“Το ελληνικό καλοκαίρι είναι πολύ αγχωτικό”
- 1 ΑΠΡ 2016
Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος είναι το είδος του σκηνοθέτη που μάλλον δε θα κάνει ποτέ αδιάφορη ταινία, και κατά τα φαινόμενα δε θα δώσει ποτέ και αδιάφορη συνέντευξη. Η ιδέα ήταν να πούμε δυο λόγια για τη νέα του ταινία, το “Suntan”, μια άλλοτε μεθυστική κι άλλοτε αγωνιώδη σπουδή πάνω στην προσέγγιση δύο διαφορετικών γενιών μέσα σε ένα απόλυτα καλοκαιρινό περιβάλλον. Προφανώς η συζήτηση πολύ γρήγορα έφτασε στον Louis CK, στο χάσμα των γενεών, στα τόρεντς και σε κωμικά σκηνικά από το Λος Άντζελες. Προφανώς.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου (για τον οποίο ο σκηνοθέτης λέει “ο τύπος είναι genius” και “θα μπορούσα να τον δω ακόμα και ως κακό στο επόμενο Τζέιμς Μποντ”) πρωταγωνιστεί στο ρόλο του Κωστή, ενός μεσήλικα γιατρού που δεν περιμένει πια τίποτα, παίρνει μια σκοτωμένη δουλειά σε μια σκοτωμένη εποχή, μες στο καταχείμωνο στην Αντίπαρο. Όταν φτάνει το καλοκαίρι έρχεται κοντά με μια παρέα από ερασμίτες και η ταινία ακολουθεί αυτό το συναρπαστικό πάρε-δώσε ανάμεσα στις δύο αυτές γενιές, μέχρι που, αχμ, ας σταθούμε ως εδώ.
“Μια ιδέα για έναν άντρα στην Αντίπαρο που περνάει δύσκολα υπήρχε και πριν το ‘Wasted Youth’ αλλά η ιδέα ολοκληρωμένη, το σενάριο, είναι πολύ φρέσκο,” μου λέει ο Παπαδημητρόπουλος, που μεξηγεί πως ουσιαστικά γράφτηκε 6 μήνες πριν πάει για γύρισμα. “Αν δεν περιμένεις Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, Κέντρο, και τέτοια, είναι το πιο γρήγορο που μπορείς να κάνεις.”
Η ταινία έχει πολλά ζουμερά να πιάσει κανείς και να αναλύσει, από το άγχος του ελληνικού καλοκαιριού μέχρι την πολιτική διάσταση της αγάπης κι από την απόλαυση των καλοκαιρινών ηδονών μέχρι το πώς έρχεσαι σε ειρήνη με τη ματαιότητα. Εν τέλει η κουβέντα ξέφυγε, έφτασε στον “Louie” και στο Netflix και στο “Transparent” και στο σινεμά μη-αναφορών (“δεν είμαι film buff”, παραδέχεται), παρόμοια με την αντίστοιχη συζήτηση που είχαμε κάνει πριν χρόνια, κατά την έξοδο του “Wasted Youth”.
Ο Παπαδημητρόπουλος είχε κάνει ντεμπούτο με το “Bank Bang”, μια εξέχουσα περίπτωση εμπορικής ταινίας χωρίς εκπτώσεις στην τεχνική και την κινηματογραφική διάθεσή της, ταινία που ακολούθησε με το ανεξάρτητο, 100% κοινωνικό “Wasted Youth”, μια τολμηρή ματιά στην Αθήνα εν μέσω της έκρηξης της κρίσης. Είχαμε κάνει και τότε μια αντίστοιχα μεγάλη κουβέντα, που δυστυχώς σήμερα δεν βρίσκεται δημοσιευμένη πουθενά- ένα απόσπασμα που παραμένει καίριο, και θεματικά συγγενές ως προς τη νέα του ταινία, παραθέτουμε στο τέλος του post.
Το “Suntan” κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες από την Odeon.
Εδώ μπορείς να δεις ένα χορταστικό φωτογραφικό αφιέρωμα στα γυρίσματα της ταινίας.
Φωτογραφίες: Θοδωρής Μάρκου
Από πού ήρθε το “Suntan”; Δεν είναι κάτι που θα μπορούσες να έχεις κάνει στα 25.
Όχι… Θα μπορούσα να το έχω κάνει στα 25 αλλά θα ήταν αλλιώς. Εγώ έχω αυτή τη σχέση με την Αντίπαρο από την εφηβεία, την έχω ζήσει σε όλες τις δικές μου φάσεις. Από έφηβος πάνκης τότε που ήταν ένα νησί γυμνιστών και τελοσπάντων ροκενρόλ καταστάσεων, αργότερα ως φοιτητής στο κάμπινγκ, πιο μετά ως εργένης όταν το νησί άρχισε να αλλάζει και τέλος ως οικογενειάρχης και ως ένας άνθρωπος που πλησιάζει την ηλικία του πρωταγωνιστή. Οπότε την έχω ζήσει από όλες τις μεριές κι έχω δει το πόσο διαφορετικά ζεις το νησί αυτό, ένα νησί που είναι κάπως αφοσιωμένο στις ηδονές. Και ένας αγχωμένος μεσήλικας μου έδωσε την πάρα να σκεφτώ το σενάριο. Όχι εγώ, ένας άλλος.
Ήταν δηλαδή συγκεκριμένη η έμπνευση;
Όχι μωρέ αλλά έβλεπα πόσο διαφορετικά πέρναγαν οι άνθρωποι. Υπάρχει αυτό το πράγμα με το ελληνικό καλοκαίρι που είναι πολύ αγχωτικό, δηλαδή οι άνθρωποι έχουν 2 βδομάδες το πολύ να πάνε διακοπές και σε αυτές τις 2 βδομάδες θέλουν να τα κάνουν όλα. Θέλουν να φάνε σε όλα τα καλά μέρη, να κολυμπήσουν σε όλες τις καλές παραλίες, να προλάβουν να γνωρίσουν κάποιον να ερωτευτούν, να γαμήσουν, να πάρουν το τουριστικό καϊκάκι να πάνε στο απέναντι νησάκι, να πιούνε τον καφέ σε εκείνο το ωραίο μέρος, να φάνε το καλό ψαράκι, να κάνουν τα πάντα. Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν πάνε διακοπές βγάζουν ένα φοβερό άγχος, ένα φοβερό στρες.
Και καθόμουν εγώ συνήθως, επειδή πάω συνήθως και κάθομαι για πολύ καιρό οπότε γλιτώνω αυτό το στρες, και μου αρέσει πολύ να κάθομαι σε μια συγκεκριμένη καρέκλα σε ένα συγκεκριμένο καφέ και να τους παρατηρώ. Και έβλεπα ανθρώπου οι οποίοι ζορίζονται, ειδικά αυτοί που δεν τα κατάφεραν. Δηλαδή από μια αντροπαρέα πες, κάποιος πάντα είναι που πλησίασε τις ηδονές και τις κέρδισε και κάποιος που έμεινε εκτός. Έβλεπα τις τελείως διαφορετικές συμπεριφορές, τον διαφορετικό αέρα, το διαφορετικό περπάτημα που είχε ο καθένας από τους ανθρώπους που ξεκίνησαν ως η ίδια παρέα. Στο τέλος πολύ πιθανόν να μη μιλιούνται κιόλας.
