος.
Η ιδέα είναι πως κάποιο καιρό μετά τα γεγονότα του “Man of Steel” ο Σούπερμαν (ο Χένρι Καβίλ, τέλειος σε αυτό που ο σκηνοθέτης θέλει από αυτόν) λατρεύεται ως θεός, ως σωτήρας, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν πολλές φωνές αμφισβήτησης, με τον ίδιο σίγουρα να μη βοηθάει καθώς μοιάζει ολοένα και πιο ξεκομμένος από την ανθρώπινη πλευρά του, οριακά ανεχόμενος τα μικρούτσικα ανθρωπάρια που του κάνουν νοήματα απόγνωσης από αυτόν τον περίεργο μικρό μπλε πλανήτη. Ο Σούπερμαν δε δείχνει να νοιάζεται για τίποτα (πλην της Λόις), σαν βαριεστημένος θεός που ανέχεται τη λατρεία και την ανάγκη των παράξενων αυτών όντων που του μιλάνε μέρα-νύχτα.
Μια βουλευτίς των Δημοκρατικών (Χόλι Χάντερ, πλήρως χαραμισμένη) ζητά από τον Σούπερμαν να απαντήσει στις κατηγορίες, στην αίθουσα του δικαστηρίου, κάτι που δεν έχει καμία βάση ή καμία λογική προοπτική. (Δηλαδή ωραία, και τι θα γινόταν; Θα έμπαινε φυλακή; Θα εξοριζόταν; Θα ανοίγαμε ουισκάκι να τα συζητήσουμε; Τι; ΤΙ;) Ένας υπάλληλος του Μπρους Γουέιν που μένει παράλυτος στη διάρκεια της φρικώδους τρίτης πράξης του “Man of Steel” κουβαλάει οργή και θυμό αλλά η ταινία τον χρησιμοποιεί κυνικά σαν όχημα μισοδουλεμένης πλοκής.
Και φυσικά υπάρχει ο ίδιος ο Μπρους Γουέιν (Μπεν Άφλεκ, σταθερά καλός πια στα πάντα), ένας πάμπλουτος άντρας που βαριέται που ζει, μισεί τα πάντα, ξυπνά με μοντέλα στο κρεβάτι του και έχει το ύφος που έχω εγώ όταν είναι 11 το βράδυ κι είμαι ακόμα στο γραφείο. Όχι ακριβώς ο γερασμένος Μπάτμαν του Φρανκ Μίλερ και του “Dark Knight Returns” μα σίγουρα γκριζαρισμένος, και σίγουρα δίχως άλλη υπομονή.
Στην πρώτη του σεκάνς, μια πολύ ενδιαφέρουσα επαναφήγηση του φινάλε του “Man of Steel” από την οπτική του δρόμου, των κοινών ανθρώπων, των θυμάτων, ο Μπρους ζει κάτι σαν την 11η Σεπτεμβρίου (ή το οποίο από τα ολοένα και περισσότερα συμβάντα τυφλής βίας και μαζικού θανάτου ζούμε πλέον) και αυτό που του μένει, αυτό που τον οδηγεί στην υπόλοιπη ταινία, είναι το μίσος, η ξενοφοβία, ο κυνισμός. Και η εμμονική οργή απέναντι σε θεούς και σωτήρες. Ένα βήμα από το να βροντοφωνάξει στα κανάλια για το πώς θα “επανακαταλάβουμε τις πόλεις μας”, κυκλοφορεί τη νύχτα μοιράζοντας τη δική του βία στους δρόμους, μπραντάροντας του κακούς με το σημάδι της νυχτερίδας, προς γνώση, συμμόρφωση και περαιτέρω εκδικητική μανία. (Δεν αμφιβάλω πως οι φέροντες το σημάδι της νυχτερίδας δεν θα επιβιώσουν και πολύ στις φυλακές.)
