TAMARA ARRANZ
CASA DE PAPEL

Το Casa de Papel είχε αποτύχει στην Ισπανία. Πώς κατέληξε παγκόσμιο φαινόμενο;

Το Casa de Papel έφτασε στο τέλος του αφήνοντας πίσω την ηγεμονία των αγγλόφωνων σειρών παγκοσμίως. Πώς έγινε ένα από τα μεγαλύτερα χιτ του Netflix;
Το Casa de Papel γεννήθηκε στον Παναμά. Εκεί παραθέριζε ο Álex Pina, δημιουργός και παραγωγός του Vis a Vis, ένα βίαιο δράμα γυναικείων φυλακών που είναι επίσης διαθέσιμο στο Netflix αλλά τότε είχε μόλις τελειώσει. Ο Pina προσπαθούσε να σκαρφιστεί μία νέα ιδέα χαμηλού κόστους, ελαφρύτερη και εύκολη να γυριστεί σχεδόν εξ ολοκλήρου σε στούντιο.

Θα κατέληγε στην ιδέα μίας ληστείας όπου οι δράστες θα τύπωναν δισεκατομμύρια ευρώ στο Νομισματοκοπείο της Ισπανίας, θα είχαν ψευδώνυμα χωρών ή πόλεων, και θα φορούσαν κόκκινες στολές με τη μάσκα του Salvador Dalí. Οι τελευταίες ήταν μία απλή λύση, αλλά υπολόγιζε επιδραστική για την εικονογραφία του Casa de Papel.

Ο αρχηγός τους, ο Profesor που υποδύεται ο Álvaro Morte, θα ξεχώριζε ανάμεσά τους με το κοστούμι και τα γυαλιά του, και θα τους επιστράτευε μέσα από φλάσμπακ όπου το κοινό θα είχε την ευκαιρία να μάθει πώς μαζεύτηκαν και ποια είναι τα κίνητρά τους. Μία από τις αναφορές του Casa de Papel θα ήταν το Reservoir Dogs του Quentin Tarantino και ο ιδανικός σκηνοθέτης απ’ όπου θα εμπνέονταν το σουρεάλ μαύρο χιούμορ θα ήταν ο θρυλικός Luis García Berlanga.

Όταν η σειρά θα έκανε τελικά πρεμιέρα στο ισπανικό Antena 3 την άνοιξη του 2017, οι κριτικοί θα επαινούσαν τη συναρπαστική του πλοκή και το πόσο εμβυθιστικός ήταν ο πιλότος του. Το δεύτερο μέρος του Casa de Papel όμως που επέστρεψε εκείνο το φθινόπωρο δεν είχε την ίδια τύχη. Ο ενθουσιασμός είχε περάσει, τα νούμερα έπεσαν και τα 15 επεισόδια της σειράς ανακηρύχθηκαν συνολικά αποτυχημένα. Η παραγωγή σταμάτησε και το καστ τα μάζεψε για το σπίτι.


Πριν όμως ακόμα κάνει καν πρεμιέρα στην Ισπανία, ο Pina είχε προλάβει να δώσει εκείνα τα πρώτα επεισόδια στον Diego Ávalos, ένα στέλεχος περιεχομένου στο Netflix, σε ένα USB stick. Ο Ávalos τα παρακολούθησε σε μία πτήση του πίσω στο Λος Άντζελες και, όπως θα έλεγε αργότερα στο GQ, ήξερε πως είχε κάτι ξεχωριστό στα χέρια του. Μετά από την παραίνεση του Ávalos το Netflix ζήτησε από τον Pina να μειώσει τη διάρκεια των 15 επεισοδίων του – έτσι προέκυψαν τα 22 μικρότερα επεισόδια – και πρόσθεσε σε αυτά υπότιτλους και μεταγλώττιση.

Η επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Τον Απρίλιο του 2018 γράφαμε στο OneMan πως «η Τέλεια Ληστεία είναι η πιο επιτυχημένη ξενόγλωσση σειρά που έχει προβάλλει ποτέ το Netflix». Τότε το Netflix μοιραζόταν ακόμα λιγότερες πληροφορίες με το κοινό και τα media, στην πορεία όμως θα ακολουθούσαν και οι αριθμοί.