Γενικά είναι μια ταινία που έχει να κάνει με την παρατήρησή μου. Και όντας πιο ώριμος κι έχοντας μια καλή επαφή με τους νέους μπορούσα να παίξω και στα δύο. Δηλαδή να περιγράψω μια παρέα νέων, αχαλίνωτων, και ταυτόχρονα και το μπαναλιτέ της καθημερινότητας του μεσήλικα. Ειδικά ενός μεσήλικα που έχει και υποχρεώσεις. Δεν κάνει απλώς διακοπές στο νησί, έχει υποχρεώσεις και μετά έχει λίγο χρόνο να βουτήξει στις απολαύσεις.
Σε όλο το πρώτο μισό της ταινίας κυρίως ακολουθείς πώς αυτός προσπαθεί διστακτικά…
Ναι, όλο βάζει τη μυτούλα του στο μέλι όλο και πιο πολύ. Και μετά ξαφνικά νομίζει ότι τα έχει όλα, και μετά ότι έχει δικαίωμα σε αυτά. Δηλαδή ότι μπορεί να έχει απαιτήσεις.
Ενδιαφέρουσα αυτή η ισορροπία. Το γιατί δεν έχει δικαίωμα τελικά, το κατά πόσο μπορεί ποτέ όντως να ανήκει σε ένα τέτοιο κόσμο.
Αυτή είναι κι η κάπως πολιτική πλευρά της ταινίας, αν θες να δεις και μια τέτοια. Ότι στα αλήθεια, δε μπορείς να ανήκεις εκεί. Είναι κλειστά κάπως τα όρια, ότι τελοσπάντων κοινωνικά είναι έτσι φτιαγμένο το πράγμα και μπορείς να πας μέχρι εκεί που σου επιτρέπεται. Και ξαφνικά είδες μια πορτούλα και νομίζεις ότι μπορείς να μπεις. Αλλά δεν είναι… έχει ανοίξει για λίγο.
Είναι κανόνας αυτό;
Τίποτα δεν είναι κανόνας μωρέ, κι εγώ πιστεύω ότι αυτά τα παιδιά τον αγάπησαν κιόλας πολύ. Απλώς αυτός χειρίστηκε λάθος την αγάπη. Μπορεί να μου πεις εσύ ότι με αγαπάς, αυτό οφείλει να μου φτάνει. Αν απαιτήσω εγώ το πώς θέλω να με αγαπάς, χάνεται το παιχνίδι. Ας μας φτάνει ότι κάποιοι μας αγαπάνε με τον τρόπο που μας αγαπάνε. Νομίζω ότι εκεί γκρεμίζονται όλες οι σχέσεις. Όλες! Στις απαιτήσεις που αρχίζουμε κι έχουμε από τους άλλους μόλις αυτοί μας ανοίγουν την αγκαλιά τους. Γιατί ο καθένας έχει αυτό το capacity, τόσο μπορεί να την ανοίξει. Σα να λες στους φίλους σου ότι “α δε με αγαπάς αρκετά γιατί δε με πήρες τηλέφωνο κάθε 20 λεπτά ή δε μου έστειλες φατσούλα όταν ήμουν στεναχωρημένος”. Εγώ μπορεί να λειτουργήσω μέχρι εκεί. Η απαίτηση είναι μεγάλο πρόβλημα του σήμερα στις σχέσεις, τις ερωτικές και τις φιλικές. Το πώς παρεξηγούμε την αγάπη και το πόσο μπορεί να δώσει ο άλλος.
Πολύ έντονο όλο αυτό το πρώτο κομμάτι της ταινίας, πολύ exciting πώς σκηνή μετά τη σκηνή έμπαινε αυτός όλο και πιο μέσα στον κόσμο τους.
Είναι απολύτως τέτοια ταινία χαρακτήρα. Ταινία μελέτης πάνω σε ένα χαρακτήρα, η κάμερα βρίσκεται συνέχεια πάνω του. Οι περισσότερες ταινίες έχουν έναν πρωταγωνιστή αλλά έχουν και β’ ρόλους, κάποιες σκηνές είναι για αυτούς. Στο σενάριο το δικό μας είναι 99 σκηνές και στις 99 είναι ο Μάκης. Δηλαδή είναι στις 98 και η μία είναι υποκειμενικό του, βλέπουμε αυτό που βλέπει. Μια ταινία δηλαδή που για 5 δευτερόλεπτα δεν παίζει ο Μάκης.
Εκεί στα μισά που τουμπάρει η ταινία για ένα γεμάτο δεκάλεπτο ένιωθα απίστευτα άβολα, σχεδόν τρόμο, ήθελα να πάρω ένα μαξιλάρι και να μην κοιτάω.
Είναι άβολο και κάπως ντρέπεσαι για αυτόν. Αυτό έλεγα, ότι θέλω να λειτουργήσουν έτσι οι ταινίες. Μου αρέσει αυτό που λες ότι ήθελες να πιάσεις ένα μαξιλάρι, οι ταινίες πρέπει να λειτουργούν στο σώμα σου. Δεν έχω πρόβλημα με τις εγκεφαλικές ταινίες αλλά πιο πολύ με ενδιαφέρει να λειτουργήσει στο σώμα σου. Σημαίνει ότι έχει μπει βαθιά στο κεφάλι σου. Θέλω να ανατριχιάσεις, να αηδιάσεις, να καβλώσεις, να αντιδράσεις.
Πολύ ενδιαφέρον το πώς τον αντιμετωπίζουν τον Μάκη τα πιτσιρίκια από την πλευρά τους.
Το αρκουδάκι τους! Είναι αυτό που τους κάνει να περνάνε διαφορετικά από αυτό που θα περνάγανε από μόνοι τους. Από εκεί που θα ήταν μόνο με νέους και θα χόρευαν ας πούμε όλο το βράδυ, τώρα κάνουν αυτό ακριβώς που τους αρέσει αλλά έχουν και το αρκουδάκι τους μαζί.
Σαν ένα έξτρα αξιοπερίεργο των διακοπών, από αυτά που λέγαμε πριν.
Αν δεν τελείωνε έτσι η ταινία αυτοί θα γύρναγαν πίσω στη Βαρκελώνη ή τη Νέα Υόρκη, όπου τελοσπάντων κάνουν εράσμους, γιατί μια τέτοια παρέα είναι όλοι αυτοί στο κεφάλι μου, και θα λέγανε “καλά το καλοκαίρι περάσαμε τέλεια ήταν κι ένας γιατρός εκεί πολύ αστείος που ό,τι του λέγαμε το έκανε, τον βάλαμε και να γλείψει το μάτι της Έλλης”, “καλά μωρή εσένα σου γλείψανε το μάτι αχαχαχα”, ξέρεις τέτοια. Ή ότι “καλά κι αυτός έχει καψουρευτεί της στέλνει 20 μέιλ τη μέρα αλλά ντάξει δεν παίζει”, ξέρεις, σε αυτό το επίπεδο. Είναι το παιχνίδι τους. Δηλαδή κι αυτοί του έχουν φερθεί κάπως. Μόνο που αυτός το απολαμβάνει γιατί ξαφνικά γίνεται νέος.
Είναι ένα πάρε δώσε, αν αυτός άραζε σε όλη την ταινία με τον Οικονομίδη στην ταβέρνα δεν θα το έπαιρνε αυτό.