Όλα αυτά αποτελούν καταπληκτική (ή καταπληκτικά διεστραμμένη) βάση σε επίπεδο συμβόλων, οπότε είναι λογικό που ο Σνάιντερ κοιτάζει τους χαρακτήρες του σα να είναι απολύτως και αποκλειστικά αυτό: σύμβολα. Ο Σούπερμαν κι ο Μπάτμαν ποτέ δεν κάνουν και ποτέ δεν λένε κάτι που μπορεί έστω να παρερμηνευθεί ως ανθρώπινη συμπεριφορά, όμως τα κάδρα του Λάρι Φονγκ αποτυπώνουν τον μεν ως υπερβατικό Μεσσία και τον δε ως βιομηχανικό urban φάντασμα. Ο Φονγκ (διευθυντής φωτογραφίας) μαζί με τον Σνάιντερ χρησιμοποιούν για μια ακόμα φορά ζεστά χρώματα της γης (πολύ καφέ ας πούμε) σε μια απόχρωση που ειλικρινά δεν ξέρω πώς αλλιώς να χαρακτηρίσω παρά ‘απογνωσέ’, παραμορφώνοντας το ανθρώπινο ώσπου να μην είναι πια γνώριμο. Ακόμα κι όταν μας δείχνουν τον Σούπερμαν να βοηθάει, να σώζει, να επεμβαίνει, είναι με έναν τρόπο παντελώς παθητικό, σαν ένας θεός περιφραγμένος από μια ανθρώπινη ηθική που τον αφήνει αδιάφορο. Σε μία σκηνή κοιτάζει, καθώς αιωρείται κρύβοντας τον ήλιο, τους επιζήσαντες κάποιας φυσικής καταστροφής. Σε μια άλλη περικυκλώνεται από ανθρώπους, με μέικ απ περιβολή σκελετών, οι οποίοι απλώνουν τα χέρια προσπαθώντας απλώς να τον αγγίξουν. Η κίνηση παντού γίνεται με αυτή την ιδιαίτερη χροιά του slow motion που κάνει κάθε ηρωική πόζα να μοιάζει με σωσμένο από πυρκαγιά πίνακα που προσπαθεί να έρθει στη ζωή.
Νομίζω πως αν ο Σνάιντερ έκανε πραγματικά ό,τι ήθελε, θα παρέδιδε μια ταινία εξ ολοκλήρου έτσι. Ή αν δεν το ήθελε αυτό, ίσως θα έπρεπε να το θέλει. Δίχως πλοκή, με χαρακτήρες πιθανώς χωρίς καν όνομα, με μηδαμινούς διαλόγους. Είναι η φυσική εξέλιξη για έναν vulgar auteur που ανέκαθεν μεγαλουργούσε όταν μιλούσε μόνο με εικόνα, όπως ας πούμε στο θαυμάσιο άνοιγμα του “Watchmen” ή τις τρομερά επιδραστικές σκηνές μάχης του “300”.
Μα εξίσου ανέκαθεν, ο Σνάιντερ δεν είχε ποτέ ιδέα πώς να μπορέσει όντως να πει μια ιστορία με μια έστω ανθρώπινα αναγνωρίσιμη φυσική ακολουθία, πόσο μάλλον όταν αυτή η ιστορία πρέπει να υπηρετήσει εκατό διαφορετικές ανάγκες. Έτσι καταλήγουμε σε αυτό το αξιοπερίεργο high art / low trash δημιούργημα που είναι αυτό το φιλμ, μια ταινία που “διαβάζεται καλύτερα ως εξπρεσιονισμός”, όπως αναλύει αυτή η συγκλονιστική κριτική. Οι δύο ήρωες θα έρθουν αντίπαλοι όχι επειδή αυτή είναι η φυσική τους τάση, αλλά χάρη σε ένα βλακώδες σχέδιο του Λεξ Λούθορ, ο οποίος είναι ένας φαντασμένος κομπλεξικός κοκάκιας (υπό μία έννοια δηλαδή, ό,τι πιο ανθρώπινο υπάρχει σε όλη την ταινία) που θέλει βασικά να καταστρέψει τον κόσμο Επειδή Έτσι.
