REVIEWS

Το Civil War είναι μία ρηχή κραυγή αγωνίας

Το Civil War του Alex Garland είναι περίεργα απολιτικό. Έχει όμως μία συγκλονιστική Kirsten Dunst.
Σε μία εποχή που οι φρικαλεότητες του πολέμου εκτυλίσσονται σε πολλά μέρη του κόσμου και οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιάζουν να βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού, το Civil War είναι μία τολμηρή κίνηση, ιδιαίτερα έξω από ταινίες του exploitation υποείδους όπως το The Purge. Η σοβαρή αντιμετώπιση μίας τέτοιας ιστορίας, ακόμη και από απόσταση όπως την κάνει ο Alex Garland (Annihilation), είναι ένας ταυτόχρονος χειρισμός πολλαπλών ναρκοπεδίων.

Ο Garland όμως δεν ήταν ποτέ κάποιος που απέφευγε μία αφηγηματική πρόκληση, είτε εξετάζει τον τραυματικό εγκλωβισμό μιας γυναίκας από κακούς άνδρες (Men), είτε μία σαγηνευτική συνάντηση με την τεχνητή νοημοσύνη (Ex Machina). Με το Civil War, έθεσε άλλη μία υψηλή αποστολή για τον εαυτό του, καθώς βασίζει το φιλμ του σε ευμετάβλητα συστατικά, μίας ευμετάβλητης εποχής. Και εισπρακτικά τουλάχιστον την έφερε σε πέρας. Το Civil War είχε το μεγαλύτερο άνοιγμα που είχε ποτέ ταινία του οσκαρικού στούντιο A24 (Moonlight, Everything Everywhere All at Once), διπλασιάζοντας σχεδόν το άνοιγμα του Hereditary.

Στο εγγύς μέλλον, η Αμερική όπως την ξέρουμε έχει καταρρεύσει. Η Καλιφόρνια και το Τέξας έχουν αποσχιστεί και έχουν σχηματίσει τις Δυτικές Δυνάμεις, μία στρατιωτική συμμαχία που σκοπό έχει να αμφισβητήσει τον ασφυκτικό έλεγχο του Προέδρου στην Ανατολική Ακτή. Από την αρχή της σύγκρουσης, η φωτογράφος Lee (Kirsten Dunst) και ο δημοσιογράφος Joel (Wagner Moura, γνωστός από το Narcos) έχουν ενσωματωθεί στην πρώτη γραμμή, καταγράφοντας τις ιστορίες πολιτών και στρατιωτών, και διαδίδοντας τις ενημερώσεις από τον πόλεμο σε κάθε γωνιά του πλανήτη.


Eίναι μία επικίνδυνη δουλειά εν καιρώ πολέμου όμως, και οι στρατιωτικές δυνάμεις που είναι ευθυγραμμισμένες με την τρέχουσα κυβέρνηση είναι γνωστό ότι εκτελούν δημοσιογράφους επί τόπου. Ακόμη και όταν το ραδιόφωνο υπόσχεται μία ιστορική νίκη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ειδήσεις από το έδαφος λένε μία διαφορετική ιστορία: οι Δυτικές Δυνάμεις νικούν και ο Πρόεδρος απέχει λίγες ημέρες από τη σύλληψη και την εκτέλεση για τα εγκλήματά του. Έχοντας αυτό κατά νου, η Lee και ο Joel σχεδιάζουν μία τελευταία εισχώρηση στα κατεχόμενα εδάφη, με την ελπίδα να πάρουν συνέντευξη από τον Πρόεδρο πριν η Ουάσινγκτον διαλυθεί.

Όμως δεν είναι μόνοι τους σε αυτή την αποστολή. Συνοδεύονται από τον Sammy (Stephen McKinley Henderson του Lady Bird), έναν βετεράνο δημοσιογράφο που είναι μεγαλύτερος και εκτός φόρμας αλλά με μαχητικότητα μέσα του, και την Jessie (Cailee Spaeny του Priscilla), μία επίδοξη φωτορεπόρτερ που έχει ως πρότυπο τη Lee. Μαζί ξεκινούν για ένα οδικό ταξίδι με πυροβολισμούς, σκληρότητα και μία πολυτάραχη παράκαμψη για ψώνια.


Κάθε στάση σε αυτό το roadtrip λειτουργεί ως μία βινιέτα στην οποία ο Garland εκθέτει κάποια γωνιά της αμερικανικής οργής, της λανθασμένης αυτοδικίας, ή και της απάθειας. Όπως και στο Children of Men όπου η αναζήτηση γεννιέται μέσα από την ιδεολογία – στην προκειμένη περίπτωση από την αφοσίωση της Lee στη δημοσιογραφία – εδώ γίνεται οδυνηρά προσωπική. Βλέποντας ένα κομμάτι του εαυτού της στην Jessie, η Lee παίρνει ρίσκα για να προστατεύσει τη νεαρή γυναίκα, ακόμη και όταν τονίζει πως η δουλειά τους απαιτεί να θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο.