Και με τον Τσορτέκη! Ναι, ακριβώς.
Αυτά τα κομμάτια με τα πιτσιρίκια πώς τα φτιάχνεις; Επειδή όπως και στο “Wasted Youth”, βγαίνει κάποια αυθεντικότητα, δηλαδή δεν ένιωθα πίσω από την ταινία έναν τύπο αγχωμένο για το πώς (σσ. με υπερβολικά επίσημο ύφος) θα μιλάγανε αυτοί οι νέοι.
Και στο “Wasted” και σε αυτό δεν τους λέω ποτέ τι να πούνε. Δεν γράφω σενάρια “λέει αυτός αυτό, λέει εκείνος εκείνο”. Γράφω τη συνθήκη της σκηνής. Κάθονται στην παραλία κι εμφανίζεται ο παλιός του συμμαθητής και τα παιδιά τον πειράζουν. Αυτό. Εκείνος του κάνει ψευτο-bullying γιατί δεν έγινες γιατρός κανονικός, οικογενειάρχης, αυτά τα μικροαστικά, κι αυτός νιώθει άβολα. Και πάμε εκεί και το δουλεύουμε. Κι ο καθένας μιλάει όπως θα μίλαγε.
Τα πιτσιρίκια είναι το πιο εύκολο να ξεφύγουν ή να παίξουν πιο θεατρικά επειδή νομίζουν ότι αυτό θέλουμε, ή να το παίζουν πιο αλάνια ας πούμε. Αλλά άμα τους φτιάξεις μια συνθήκη αυθεντικότητας, ότι παιδιά ό,τι θέλετε κάντε, είναι δικό σας αυτό… Κι επίσης τους διάλεγα έτσι, να είναι πολύ κοντά σε αυτό που είναι. Ένας χαρακτήρας ωραιοπαθής, μια ειρωνική, κλπ. Και οι 5 χαρακτήρες διαλεγμένοι.
Ειρωνική λες τη Χαρά (σσ. Κότσαλη, παίζει την Αλίν), έτσι; Έχει 5 ατάκες στην ταινία αλλά είχα γονατίσει από τα γέλια, έχει φανταστικό κωμικό delivery.
Ναι, 5 ατάκες λέει αλλά είναι κι οι 5… Δηλαδή στη σκηνή που του λέει “επειδή είσαι γιατρός δεν έχεις πουλί;”. Αυτό δεν της είπα ποτέ να το πει. Λέω, σε αυτή τη σκηνή θα του κατεβάσεις το βρακί και θα τον κοροϊδέψεις ότι είναι μικροαστός και κακομοίρης και ντρέπεται. Αυτό της είπα. Και γυρνάει ο Μάκης και της λέει αυθόρμητα “μα εγώ είμαι γιατρός” και του λέει αυτή κατευθείαν “ε και τι, επειδή είσαι γιατρός δεν έχεις πουλί;” Ε, το κρατάς αυτό!
Την πρωταγωνίστρια την Έλλη Τρίγγου πώς την βρήκες;
Από κάστινγκ. Δεν ήξερε να κάνει τίποτα, αυτό για μένα ήταν όρος κάπως, δηλαδή να μην τους έχουμε ξαναδεί όλους αυτούς τους νέους ηθοποιούς. Η Άννα ήταν ο μόνος ρόλος που είδα πολύ κόσμο μέχρι να καταλήξω στην Έλλη γιατί είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που έπρεπε να έχει. Και το ταλέντο, και άνεση με το σώμα. Δεν το βλέπεις κάθε μέρα αυτό. Και δεν ήθελα να ψάξω σε μοντέλα.
Μοιάζει να έχει τρομερή άνεση, δηλαδή στη σκηνή που μπαίνει στο σπίτι του και την πλησιάζει εκείνος κι αυτή–
Πρώτη σκηνή που γυρίσαμε αυτή. Μόλις φτάσαμε στο νησί. Κι ήταν εκεί που αναθάρρησα πολύ εγώ, γιατί αυτό ήταν ένα κορίτσι που δεν έχει ξανακάνει γύρισμα, δεν έχει καμία επαφή… δηλαδή κοίταγε στα γυρίσματα γύρω γύρω στο σετ, αναρωτιόταν τι κάνει εδώ ο μακενίστας και τέτοια. Όταν είδα ότι αυτός ο άνθρωπος μπαίνει σε ένα σετ και έχει αυτή την άνεση…
Τρελάθηκα με την κίνηση που του κάνει σε αυτή τη σκηνή.
Είναι μεγάλο ταλέντο νομίζω. Και μου άρεσε γιατί ήταν όλοι τους και πολύ καλά παιδιά. Η συνεργασία θα μπορούσε να είναι δύσκολη όταν τους λες ότι για 2 μήνες θα μείνετε σε κάμπινγκ και τα μισά γυρίσματα θα είναι νυχτερινά. Να πηγαίνεις να κοιμηθείς σε μια σκηνή στις 8 το πρωί, που 9μιση με 10 θα ξυπνήσεις από τον ήλιο. Και τα άλλα γυρίσματα θα είναι ημερήσια όπου θα είσαι γυμνός 10 ώρες στον ήλιο στον καύσωνα. Μπορεί να βγούνε άσχημα πράγματα εκεί μέσα, να εξαντληθεί ο άλλος.
Το πήρανε και σαν διακοπές; Σε επαγγελματικό πλαίσιο βέβαια.
Προφανώς βγαίνανε εκεί και πίνανε και γουστάρανε, αλλά ήταν ξύλο η φάση, πολύ δύσκολη δουλειά.
Αυτό κάνατε δηλαδή, τα μαζέψατε και πήγατε εκεί και κατασκηνώσατε 2 μήνες.
Στα αλήθεια αυτό κάναμε. Για λίγο καιρό κάναμε μόνο προετοιμασία σε ένα γραφείο στην Αθήνα και μετά τα μαζέψαμε και πήγαμε εκεί 2 βδομάδες πριν ξεκινήσουμε το γύρισμα, για πρόβες στο χώρο, για συζητήσεις να δέσει λίγο η παρέα γιατί δε γνωρίζονταν μεταξύ τους, μόνο ο Ντίμι με τη Μιλού ήταν φίλοι από πριν. Όλοι οι άλλοι άσχετοι μεταξύ τους, τους γνώρισα σε διαφορετικά σημεία.
Στα αλήθεια αυτό που κάναμε ενώ υπήρχε οργάνωση από την παραγωγή, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν πιο πολύ να το αφήσω να συμβεί. Δηλαδή ήθελα να φαίνεται σα να γίνεται μόνο του ενώ από πίσω υπήρχε φοβερός μηχανισμός που το έφτιαχνε. Δεν ήθελα να νιώσουν αυτό τα παιδιά. Και δεν ήθελά ποτέ να τους πω ότι α δε μπορείς να βγεις δε μπορείς να πιεις κλπ. Ο μόνος κανόνας ήταν ότι κανένας δεν ανεβαίνει σε μηχανάκι. Κατά τα άλλα κάντε ό,τι θέλετε. Αν θέλεις να έρθεις το πρωί στο γύρισμα ξενυχτισμένος και κραιπαλιασμένος, έλα, θα το εκμεταλλευτώ. Θα έχω ένα ωραίο σου πλάνο που θα είναι τόσο ορίτζιναλ, ότι χτες ήσουν αλήθεια σε αυτή την κατάσταση. Κάντε ό,τι νομίζετε! Απλώς θέλω στο σετ να μη χάνουμε χρόνο. Θέλω ό,τι σας λέω να συμβαίνει και να προχωράει η διαδικασία.
