Το Elvis δεν είναι βιογραφία του Presley. Είναι ένα υπερθέαμα για μία (ακόμα) χαμένη ευκαιρία
- 23 ΙΟΥΝ 2022
Πριν καν δεις τον Austin Butler να λικνίζει τους γοφούς του στον ρόλο του Elvis, σκορπώντας πανικό και ορμόνες στις θεάτριές του, η εισαγωγή σε έχει ήδη ζαλίσει με τις φρενήρεις εκρήξεις του χρώματος, του split screen, των ρετρό γραφικών, των ιλιγγιωδών cuts που υπνωτίζουν αναποδογυρίζοντας την οθόνη. Το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να τα προλάβει όλα.
Για ένα μυθολογικό ον όμως όπως ήταν και είναι ο Elvis, αυτή η προσέγγιση μοιάζει διαισθητική. Για το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του είναι ένα ποπ-ερατικό υπερθέαμα, ένα ιδανικό ταίριασμα μεταξύ κινηματογραφιστή και θέματος.
Είναι γνωστό πως ο Luhrmann δεν κάνει ημίμετρα – ή οτιδήποτε εγκρατές έστω – όμως εδώ οι επιδεικτικές στιλιστικές υπερβολές του ταιριάζουν με αυτές του ειδώλου.
Έχει φτιάξει λοιπόν ένα αφρώδες, παραληρηματικό όνειρο 2 ωρών και 39 λεπτών που παραμένει ακραία watchable ακόμα και στα πιο αδύναμα σημεία του, που είναι κυρίως η κοφτή απόσπαση της ροής όταν η οπτική γωνία επιστρέφει στον Colonel Tom Parker (Tom Hanks). Τον αναξιόπιστο αφηγητή της ιστορίας και μάνατζερ του τραγουδιστή, που στην πραγματική ζωή είχε αφαιμάξει την περιουσία αλλά και την καλλιτεχνική ενέργεια του Elvis.
Η ταινία δανείζεται τη δομή της από το Amadeus, ξεδιπλώνοντας τις εξελίξεις μέσα από τα μάτια ενός δικού της Salieri – ενός ηλικιωμένου, πρώην επίδοξου «ευεργέτη», σε ένα μακρινό σημείο του μέλλοντος, που αναστοχάζεται για το θαυματουργό ταλέντο που ανακάλυψε, υπέθαλψε και οδήγησε σε πρώιμο θάνατο εξαιτίας ενός συνδυασμού ζήλιας και φιλοδοξίας.
Η διαρκής επαναφορά της αφήγησης στα χέρια του Parker σημαίνει δύο πράγματα κυρίως: Πως όταν ο Elvis της ταινίας πλησιάζει στο να αποκτήσει εσωτερική ζωή η κάθε επόμενη στιγμή δεν είναι πια δική του, και πως η ταινία μπορεί πολύ πιο εύκολα να στρογγυλέψει τις γωνίες του ινδάλματος. Δεν υπάρχει πολύς χώρος για εξερεύνηση αντιφάσεων, για την ακανθότητα της σχέσης του με μια έφηβη Priscilla, για τις απιστίες του ή την κατάχρηση ουσιών. Οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει τον Elvis μη ελκυστικό ή προβληματικό για τα σύγχρονα πρότυπα, βγαίνει από το κάδρο με συνοπτικές διαδικασίες.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η εταιρεία μάρκετινγκ Authentic Brands Group έχει αγοράσει τα δικαιώματα για την εικόνα και την πνευματική ιδιοκτησία του Presley, με σκοπό να κάνει τον Elvis μοντέρνο και κερδοφόρο για μια νέα γενιά καταναλωτών. Άρα βρισκόμαστε μπροστά στο γνωστό ζήτημα που δέρνει διάφορα πρόσφατα μουσικά τέτοια πρότζεκτ, από το Bohemian Rhapsody ως το Jennifer Lopez Halftime, ότι στο τέλος της μέρας είναι προϊόντα licensing με όσα αυτό συνεπάγεται.
Ο Luhrmann όμως, που επιδεικνύει ξανά εδώ μία απ’ τις μεγαλύτερες δυνάμεις του ως σκηνοθέτης, την ικανότητά του να εμπλουτίζει τα κλισέ με ειλικρίνεια, ενέργεια και συναίσθημα, δεν έχει κατασκευάσει ένα τυπικό βιογράφημα. Ή ένα βιογράφημα καν, παρότι η συμβατική από-τη-γέννηση-στον-θάνατο συμβατική πορεία του φιλμ μοιάζει με το αντίθετο.