Ο Άιζενμπεργκ παίζει τον villain του σα να φαντάστηκε τον Λούθορ του Τζιν Χάκμαν στο σύμπαν του “Crank: High Voltage”, το οποίο είναι ενδιαφέρον αλλά ανήκει εμφανώς σε κάποια άλλη ταινία. Η μανία του Λούθορ είναι να καταστρέψει τον θεό, κάτι που, και πάλι: εκπληκτικά ανθρώπινο σαν πάθος. Δε θα αφήσει να τον σταματήσουν σε αυτό του τον σκοπό κανείς, ούτε ο Σούπερμαν, ούτε ο Μπάτμαν, ούτε η Λόις Λόιν, ούτε το φρικτό σενάριο. Μανιπουλάρει ήρωες με ακατανόητο τρόπο και κρατά στο τσεπάκι του κι ένα backup πλάνο ακόμα πιο ακατανόητο. Η ταινία σέρνεται επί δύο ώρες μέσα σε έναν ψυχολογικό και ηθικό βούρκο, περνώντας από τη μία ατελή υποπλοκή στην άλλη (όλο αυτό με τη Λόις Λέιν και την έρημο και τις πολεμικές φράξιες και τις πειραματικές σφαίρες, δηλαδή απλά όχι), σερβίροντας βαρετά, αψυχολόγητα cameo και αποτυγχάνοντας να κάνει έστω και μισό σωστό βήμα ανάπτυξης χαρακτήρων, στο βαθμό που όταν τελικά οι ήρωες παλεύουν και φτάνουν σε μια Μεγάλη Διαπίστωση, θα ξεσπάσεις σε γέλια πιο βροντερά κι αβίαστα από ό,τι θα σου προκαλέσουν (εκείνες θέλοντάς το βέβαια) όλες οι ταινίες της Marvel μαζί.
Ο Σνάιντερ είναι τόσο αφοσιωμένος στο να κινηματογραφεί σύμβολα και larger than life συγκρούσεις κόσμων που δεν διατηρεί καμία σύνδεση με την ιστορία. Οι εικόνες του Σνάιντερ λένε μια συγχυσμένη, πανικόβλητη, θεοσκότεινη ιστορία για έναν Οργισμένο Πολίτη που τα βάζει με τους θεούς του και οι θεοί κοιτάζουν ασυγκίνητοι, ενώ η πίστη στην ανώτερη δύναμη αφήνει τον κόσμο σε αδράνεια καθώς τα πάντα βυθίζονται όλο και πιο πολύ στο χάος. Μια μουντή, απεγνωσμένη πάλη αντιδράσεων στη σύγχρονη Δυτική Κρίση, απεικονισμένων σαν υπερηρωικοί μύθοι, σαν αρχαίοι Ολύμπιοι θεοί.
Μα είναι τόσο δύσκολο να κατασκευάσεις ενδιαφέρουσα, όμορφη franchise ιστορία, πόσο μάλλον συμπαθείς, ποπ χαρακτήρες γύρω από αυτή την ιδέα, που η ταινία καταλήγει μια μάζα δύσμορφη και γκροτέσκα σαν ακριβώς τον τελικό της κακό. Και αποπνικτική επίσης– όταν επιτέλους εμφανίζεται η Wonder Woman θες να πανηγυρίσεις φωνάζοντας επειδή επιτέλους παίρνεις ανάσα. Παρόλο που κανείς από τους πολλούς δημιουργικούς παράγοντες της ταινίας δε μοιάζει να ενδιαφέρεται πραγματικά για αυτήν– ή μάλλον, ακριβώς για αυτό, τελικά. (Η Γκαλ Γκαντότ στο ρόλο είναι απροσδιόριστα καλή, έχει έξοχη παρουσία χωρίς να έχει τίποτα ουσιώδες να κάνει, οπότε υποθέτω θα περιμένουμε με πολύ ενδιαφέρον τη σόλο ταινία της που γυρίζεται τώρα.)