Αλλά νομίζω ότι όλο αυτό το πράγμα ότι μένουμε σε κάμπινγκ, ότι είμαστε τόσο ελεύθεροι, ότι κάνουμε γυμνισμό κλπ, λειτούργησε σα διαφορετική εμπειρία για όλους τους. Τους έκανε να νιώθουν πιο ενθουσιασμένοι για ό,τι συνέβαινε. Δεν είπα σε κανέναν δηλαδή ότι “θα περπατήσεις μέχρι εκεί, θα σε χτυπήσεις το φως, θα γυρίσεις και θα πεις την ατάκα σου”. Δεν υπήρχε αυτό. Δηλαδή στα αλήθεια υπάρχει, αλλά το σπρώχνεις ώστε να υπάρξει και δεν τους το λες ποτέ. Το συνεννοείσαι με τον φωτογράφο σου και το πας πιο κει ώστε να βγεις στο σημείο που πρέπει. Παράλληλα δηλαδή είναι πολύ στιλιζαρισμένη η ταινία ενώ φαίνεται χύμα, είναι πολύ προσεγμένη η δουλειά στην εικόνα. Μου αρέσει να τα συνδυάζω αυτά τα δύο. Το λίγο πανκ. Ότι μοιάζει αφτιασίδωτο δηλαδή αλλά μας νοιάζει πολύ η εικόνα του.
Στο “Suntan” και το “Wasted Youth” δούλευες με αυτό τον τρόπο ελευθερίας και ελέγχου, ας πούμε. Όταν έκανες το “Bank Bang” μπορούσες να λειτουργήσεις με παρόμοιο τρόπο;
Άφηνα πάντα πολύ χώρο στο τυχαίο… Όχι καλή λέξη το τυχαίο, περίμενε. Στο να συμβούν πράγματα. Δεν πιστεύω στο να πάρεις 1-2 πλάνα σε κάθε σκηνή, μελετημένα και να τα τραβήξεις ακριβώς όπως τα έχεις ονειρευτεί. Αλλά να αφήσεις χώρο στο τυχαίο, στην ιδέα του άλλου. Όποιος άνθρωπος έρχεται στο σετ κάτι φέρνει μαζί του. Αυτό σου φέρνει δώρα και πρέπει να έχεις ανοιχτό το κεφάλι, τα αυτιά σου και τα μάτια σου για να τα πάρεις. Και στο “Bank Bang” το έκανα απλά σε πιο αυστηρές συνθήκες σε σχέση με την παραγωγή, ότι έπρεπε δηλαδή να βγαίνει κάτι σε συγκεκριμένους χρόνους. Αλλά το κάνω ούτως ή άλλως αυτό, είμαι κάπως εκπαιδευμένος από τη διαφήμιση ώστε να μπορώ να βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο το υλικό μου και να μου μείνει και ο χρόνος να παίξω. Γι’αυτό θέλω να κάνω σινεμά, για να παίξω.
Υπό μία έννοια αυτή είναι μια πορεία αντίστροφη που έχεις κάνει. Συνήθως βλέπουμε σκηνοθέτες να κάνουν πρώτα τα φτηνά, ανεξάρτητα, χειροποίητα έργα τους, και μετά θα έρθει κάποιος να τους πει έλα και κάνε το εμπορικό.
Κανείς θα μπορούσε να την πει και κατηφορική (γελάει). Αλλά για μένα είναι ακριβώς το αντίθετο γιατί είναι επιλογή. Προφανώς μετά το “Bank Bang” μου ζήτησαν πάρα πολλές φορές να κάνω εμπορικές ταινίες αλλά κανένα σενάριο δεν ένιωσα ότι θα μου επιτρέψει να κάνω κάτι καλύτερο από το “Bank Bang”, οπότε είπα μέχρι να βρεθεί το σωστό εμπορικό ότι θέλω να κάνω πιο προσωπικές, δικές μου ταινίες. Δεν ήθελα να κάνω ένα είδος σινεμά ντε και καλά. Με χαρά θα ξανακάνω μια κωμωδία. Το “Suntan” θεωρώ ότι είναι ταινία είδους. Ερωτικό δράμα, ερωτικό θρίλερ μπορείς να πεις. Αγαπάω τα είδη, αγαπάω το εμπορικό σινεμά και νομίζω το να κάνεις εμπορικό και προσωπικό σινεμά ταυτόχρονα είναι το πιο μεγάλο στοίχημα. Να εκφράζεσαι, να πεις αυτό που εσύ θες να πεις και αυτό να γίνεται με όρους που ο καθένας να μπορεί να επικοινωνήσει με την ταινία, να πάει να τη δει, στην αίθουσα, στο netflix… όπου τελοσπάντων πάει ο κόσμος να δει ταινίες. Στα τόρεντς…
…
Ναι, τι, από τη στιγμή που δεν έχουμε φτιάξει ένα οργανωμένο VOD, πού θα πάει ο κόσμος να δει ταινίες; Δηλαδή εγώ φυσικά δεν είμαι υπέρ των τόρεντς γιατί με αυτά τα λεφτά εγώ θα ζήσω το παιδί μου, αλλά από την άλλη αν δεν του δίνω του άλλου την ευκαιρία να δει την ταινία κάπου αλλού πέρα από την αίθουσα, με ένα αντίτιμο φυσικά, θα βρει έναν τρόπο. Δηλαδή εμένα με τιμάει που θέλει να τη δει ούτως ή άλλως.
Πιστεύω πώς από το όποιο Netflix έχει πολλά να κερδίσει το ανεξάρτητο σινεμά, αντί δηλαδή να βγει σώνει και ντε μόνο σε μια αίθουσα μια ταινία και να κάνει 200 εισιτήρια.
Εγώ νομίζω ότι πρέπει να δίνουμε στον κόσμο επιλογές. Υπάρχει ο άνθρωπος που αγαπάει εικόνα, ήχο, που θέλει ντε και καλά να δει τις ταινίες στο σινεμά, αλλά υπάρχει και κόσμος που δεν έχει ώρα ή δεν έχει χρήμα ή δεν έχει όρεξη, που θέλει να κάτσει σπίτι του και να μαγειρέψει κεφτεδάκια και να δει μια ταινία. Πρέπει αυτός ο άνθρωπος να μπορεί να τη δει. Άν δε μπορεί να τη δει θα πάει στα τόρεντς. Είμαι σίγουρος ότι άμα του πεις είναι 2μιση ευρώ σε τέλεια ποιότητα και ήχο, μια ταινία προπέρσινη, όχι τωρινή, είναι κάτι που ο κόσμος θα το τιμήσει.
Το κατάλαβα αυτό πολύ όταν βγήκε το Spotify, που πλέον το έχω και το πληρώνω και όλα καλά.
Ναι, και το πληρώνεις και τίμια κάπως, δεν είναι πανάκριβο, δηλαδή δεν είναι σα να πας να αγοράσεις το CD, το οποίο είχε κι ένα βαθμό ληστείας μέσα, όταν είχε φτάσει να έχει 19 ευρώ το CD και όταν ήξερες ότι ο καλλιτέχνης από αυτό θα πάρει το 1.