Ο Garland τα γυρίζει όλα αυτά με την ικανότητα και τη χάρη ενός βετεράνου, και η ικανότητά του να μεγεθύνει το όραμά του ώστε να αντικατοπτρίζει μία κατακερματισμένη Αμερική είναι πραγματικά εντυπωσιακή, ακόμη και με δεδομένο το ιστορικό του ως σκηνοθέτη αξέχαστων visuals. Ο κόσμος του με τα συντετριμμένα ελικόπτερα και τα εγκαταλελειμμένα εμπορικά κέντρα έχει την κατάλληλη ερημιά, οι σκηνές βίας του είναι καλά χορογραφημένες και έντεχνα βίαιες, και οι χαρακτήρες καδράρονται ως άνθρωποι που προσπαθούν να απαθανατίσουν την καλύτερη εικόνα μέσα από τους φακούς τους, κάνοντας έτσι μερικούς πολύ ενδιαφέροντες παραλληλισμούς με τη δουλειά που ο ίδιος κάνει στα παρασκήνια.

Ο Garland καθιστά σαφές μέσα από κάθε εικόνα ότι οι ήρωες του Civil War κάνουν πολύ συνειδητές και πολύ επικίνδυνες επιλογές στην πορεία. Η Jessie, η Lee, ο Joel και ο Sammy μπορεί να είναι περιστασιακά εθισμένοι στην αδρεναλίνη, αλλά η εμπειρία της αδιάκοπης παρατήρησης και της τεκμηρίωσης τούς έχει αλλάξει, τους έχει στρεβλώσει, έχει αμφισβητήσει την ανθρωπιά τους. Ο Garland καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να καταγράψει αυτές τις προκλήσεις με τρόπους τόσο λεπτούς, όσο και προφανείς.


CW_36465.ARW

Η Dunst είναι συγκλονιστική σε έναν ρόλο που θα μπορούσε να φανεί άκαμπτος στα χέρια κάποιας λιγότερο ικανής ηθοποιού. Κάτω όμως από το στωικό προσωπείο της Lee βράζει ένας πόλεμος λύπης, οργής και ανησυχίας, που απελευθερώνεται μόνο όταν τα μάτια της λάμπουν περιστασιακά κοιτώντας την αφελή και ορμητική Jessie. Η Spaeny είναι ταιριαστή παρτενέρ της, φορτισμένη με μία ενέργεια που κυμαίνεται από ενθουσιώδης σε αγχώδης και πάλι πίσω, ο Moura έχει την επιβλητικότητα του ανθρώπου που αισθάνεται ανέγγιχτος, ενώ ο Henderson προσφέρει ισορροπία εκπέμποντας αγωνία και ζεστασιά εξίσου.

Όλη αυτή η δουλειά με τους χαρακτήρες είναι ενσωματωμένη σε μια σειρά από έντονες, καθηλωτικές σκηνές δράσης, καθώς η ομάδα της Lee διακινδυνεύει επανειλημμένα τον θάνατο, προσπαθώντας να διαπραγματευτεί τον δρόμο της μέσα από τις γραμμές μάχης ή να ενσωματωθεί με τους στρατιώτες κατά τη διάρκεια σύγκρουσης. Η τελική σεκάνς, μία συναρπαστική μάχη στους δρόμους της πόλης και σε στενούς εσωτερικούς χώρους κτιρίων, σκηνοθετείται από τον Garland με την αμεσότητα ενός πολεμικού ντοκιμαντέρ. Ακόμη και αν το φινάλε είναι αιχμηρά εκτελεσμένο όμως, η ταινία δεν έχει εστίαση.

Όποιος προέβλεψε πάντως πως το Civil War θα είναι απολιτική ταινία, παίρνει μπισκοτάκι. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν σύγχρονες πολιτικές συγκρούσεις στην ταινία. Η καριέρα, ας πούμε, της Lee ξεκίνησε στα σοβαρά όταν είχε φωτογραφήσε μία θανατηφόρα σύγκρουση με τους Antifa, και αναφέρεται ότι ο Πρόεδρος που υποδύεται ο Nick Offerman διέλυσε το FBI κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ο Garland όμως κάνει μεγάλες προσπάθειες – συμπεριλαμβανομένου ενός αινιγματικού συνασπισμού Καλιφόρνια-Τέξας στην ταινία – ώστε να απογυμνώσει τη σύγχρονη πολιτική και να αποκαλύψει τις σκοτεινές ιδεολογίες που κρύβονται από κάτω.