Μετά την άφιξη του Μέρους 3 στην πλατφόρμα το 2019, το Netflix δημοσίευσε πως τη νέα σεζόν είχαν παρακολουθήσει περισσότερα από 34 εκατομμύρια νοικοκυριά, σπάζοντας κάθε ρεκόρ μη αγγλόφωνου τίτλου για την πλατφόρμα, ενώ την περσινή τέταρτη σεζόν τίμησαν πάνω από 65 εκατομμύρια νοικοκυριά – περισσότερα από το αμφιλεγόμενο αλλά υπερεπιτυχημένο εν μέσω πανδημίας Tiger King. Αυτό το ρεκόρ θα το έσπαγε αρχικά το γαλλικό Lupin και τελικά το Squid Game, όμως λίγη σημασία είχε. Τα ρεκόρ φτιάχτηκαν για να σπάνε και το Casa de Papel ήταν ήδη φαινόμενο.

Η σειρά είχε κερδίσει το παγκόσμιο Emmy Καλύτερου Δράματος το 2018, επέφερε ένα ραγδαίο κύμα ισπανόφωνων παραγωγών για το Netflix όπως το Elite, το High Seas και το Who Killed Sara? (το Club de Cuervos είχε προηγηθεί το 2015 αλλά δεν είχε το ίδιο μομέντουμ), και η σημασία του στην κουλτούρα είχε πραγματικά εκτοξευτεί.

Οι πρώτοι που το πήραν είδηση με τρόπο χειροπιαστό ήταν το καστ. Ο Miguel Herrán, ο ηθοποιός πίσω από τον Rio που θα βλέπαμε και στο Elite, είδε τους ακόλουθούς του στο Instagram να αυξάνονται από 50.000 σε 1 εκατομμύριο στη διάρκεια μίας διαδρομής του με το αυτοκίνητο που είχε διαρκέσει 45 λεπτά.

Οι κόκκινες στολές και οι μάσκες του Dalí άρχισαν να εμφανίζονται παντού, από διαμαρτυρίες στο Πουέρτο Ρίκο μέχρι ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Ελλάδα. Αληθινοί εγκληματίες στη Βραζιλία, την Ινδία και τη Γαλλία έστησαν παρόμοιες ληστείες. Στην Αργεντινή είναι πάρα πολλά τα μωρά που βαφτίστηκαν με τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Ο Stephen King και ο Neymar ύμνησαν τη σειρά δημοσίως – ο δεύτερος εμφανίστηκε κιόλας στο show – και ο Bad Bunny το έκανε μέρος των στίχων του. Μία φορά στο Yo Perreo Sola όπου παρομοίαζε την ανεξάρτητη ηρωίδα του κομματιού με τη Nairobi, και μετά στο ρεμίξ του Como Se Siente με τον Jhay Cortez όπου ανέφερε την Tokyo.


Αγώνας Ολυμπιακός-Μίλαν, 13 Δεκεμβρίου 2018 / AP Photo/Petros Giannakouris

Αγώνας Ολυμπιακός-Μίλαν, 13 Δεκεμβρίου 2018

Και φυσικά, το EDM ρεμίξ του Bella Ciao από τον Steve Aoki. Ένα δημοτικό τραγούδι διαμαρτυρίας που γράφτηκε από εργάτες στην Ιταλία του 19ου αιώνα και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από αντιφασίστες παρτιζάνους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το κομμάτι έγινε ο ύμνος της σειράς, σίγουρα άθελά της.