Αυτό είναι το θέμα, να πήγαιναν στον καλλιτέχνη να του δώσω και τα 20. Όπως με το “Anomalisa”–
Ταινιάρα.
Ναι, ναι. Που ξεκίνησε από το Kickstarter κι είχα βάλει λεφτά, δηλαδή εκεί ναι, πάρτε τα λεφτά μου.
Α, ναι, εγώ στον Τσιώλη είχα βάλει λεφτά! Εσένα ποιο ήταν το perk;
Διάφορα υπογεγραμμένα, storyboards, μια σελίδα του σεναρίου, και στο τέλος που βγάζει στα credits μια λίστα με ευχαριστίες περνάει το όνομα κι από εκεί. Το έκανα και screenshot κιόλας, δηλαδή το ίδιο βράδυ που πήγα σπίτι μετά το σινεμά, το άνοιξα, το έκανα screenshot–
Έχει πλάκα αυτό που λες τώρα, ξέρεις πόσος κόσμος μου λέει αυτό; Δηλαδή εσύ πήγες σινεμά, το πλήρωσες και μετά… Έχω ακούσει κάποιον να κατεβάζει και μετά μπήκε στο amazon και αγόρασε το DVD. Που μπορεί να το πετάξει μετά, αλλά το θεωρεί τίμιο ρε παιδί μου.
Στο τέλος αν μάθεις τον κόσμο αυτή την ηθική… Ο κόσμος θέλει εκπαίδευση, ΟΚ; Δεν καταλαβαίνει τι χάνω εγώ από αυτό το πράγμα. Χτες βγήκε το τρέιλερ της ταινίας και ήδη από κάτω στο επίσημο κανάλι πάνε και γράφουν “παίζει κανά λινκ”; Στο επίσημο! Ο κόσμος νομίζει ότι αυτό είναι το κανονικό. Πρέπει να τον εκπαιδεύσεις. Είναι δική μας υποχρέωση, και δική σας. Έστω και οι μισοί αν είχαν αυτή την ηθική, να πουν δηλαδή ότι θα την περιμένω, να τη δω στο σινεμά, και μετά θα την κατεβάσω. Ή θα την κατεβάσω και μετά θα πληρώσω κάτι, μια σαχλαμάρα, από το πιο φτηνό μεταχειρισμένο μέχρι το DVD, δεν ξέρω, κάτι. Ότι τελοσπάντων αυτό δεν είναι κάτι που εμείς το κάνουμε για το ψώνιο μας, είναι η δουλειά μας.
Μια που αναφέραμε το “Anomalisa” έχει πολύ ενδιαφέρον, το είδα μια μέρα μετά το “Suntan” και μου φάνηκε σα να έκαναν τέλειο double bill, ταίριαζαν.
Ε, είναι σαν και τα δύο να σου λένε ότι η αγάπη είναι… Έχουν κι οι δύο ταινίες ένα φλερτ με το μάταιο.
Το νιώθεις αυτό γενικά;
Θέλω να μην το νιώθω αλλά δεν ξέρω. Από την άλλη ο αγαπημένος μου άνθρωπος από αυτούς που δεν ξέρω είναι ο Λούις Σι Κέι, κάτι θα μου ταιριάζει σε αυτόν για να τον λατρεύω τόσο. Κι αυτός με αυτό το πράγμα ασχολείται όλη την ώρα, με το μάταιο του πράγματος. Στο “Suntan” έχουμε σε μια σκηνή, στο μπαρ που συναντάνε την Καλλιμάνη, παίζει το “Brother Louie” από τους τίτλους αρχής του “Louie”. Δηλαδή αυτό το χρυσοπληρώσαμε να είναι στην ταινία γιατί ήθελα απλά να του βγάλω το καπέλο.
Είναι πολύ επηρεασμένο το “Suntan” από τον Σι Κέι, είναι ένα “Louie” χωρίς τόσο καλό χιούμορ. Πιο κινηματογραφικό, όχι τόσο πολύ με ανθρώπους που κάθονται και μιλάνε. Στο “Suntan” δηλαδή μιλάμε πολύ για τη ματαιότητα της μέσης ηλικίας, αυτό το frustration της σειράς με έχει επηρεάσει πάρα πολύ. Την εποχή που ακόμα σκεφτόμουν την ταινία, έβλεπα επεισόδια “Louie” back to back.
Μου έβγαλε πολύ αυτή τη ματαιότητα, κάτι το ασφυκτικό η ταινία. Αλλά από την άλλη και τι να κάνεις;
Δεν υπάρχουν λύσεις στα αλήθεια. Η μόνη λύση σε αυτό όπως και στα γεράματα είναι να το αποδεχτείς. Ο Λούι κλαίει συνέχεια που δεν είναι νέος και το κορμί του γερνάει κλπ, και ότι πρέπει να ζήσεις με αυτό. Προφανώς το αποδέχεται γι’αυτό και κάνει τόσο καλό χιούμορ με αυτό. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Μπορείς μόνο να δεχτείς ότι μεγαλώνεις. Δεν είσαι ο Ντόριαν Γκρέι.
Στον Κωστή, τον ήρωα του “Suntan”, νομίζω του έλειπε αυτή η συναίσθηση, δεν έκανε το κλικ όπου αποδέχεσαι αυτή την κατάσταση.
Νομίζω το είχε παραπαραδεχτεί στην αρχή. Ένας άνθρωπος που δέχεται μια πολύ μίζερη θέση κάπου, έχει δεχτεί στο μυαλό του ότι δεν υπάρχει περίπτωση στην επιτυχία, είτε επαγγελματική είτε προσωπική. Χειμώνα, σε ένα άδειο νησί, χωρίς να ξέρει κανέναν, εντελώς μόνος του; Το είχε αποδεχτεί, σα να είχε πείσει τον εαυτό του ότι δεν άξιζε κάτι άλλο. Κι όταν του έκλεισε κάποιος το μάτι ξέφυγε τελείως, πήγε προς το φως, έχασε τη μπάλα.
Ακόμα σκέφτομαι την πρώτη σκηνή που έρχονται τα πιτσιρίκια στο ιατρείο.
Που μπαίνουν και τα κάνουν όλα λίμπα.
Μου έβγαλε ταυτόχρονα και κάτι το exciting, το ερεθιστικό, αλλά και το άγχος, το φόβο, όταν σε περιτριγυρίζουν νεότεροι–
Ομορφότεροι, πιο πετυχημένοι; Ναι, σε πνίγει. Αυτό ήθελα εκεί, και πάλι δουλέψαμε αυτοσχεδιαστικά. Στο σενάριο έγραψα ότι η Μιλού πάει από πίσω και κάνει ότι τον πηδάει. Αλλά άφησα ας πούμε τον Ντίμι να σηκώνει μόνος του το τηλέφωνο και να κάνει κοροϊδευτικό τηλεφώνημα στην αστυνομία. Τους είπα, μπαίνετε και το αλώνετε. Δεν τον σέβεστε από την αρχή, του παίρνετε τον τσαμπουκά, του παίρνετε τον αέρα, τον κάνετε ό,τι θέλετε. Έχει και την Έλλη που του κάνει μυστήρια φλερτ, τον παίζει κανονικά, τον γλεντάει από την αρχή. Αυτός από εκεί και μετά είναι δούλος τους. Είναι το παιχνίδι τους. Αφού μπαίνουν στον χώρο του και δεν υπακούν στους κανόνες, μετά τελειώνει. Και με το παιδί μου το βλέπω, αν μια φορά του επιτρέψω να κάνει κάτι μετά είναι δεδομένο, δεν υπάρχει επιστροφή. “Ο μπαμπάς με αφήνει να τρώω παγωτά!” κλπ.