Δεν γίνεται λόγος για κόκκινους ή λευκούς, ρεπουμπλικάνους ή δημοκρατικούς, συντηρητικούς ή φιλελεύθερους. Και ως ένα σημείο, αυτό είναι συναρπαστικό, καθώς προτρέπει το κοινό να επικεντρωθεί στο πώς η νοοτροπία «εμείς εναντίον των άλλων» μπορεί να είναι τόσο θολωμένη, όσο και επικίνδυνη. Ωστόσο, όπως ίσχυσε και στο Men, η επιφοίτηση του Garland μοιάζει ρηχή. Σα να ανήκει σε παρείσακτο παρατηρητή.


Όσον αφορά τη δομή, ο Garland έχει στηριχτεί έξυπνα στο δοκιμασμένο πλαίσιο μίας κυνικής ηρωίδας που μεταμορφώνεται στην προσπάθειά της να κρατήσει ζωντανή έναν νεότερο, αθωότερο άνθρωπο. Η απεικόνισή του όμως της Αμερικής είναι απελπιστικά γενική. Καμία από τις τοποθεσίες δεν μοιάζει συγκεκριμένη σε έναν τόπο.

Καθώς η ταινία κινείται από τη μία βινιέτα στην επόμενη, υπάρχει ελάχιστη αίσθηση προόδου στο ταξίδι εξαιτίας όλων των λεπτομερειών που ο Garland αγνοεί εσκεμμένα. Όχι μόνο την πολιτική, αλλά και τους πολιτισμικούς χρωματισμούς που ξεχωρίζουν τις πολιτείες, τις προφορές που σηματοδοτούν άμεσα το υπόβαθρο, την αργκό που δείχνει την ομοιότητα ή την πολιτισμική σύγκρουση.

Το νόημα που θέλει να περάσει ο Garland είναι πως, όταν ένα όπλο σε σημαδεύει, δεν έχει σημασία με ποια πλευρά είναι αυτός που το κρατάει. Δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων των πολιτικών εντάσεων εντός της Αμερικής, η άρνησή του να σκαλίσει πραγματικά αυτούς τους μηχανισμούς μοιάζει δειλή.


Ο Alex Garland στα γυρίσματα του Civil War

Ο Alex Garland στα γυρίσματα του Civil War

Είναι απογοητευτικό γιατί το Civil War είχε ίσως τη δυνατότητα να είναι μία πολύ πιο οργισμένη, πιο συγκρουσιακή ταινία – και για τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική ουδετερότητα σε μία ταινία που αναφέρεται σε «σφαγή των Antifa» και στην πόλη Charlottesville, όπου η Heather Heyer δολοφονήθηκε όταν ένας λευκός ρατσιστής πέρασε ένα αυτοκίνητο σε ειρηνική διαδήλωση.

Αν δεν έχουμε μία αόριστη, τουλάχιστον, ιδέα για το τι πρεσβεύει η κάθε πλευρά, ή μια αίσθηση της ρητορικής που οδήγησε τη χώρα σε κατακλυσμό, το μήνυμα της ταινίας περιορίζεται στη λογική «ο πόλεμος είναι κακό πράγμα μωρέ γαμώτο».

Ίσως ο πόλεμος να μην αλλάζει ποτέ, όμως η προσπάθεια να γυριστεί μια απολιτική αμερικανική πολεμική ταινία είναι από μόνη της πολιτική δήλωση, ιδίως προερχόμενη από Βρετανό δημιουργό. Όσο πιο συγκλονιστικές είναι οι εικόνες της καταστροφής, τόσο περισσότερο ο πόλεμος του Garland χάνεται σε ένα πείραμα που βραχυκυκλώνει τη σκέψη.

Παρά τη μυωπική πολιτική του ωστόσο, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς πως το Civil War γίνεται συναρπαστικό κατά τόπους. Ως ταινία για την εμπειρία του να ζεις έναν πόλεμο και ιδιαίτερα όσον αφορά την πολεμική δημοσιογραφία, είναι πολύ πιο επιτυχημένο.

Οι σκηνές δράσης του σε τοποθετούν στο κέντρο της, γυρισμένες χωρίς την αργή κίνηση των πιο ποιητικών πολεμικών ταινιών, ενώ η αίσθηση μακελειού και χάους – και το να ακούς χαρακτήρες να μιλούν τόσο αποσυνδεμένα για τον θάνατο – αναδεικνύει μία διάχυτη συλλογική επιπολαιότητα που πολλοί νιώθουμε ότι υπάρχει από την αυγή της χιλιετίας. Η σκληρότητα είναι τόσο απροκάλυπτη που το Civil War διατηρεί την ικανότητά του να σοκάρει ως το τέλος.

Exit mobile version