Μέχρι να ακουστεί στο Casa de Papel, το νόημα στο show ήταν κυρίως η καταιγιστική της πλοκή, όσο απλοϊκή κι αν παρέμεινε μέχρι το τέλος της. Το άκουσμα αυτού του τραγουδιού ωστόσο έδωσε αέρα επανάστασης στη σειρά, αγγίζοντας μία εσωτερική ανάγκη του κοινού που συνέχιζε να εκφράζεται στις προτιμήσεις του. Μόνο φέτος το Casa de Papel συνυπήρξε στο Top 10 του Netflix με το Squid Game και το Maid, δύο παντελώς διαφορετικές σειρές που όμως είχαν την ταξικότητα βαθιά στο DNA τους. Την ίδια κιόλας περίοδο που η καλύτερη σειρά στην τηλεόραση, το Succession, επέστρεφε για να ξεφτιλίσει ξανά το 1%.

Γιατί το Casa de Papel;

«Ο George Lucas λέει, “όλοι ξέρουν πώς μοιάζουν οι χαρακτήρες των Star Wars”. Ήθελα το ίδιο πράγμα», έχει εξηγήσει ο Pina. Οι στολές σε συνδυασμό με τους πολύχρωμους – κι ας μην έγιναν ποτέ τρισδιάστατοι – χαρακτήρες και τις μάσκες το εγγυήθηκαν αυτό. Το καστ έμοιαζε βγαλμένο από τις σελίδες κάποιου κόμικ.

«Έχουμε αυτόν τον τρόπο να εκφραζόμαστε, να ανταλλάσσουμε τα συναισθήματά μας που περνάει από την οθόνη», είχε αναφέρει ο Pina στον Guardian, τονίζοντας πως η πολιτισμική ιδιαιτερότητα ήταν ένα από τα δυνατότερα χαρτιά της σειράς. «Στο Casa de Papel τα συναισθήματα, η αδελφότητα και η αγάπη είναι εξίσου σημαντικά με τις πλοκές. Μία τέλεια ληστεία, λογική και ψύχραιμη, γίνεται κάτι άλλο όταν πλημμυρίζεται με συναισθήματα Λατίνων».

«Το να ξεσηκώνεσαι ενάντια στο σύστημα είναι απερίσκεπτο και ιδεαλιστικό – [είναι] ο Δον Κιχώτης!», συνέχισε. «Νομίζω ωστόσο ότι είναι πολύ πιο λατίνο από ισπανικό, πιο παθιασμένο. Ως προς αυτό διαφέρει από το βρετανικό είδος “τέλειας ληστείας” που είναι πιο cool, πιο συγκρατημένο, πιο επιστημονικό».


Σε διαμαρτυρία στο Μπουένος Άιρες ενάντια στο υποχρεωτικό λόκνταουν, 30 Μαΐου 2020 / AP Photo/Natacha Pisarenko

Σε διαμαρτυρία στο Μπουένος Άιρες ενάντια στο υποχρεωτικό λόκνταουν, 30 Μαΐου 2020

Η αντισυστημική φιλοσοφία της σειράς, παρότι γιγαντώθηκε σχεδόν ερήμην της πριν την ανανέωση του Casa de Papel για τρίτη σεζόν, έγινε η αιχμή του.

«Η σειρά έχει πρωτίστως σκοπό να διασκεδάσει, όμως τη διατρέχει μία ιδέα», περιγράφει ο Pina. «Ο σκεπτικισμός απέναντι στις κυβερνήσεις, τις κεντρικές τράπεζες, το σύστημα… Αυτή η ιδέα δεν θα είχε εμπεδωθεί αν δεν διατυπωνόταν μέσα σε μία διασκεδαστική αφήγηση. Το είδος δράσης θεωρούταν ρηχό και επιφανειακό και οι κοινωνικές ταινίες βαρετές. Γιατί να μην συνδυάσεις τα δύο αυτά κόνσεπτ;».

Για τον Morte, όπως περιέγραψε και εκείνος στον Guardian, ο κοινωνικός αντίκτυπος της σειράς θα του μείνει αξέχαστος. Ειδικά μία ανάμνησή του από ένα βράδυ που παρακολουθούσε ειδήσεις: «Στη Μεσόγειο μία βάρκα μεταναστών προσπαθούσε να φτάσει στην ισπανική ακτή. Όταν σώθηκαν άρχισαν να τραγουδούν το Bella Ciao. Είναι κάτι που θα μείνει μαζί μου για πάντα».

Exit mobile version