Αλλά εντάξει εγώ αυτό που θεωρώ ότι κάνει την ταινία ό,τι την κάνει, επειδή όλοι έχουμε δουλέψει, είναι ο Μάκης. Ο Μάκης το πήρε τόσο ζεστά, το κατάλαβε κατευθείαν, του έδωσε αξία τρομερή. Φοβερός συνεργάτης και πολύ εύκολος άνθρωπος.
Τον βρήκες εξαρχής;
Όχι, λίγο πριν τα γυρίσματα, Απρίλιο νομίζω. Είχα 2-3 φίλους που επέμεναν ότι πρέπει να είναι ο Μάκης στο ρόλο, γέλαγα εγώ, έλεγα πως θα δω. Κάπως τον είχα συνδυάσει μόνο με την κωμωδία και το ήθελα αυτό μεν γιατί η ταινία έχει κωμικά στοιχεία, αλλά δεν τον είχα δει σε πιο δραματικούς ρόλους. Μια μέρα τον πήρα τηλέφωνο και του λέω τι σκέφτομαι, πήγα από το θέατρο να μιλήσουμε. Στο δίλεπτο της κουβέντας μας το είχα αποφασίσει. Ότι αυτός είναι, δε μπορεί να είναι κανένας άλλος.
Ναι, είναι από τα πράγματα της ταινίας που σταματάς να το διαπραγματεύεσαι πολύ γρήγορα, στο τρίλεπτο είναι δεδομένο, είναι κάτι το φυσικό, δεν ασχολείσαι ξανά με αυτό, είναι αυτός, τελείωσε.
Είναι γαμώ τους ηθοποιούς. Και είναι ιδιοφυία ο τύπος. Λύνει τον κύβο του Ρούμπικ σε 9 δευτερόλεπτα. Τρίτος στην Ελλάδα νομίζω. Είναι και κάτι άλλοι κύβοι που είναι 12 επί 12 και το λύνει σε κανά μισάωρο. Μου έδειξε, μου έκανε μαθήματα και κατάφερα κάποια στιγμή να λύσω μια πλευρά μετά από ώρα. Σου λέω είναι επιστήμονας, του Πολυτεχνείου, έχει φίλους που στέλνουν μεταξύ τους εξισώσεις και τις λύνουν. Είναι genius. Ό,τι και να έκανε θα το έκανε καλά, γιατί είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος. Είναι αξίωμα αυτό.
Πάντα μου άρεσε, και δεν τον έβλεπα ως κωμικό απαραίτητα, έχει ένα βλέμμα και ένα φιζίκ που μοιάζει πάντα να κουβαλάει ένα βάρος, πάντα κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει στο πρόσωπό του.
Υπάρχει σκοτεινή πλευρά, ναι. Θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Εγώ πιστεύω για τον Μάκη ότι είναι από τους λίγους Έλληνες που θα μπορούσαν να κάνουν μια δουλειά έξω. Δηλαδή θα τον έβλεπα από έναν δραματικό ρόλο σε μια Γαλλική ταινία μέχρι κωμικό ρόλο σε μια κωμωδία μέχρι τον κακό στο επόμενο Τζέιμς Μποντ.
Εσύ για εξωτερικό πώς το βλέπεις;
Έχω πει ότι μέχρι το Πάσχα θα αποφασίσω ποιο θα είναι το επόμενο πράγμα που θα κάνω. Μου έχουν έρθει και κάποιες προτάσεις και πρέπει μες στο μήνα να το αποφασίσω. Αλλά νομίζω ότι θέλω την επόμενη ταινία μου να την κάνω έξω. Έχω ατζέντη στο Λος Άντζελες που συχνά μου στέλνει διάφορα πράγματα. Γενικά το Λος Άντζελες εγώ το λατρεύω σαν πόλη, που ξέρω ότι όλοι το μισούν.
Αλήθεια, σου αρέσει τόσο;
Ανώμαλη πόλη! Τελείως άρρωστο αυτό το πράγμα. Πρώτον, έχει τον πιο ωραίο καιρό στον πλανήτη. Δεν κάνει ποτέ κρύο και δεν λιώνεις ποτέ από τη ζέστη, δεν ιδρώνεις δηλαδή. Και είναι μετά αυτό το μάταιο, όλο αυτό το ψέμα, είναι πόλη που μου αρέσει να παρατηρώ. Σιχαίνομαι την οδήγηση αλλά στο ΛΑ θέλω να οδηγάω συνέχεια, να περνάω, να βλέπω. Και είναι πολύ σινεμάτικ, ατάλαντος είσαι, πετάς μια κάμερα στο δρόμο κι έχεις κάνει κάδρο.
Είναι όλη η πόλη σαν ένα γιγάντιο prop.
Ναι, ένα πλατώ!
Που ας πούμε η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη που υπάρχει στις μισές ταινίες αλλά–
Δεν είναι prop!
Ναι, είναι αληθινή πόλη, πας εκεί και τη νιώθεις.
Στο Λος Άντζελες νομίζεις ότι μπορείς να το ξεβιδώσεις και μετά να στήσεις κάτι άλλο.
Και όλοι άνθρωποι είναι κομπάρσοι!
Ότι παίζουν ρόλους, ναι. Πέρα από τους τρελούς, που έχει δηλαδή τη μεγαλύτερη συγκέντρωση τρελών του πλανήτη, βλέπεις τον άλλον δικηγόρο ας πούμε, ντυμένο προσεκτικά, κανονικά, και σηκώνεται και φεύγει με μια ροζ Πόρσε. Δηλαδή δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει τη γκέλα του. Πας εκεί μόνο αν είσαι βλαμμένος. Και θέλω να το ζήσω, θα ήθελα να περάσω 3-4 χρόνια ως βλαμμένος εκεί. Και κάπως μέσα σε όλο το πλαστικό της, κάπως νιώθω ότι είναι ίσως και ανθρώπινη πόλη, δηλαδή ξέρεις, είναι μια πόλη οικονομικά προσιτή, δεν είναι ακριβή, έχει πράγματα να κάνεις, απλώς έχει πρώτα μια βιτρίνα πολύ σκληρή, ότι εδώ είσαι για να πετύχεις. Κατά τα άλλα είναι μια κανονική πόλη, δηλαδή από γειτονιά σε γειτονιά αλλάζει τελείως.
Επίσης είναι λές και όλοι παίζουν κάπου. Έχουμε πάει με τη Δάφνη (σσ. τη γυναίκα του) πρώτη φορά στην Αμερική, έχει νοικιάσει αυτοκίνητο, εγώ συνοδηγός και πίσω τρεις φίλοι μου. Εμείς έχουμε πιει, η Δάφνη δεν έχει πιει, και οδηγάει. Μας σταματάει μπάτσος σε μπλόκο, κατεβάζει η Δάφνη το παράθυρο.
–(με πολύ έντονη αμερικάνικη προφορά) Hello lady.
-Hello, του κάνει.
-You had any drinks tonight?
-No.
-Any drugs?
-No.
-A dead body in the trunk?