Είναι ίσως περιττό να πούμε πολλά για το πώς αυτός ο Σούπερμαν δε μοιάζει να έχει σχέση με τον κλασικό Σούπερμαν ή για το πώς αυτός ο Μπάτμαν είναι ένα μπερδεμένο πιόνι με τρόπο που ο Μπάτμαν δύσκολα θα ήταν. Δεν πειράζει, επίσης: Οι μυθικοί ήρωες που ζουν και αναπνέουν στη μία δεκαετία μετά την άλλη είναι φυσικό πως αποτελούν αντικείμενο ερμηνείας και διαρκούς επαναπροσέγγισης. Είναι ζωντανοί οργανισμοί που κάθε φορά αντανακλούν κάτι από τον κόσμο τριγύρω τους που διαρκώς αλλάζει. Μα τότε τι λένε για τον κόσμο μας ο Σούπερμαν κι ο Μπάτμαν του Ζακ Σνάιντερ, δύο δυσκίνητοι, απάνθρωποι ογκόλιθοι που δεν μοιάζουν καν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος γύρω τους ουρλιάζει και καίγεται;
Και, μιλώντας για την Wonder Woman: Η ταινία προσφέρει teasers για μερικούς ακόμα ήρωες που θα ακολουθήσουν σε σόλο ταινίες και ως μέρος της “Justice League”, καθώς κι ένα πολύ ενδιαφέρον teasing πλοκής που περιλαμβάνει την εμφάνιση ενός από αυτούς τους χαρακτήρες. Νομίζω λέει τα πάντα για την προσέγγιση του Σνάιντερ, το πώς ενσωματώνει αυτό το στοιχείο πλοκής στην ταινία, τοποθετώντας το δίπλα σε ένα όνειρο, μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Καμία έκπληξη που το τελευταίο είναι κι η κορυφαία στιγμή της ταινίας, ένας εφιάλτης που σου κλέβει το οξυγόνο από τα χείλη, αναπαριστώντας τον Σούπερμαν και τον Μπάτμαν ως τις απόλυτα φαντασιακές εκδοχές τους στο μυαλό του σκηνοθέτη: Ο μεν ένας τρομερός, ψυχρός δικτάτορας, ο δε ένας αυτόνομος, πεισματικός πολεμιστής χωρίς σχέδιο, διέξοδο ή ελπίδα, ενώ ο κόσμος γύρω τους τίποτα παρά μια κατεστραμμένη, μετα-αποκαλυπτική έρημος γεμάτη σκόνη και εξωγήινα έντομα-ρομπότ(;!).
Είναι εκπληκτική σεκάνς. Εύχομαι ο Σνάιντερ να μπορούσε να γυρίσει μια ταινία μόνο με εφιάλτες, με σύμβολα, με ιδέες που συγκρούονται χωρίς κυριολεκτικό ειρμό. Πιθανότατα και πάλι ανυπόφορη θα ήταν, αλλά θα ήταν ανυπόφορη λόγω καλλιτεχνικής αγνότητας, κάτι που προσωπικά πάντα εκτιμώ. Εύχομαι να είχε γυρίσει εκείνος το “Inception”. Αλλά τρέμω στην ιδέα του να γυρίσει το “Justice League”. Τρέμω και ταυτόχρονα λίγο εξιτάρομαι. Από τη μία, το σύμπαν της DC μετά από αυτή την ταινία βρίσκεται μάλλον σε ακόμα χειρότερη θέση από ό,τι πιστεύαμε. (Ποιος θέλει να περάσει μια ντουζίνα ακόμα ώρες με αυτούς τους χαρακτήρες όπως ζωγραφίζονται σε αυτή την ταινία;) Από την άλλη, και μόνο το μέγεθος και η εικονογραφία του πράγματος με κάνουν να θέλω να το δω να συμβαίνει, μακριά αν μη τι άλλο από την ανέμπνευστη αισθητική των Marvel ταινιών. Δεν υπάρχει αμφιβολία: Ο Ζακ Σνάιντερ είναι ο καλύτερος και ο χειρότερος άνθρωπος για τη δουλειά.