(κοπανιόμαστε στα γέλια)
Ρε παίζουν όλοι σε ταινίες σου λέω! Είναι όλοι χαρακτήρες! Της χαμογέλασε μετά, ευχαριστώ, παρακαλώ, φύγαμε.
Τρώγαμε πριν 2 χρόνια με τον Βεσλεμέ (σσ. Γιάννης Βεσλεμές, ο σκηνοθέτης της “Νορβηγίας”) πρωινό στο House of Pies, ένα λιγδιάρικο diner από το “Mulholland Drive”, βλέπεις τους ανθρώπους είναι εκεί και λες ότι τους έχουν διαλέξει για να είναι παράξενοι, σαν από ταινία του Λιντς. Εντάξει, θέλω να ζω εκεί! Νομίζω ότι θα έχει πλάκα όλο αυτό το μυστήριο. Κι επίσης, το σινεμά που με ενδιαφέρει εμένα, εκεί είναι. Δηλαδή αυτό το mainstream auteur σινεμά που αγαπώ πιο πολύ. Όχι το αμερικάνικο ανεξάρτητο, αυτό το όλο Μπρούκλυν, το φτηνιάρικο, το ψευτοκασαβέτης. Αυτό δε μου αρέσει καθόλου.
Όλα αυτά που μυρίζουν Σαντανσίλα.
Ναι, που είναι όλα coming of age κάτι. Γι’αυτό εγώ είπα το “Suntan” μια ταινία coming of middle-age, το ειρωνεύομαι κάπως. Γενικά πάντως αυτό με προβληματίζει πολύ, αυτό το σινεμά που είναι μόνο homage και αναφορές. Εμένα μου αρέσει να κλείνει κάποιος το μάτι μες στην ταινία για κάτι, όπως κάνουμε εμείς για τον Λούι ας πούμε, και Ουελμπέκ έχω, και στη “Λολίτα” ένα φανερό. Αλλά αυτό το πράγμα το να κάνω σινεμά για να χαιρετίσω τους άλλους μεγάλους μάστορες, με προβληματίζει.
Ναι, είναι λίγο ας πούμε… άσε τους προηγούμενους, τι έχεις να μας πεις εσύ;
Ναι, αυτό, χάνεις σε αυθεντικότητα. Δηλαδή νιώθω ότι δεν επηρεάζομαι ποτέ στις ταινίες μου από άλλες ταινίες. Μπορώ να επηρεαστώ από έναν φωτογράφο ή από ένα βιβλίο, από ένα τραγούδι, από έναν stand-up κωμικό, αλλά όχι ταινίες. Ούτε πηγαίνω στον φωτογράφο μου και του λέω να το κάνουμε αυτό όπως το τάδε πλάνο ή η φωτογραφία να είναι όπως εκείνη η ταινία.
Εγώ βέβαια δεν είμαι και καθόλου film buff, βλέπω πολύ λίγες ταινίες. Το βλέπω με τους φίλους μου, βλέπω τις πιο λίγες από όλους. Ο Βεσλεμές ας πούμε δεν πρέπει να βλέπει λιγότερο από 14 ταινίες τη βδομάδα. Ξέρει τα πάντα, είναι πωρωμένος, ξέρει από τα κουτσομπολιά μέχρι κάτι τι τεχνικό, τα ξέρει ΟΛΑ! 19 χρονών που τον γνώρισα στη Σταυράκου, πήγαμε να κάνουμε πρώτη μικρού μήκους, ήμασταν όλοι άσχετοι κι αυτός ήξερε τους φακούς, ήξερε το ένα, το άλλο, τα ήξερε όλα. Τον ζηλεύω. Εγώ βλέπω 2 ταινίες τη βδομάδα ας πούμε, μια στο σινεμά και μια στο σπίτι. Δεν ξέρω όλες τις ταινίες που έχουν γυριστεί ρε παιδί μου.
Θα ήθελα να βλέπω πιο πολλές ταινίες αλλά κάπως βαριέμαι. Στο σπίτι προτιμώ να δω σειρές. Το πρώτο “True Detective”, “Fargo”, “Breaking Bad”, “Olive Kitteridge”, Λούις Σι Κέι. Καλά, πέρα από “Modern Family” και τέτοια που τα βλέπεις όταν βαριέσαι. Αλλά ανοίγεις και βλέπεις ωραία πράγματα πια, το arthouse στην Αμερική έχει μεταφερθεί εκεί. Βλέπεις σκηνοθέτες, Τσολοντένκο, Άντρεα Άρνολντ,
Σόντερμπεργκ… Που στην καινούρια του σειρά θα σκηνοθετεί ο Λοτζ Κέριγκαν.
Λοτζ Κέριγκαν! Τι σκηνοθετάρα! Ποιο έκανε η Άρνολντ, έχω κολλήσει τώρα.
[ψάχνουμε, θυμόμαστε ότι έχει γυρίσει επεισόδια “Transparent”]
“Transparent”! Η σειρά! Συγκλονιστική σειρά. Αυτή είναι μάλλον η αγαπημένη μου από όλες. Αυτή που ζηλεύω πάντως πιο πολύ είναι ο πρώτος κύκλος του “True Detective”. Δηλαδή εδώ λες, δόθηκε χώρος στο σκηνοθέτη να κάνει ό,τι γουστάρει. Δηλαδή πολύ εντυπωσιακό. Διαβάζεις το σενάριο και λες, εδώ θα έκανα πράγματα. Και είναι και σκηνοθετάρα ο Φουκουνάγκα. Βλέπεις δε χρειάζονται άπειρα λεφτά. Τρεις ηθοποιοί και μια ιδέα.
Και mainstream προβολή ε. Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες παντού billboards για “Narcos”, “Transparent”. Πριν 10 χρόνια αυτά θα ήταν ανεξάρτητες ταινίες και άντε το πολύ να έφταναν να είναι ένα μικρό χιτ σαν ας πούμε το “Beginners”. Τώρα αυτά τα βλέπουν και τα συζητάνε όλοι. Αυτό είναι και πολιτική πράξη όμως. Το να δείξεις στα σπίτια του κόσμου το “Transparent” δείχνει και μια κοινωνία μάλλον πιο ανοικτή και ανεκτική από ό,τι πιστεύουμε, πιο πολύ κι από τους Ευρωπαίους. Εδώ πού θα παιζόταν το “Transparent”; Πήγανε να κάνουν τη σειρά αυτή με το γκέι ζευγάρι και έκαναν μια κοροϊδία. Και μετά γύρισε ηθοποιός που έγινε διάσημος κάνοντας τον γκέι και είπε ότι προτιμώ ένα παιδί να μεγαλώσει με δύο κακούς γονείς, έναν κακό μπαμπά, μια κακή μαμά, από το να μεγαλώνει με δύο μπαμπάδες. Είσαι καλά; Είσαι καλά;; Προτιμάς ένα παιδί να το δέρνουνε, να το κακομεταχειρίζονται παρά να το αγαπάνε, τελεία;
Στην Αμερική αν το είχε πει αυτό το πράγμα θα τον είχανε σταυρώσει.
Κάνεις πλάκα; Θα είχε παραιτηθεί την επόμενη μέρα από το θέατρο που θα έπαιζε. Αυτό βέβαια είναι κι ένα θέμα, η Ευρώπη έχει μια μεγαλύτερη ελευθερία να λες τι θέλεις. Αυτό το κορέκτνες της Αμερικής μπορεί να γίνει άρρωστο. Είναι κάποια αστεία που απαγορεύονται, που καμιά φορά έχει γέλιο να πούμε μια μαλακία παραπάνω. Βέβαια όταν είσαι έξυπνος μπορείς να τα πεις κι αυτά.
Ναι, πάρε τον Λούι για παράδειγμα, που ξεκινά βάζοντας πάντα τον εαυτό του από κάτω.
Ναι, και μετά τους ξεσκίζει όλους. Μέχρι και τα παιδιά του. Σε κάθε ρουτίνα κοροϊδεύει τα παιδιά του! Αλλά ναι, τελικά αν βρεις ένα τρόπο μπορείς να μιλήσεις για όλα.
Στον sales agent στην Visit Films που έχει αγοράσει την ταινία, του έχω πει, ένα πράγμα θέλω να καταφέρεις. Να δει την ταινία ο Λούι. Δε με νοιάζει πώς, σπίτι του, DVD, όπως θέλει. Ούτε να μας πάρει να μας πει αν του άρεσε. Δε με νοιάζει. Θέλω απλά να την έχει δει, θέλω να ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος είδε αυτή την ταινία.
***
“Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΦΗΒΕΙΑ”: ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ “WASTED YOUTH” ΤΟ 2011
Διαβάζοντας ξανά την κουβέντα μας από το 2011 διαπίστωσα με χαρά ότι και τότε για τον Τσάρλι Κάουφμαν μιλάγαμε (τότε για το “Synecdoche, New York”) αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο ενδιαφέρον σημείο.
Η ταινία κάνει κάποιες παρατηρήσεις χωρίς να μοιάζει να προσπαθεί, χωρίς υπερδραματικές κορυφώσεις.
Γενικά απεχθάνομαι τις μεγαλοστομίες. Όταν πηγαίνω σε μια ταινία και βλέπω ότι κάποιος θέλει να πει κάτι -ας είναι και σπουδαίο- και το βάζει στο στόμα του ηθοποιού, με απωθεί πάρα πολύ. Νιώθω ότι ο δημιουργός της ταινίας μου κάνει το δάσκαλο. Θες να πας στο σινεμά για να δεις μια καλή ταινία, όχι για να σου κουνάει ο άλλος το δάχτυλο και να σε διδάσκει πράγματα. Οπότε αυτό το αποφύγαμε πολύ. Σε τι πράγματα αναφέρεσαι εσύ;
Στο πώς η ταινία μιλάει για το κατά πόσο αυτή η νεότητα είναι όντως wasted. Δείχνει το χάσμα γενεών με πολύ αποτελεσματικό τρόπο. Ο πατέρας του Χάρη του μιλάει σα να θεωρεί πως όντως χαραμίζεται, αλλά την ίδια στιγμή…
…δεν κάνει τίποτα.
Ακριβώς.
Υπάρχει μια λεπτομέρεια. Η ταινία ξεκινάει με ένα κοντινό σε μια φωτογραφία του Βασίλη (σσ. τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Ιερώνυμος Καλετσάνος), που ήταν πολύ νέος και δούλευε σε ένα μπαρ. Το πιο στενάχωρο θα είναι αν δω το Χάρη στα 45 του να είναι κάτι τέτοιο. Σε μια δουλειά που μισεί, σε μια κατάσταση όπου δε μπορείς να έχεις τον έλεγχο των πράξεών σου, της χαράς σου, της κάβλας σου, της λύπης σου. Νιώθω ότι ο χαρακτήρας του Βασίλη αντανακλά το χαρακτήρα αυτής της πόλης τη δεδομένη περίοδο. Νομίζω ότι έχει χαθεί λίγο η μπάλα και κανείς δεν είναι κύριος των πράξεών του και της ελευθερίας του, όλοι είναι κάπως εγκλωβισμένοι. Υπάρχει μια κώπωση, μια βαρεμάρα, ένας φόβος–
Κι αυτό περνάει στην ταινία. Η αγαπημένη μου σκηνή από την ιστορία του Βασίλη είναι όταν χαμογελάει για μοναδική νομίζω φορά σε όλη την ταινία, στο σημείο που η μητέρα του βλέπει ένα βίντεο από όταν πήγαινε σχολείο.
Και έχει κι ένα μικρό χαμογελάκι σε μια σκηνή που μιλάει με την κόρη του. Η οποία είναι στην ίδια ηλικία με τον άλλο ήρωα της ταινίας. Παρόλ’αυτά είναι φανερό ότι δεν έχει καμία διάθεση να δείξει την παραμικρή κατανόηση προς την κόρη του, που εκφράζει τα νιάτα, το youth. Και πιθανότατα κι αυτός όταν ήταν 16 θα έκανε τα ίδια πράγματα που κάνει κι ο Χάρης. Από τη μια γενιά στην άλλη δεν αλλάζει κάτι. Η εφηβεία είναι εφηβεία. Δεν υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει τη δική μου εφηβεία από την εφηβεία του Χάρη. Αυτό που κατάλαβα ενώ γύριζα την ταινία ήταν ότι κάνει ακριβώς τα πράγματα που έκανα εγώ όταν ήμουν 16. Η εφηβεία είναι ένα πράγμα, για όλους. Και σε οποιαδήποτε χώρα κιόλας. Παρόλο που η ταινία μοιάζει Αθηνοκεντρική, είναι μια ταινία που αφορά μια οποιαδήποτε μητρόπολη.
Οι νέοι λειτουργούν διαφορετικά από τους ενήλικες μπροστά στην κρίση;
Είχαμε αυτή την εικόνα για τα παιδιά ότι είναι απολιτίκ, και δεν έχουν άποψη και δεν ασχολούνται και είναι μόνο playstation, αλλά είδες ότι στα Δεκεμβριανά για παράδειγμα, τα 15χρονα αντέδρασαν κατευθείαν. Θυμάμαι τη 15χρονη κόρη ενός φίλου μου, που την ρώταγα για διάφορα πράγματα όσο ετοίμαζα την ταινία. Τη ρώταγα πώς νοιώθει για όλα αυτά τα θέματα και μου έλεγε ότι τα παιδιά της ηλικίας της ενηλικιώθηκαν σε μια μέρα. “Καταλάβαμε ότι θα πρέπει να μάθουμε να είμαστε το ίδιο με τους μεγάλους και να μην περιμένουμε από κανέναν,” μου έλεγε. Γιατί όταν ο άλλος εκλαμβάνει ως επίθεση τη μαλακία που κάνω εγώ ως 15χρονο, και ξαφνικά βρίσκεσαι νεκρός, αυτό σε ωριμάζει απότομα.
Ήταν αληθινά τραγικό. Όταν κατάλαβα τι μου λέει, συνειδητοποίησα πώς το είδε αυτή η γενιά. Γιατί εμείς εντάξει, κατεβήκαμε στους δρόμους, φωνάξαμε “μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι”. Αυτό έχουμε μάθει να κάνουμε, αυτή είναι η αντίδρασή μας. Χωρίς να αλλάξουμε πολλά. Στα 15χρονα άλλαξε ο τρόπος που σκέφτονται, άλλαξε ο τρόπος που ζουν.
*Το “Suntan” κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Odeon. To “Wasted Youth” συνεχίζει να υπάρχει σε DVD.