Μέσα από τον Parker, η ταινία βρίσκει στον Elvis ένα λευκό αγόρι που λατρεύει -και υπηρετεί σωστά- το μαύρο rhythm and gospel, αφήνοντας έτσι το περιθώριο στα νιάτα του συντηρητικού Νότου να γευτούν τον απαγορευμένο καρπό. Το σενάριο φέρεται στη χρήση της μαύρης μουσικής από τον καλλιτέχνη οριακά ως ακτιβισμό, ενώ η σημερινή άποψη της μαύρης κοινότητας μιλά περισσότερο για εκμετάλλευση της μαύρης κουλτούρας. Είναι μία περίπλοκη σχέση που σηκώνει ανάλυση από ιστορικούς μουσικής και σίγουρα δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο μίας κινηματογραφικής κριτικής, ο Luhrmann όμως φαίνεται να έχει βασίσει την ιδέα στον μαύρο Τύπο της εποχής.
Επισημαινόταν, τότε, με περηφάνια η κριτική επιρροή των μαύρων blues και της γκόσπελ μουσικής στα κομμάτια του Presley, όχι για να τιμωρηθεί για πολιτιστική ιδιοποίηση αλλά για να επικροτηθεί για το γούστο του σε μία εποχή που η μαύρη μουσική αποκλειόταν συστηματικά ως βάρβαρη από τον ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό χρόνο.
«Ο Presley δεν κρύβει τον σεβασμό του για τους νέγρους», έγραφε το περιοδικό Tan, «ούτε την επιρροή τους στον τρόπο που τραγουδά. Επιπλέον, δεν τους αποφεύγει, ούτε δημόσια ούτε ιδιωτικά». Και ο ίδιος όμως ο τραγουδιστής έδειχνε ταπεινότητα και σεβασμό. «Πολλοί φαίνεται να πιστεύουν ότι εγώ το ξεκίνησα όλο αυτό», έλεγε στο περιοδικό Jet το 1957. «Όμως το rock ‘n’ roll ήταν εδώ πολύ καιρό πριν εμφανιστώ εγώ. Κανείς δεν μπορεί να τραγουδήσει αυτό το είδος μουσικής όπως οι μαύροι. Ας το παραδεχτούμε: Δεν μπορώ να τραγουδήσω όπως ο Fats Domino. Το ξέρω αυτό».
Και δεν ήταν μόνο οι κάμποσοι μαύροι καλλιτέχνες όπως ο B.B. King, ο Little Richard ή ο James Brown που στήριζαν τον Elvis – υπήρχαν, φυσικά, και αντίθετες φωνές όπως του Ol’ Man River (“Ο φίλος μου ο Chuck Berry είναι ο Βασιλιάς της Ροκ. Αν ο Berry ήταν λευκός, θα μπορούσε δικαίως να είχε πάρει τον θρόνο [του Presley] και να είχε φορέσει καλά το στέμμα του”).
Σε ραδιοφωνικούς σταθμούς που απευθύνονταν στο μαύρο κοινό οι DJ προγραμμάτιζαν τακτικά τον Presley, ενώ το 1956 ο τραγουδιστής είχε παρουσιαστεί στον Χορό Goodwill του ραδιοφωνικού σταθμού WDIA μπροστά σε χιλιάδες μαύρους στο Memphis. Ενώ περίμεναν να δουν τον B.B. King και τον Ray Charles, τελικά έπαθαν ντελίριο με τον Elvis και χρειάστηκε να τον διασώσει η αστυνομία.
Σε παρόμοιες σκηνές που στήνει η ταινία, ο Butler είναι αδιαμφισβήτητος. Για όποιον αναρωτιέται εάν ο Καλιφορνέζος ξανθομπάμπουρας child star που κάποιοι μάθαμε από teen σειρές θα μπορούσε να υποδυθεί ένα από τα πιο ανεξίτηλα είδωλα της αμερικανικής ποπ κουλτούρας, η απάντηση είναι ανεπιφύλακτα ναι. Και είναι όπλο το παρελθόν του γιατί υποδύεται τον Elvis με την ειλικρινή ένταση κάποιου που προσπαθεί πολύ σκληρά για να τον πάρουν στα σοβαρά.
Επίσης, η ταινία καταβάλλει κόπο για να δείξει τη σωματική καταπόνηση μίας παθιασμένης ερμηνείας και καριέρας. Ο Butler επιβάλλεται στη σκηνή και στο περιβάλλον του, στάζει από ιδρώτα και υποσχέσεις, και δε βρίσκει μόνο τις κινήσεις και τη φωνή του Elvis αλλά, πιο σημαντικά, τη χαρισματικότητά του. Παρά την παρουσία του Hanks που δίνει μία καρτουνίστικη αλλά συντονισμένη με την ταινία ερμηνεία, το Elvis στέκεται πλήρως στις πλάτες του.
Σε μία από τις καλύτερες εξηγήσεις για το φαινόμενο Elvis στην ταινία, ο Parker παρακολουθεί μία νεαρή γυναίκα να σοκάρεται με τον εαυτό της όταν, βλέποντας live τον τραγουδιστή, νιώθει το σώμα της να ανταποκρίνεται με τρόπο που υποψιάζεται ότι δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Αμέσως μετά, ο Luhrmann καδράρει τον Elvis μόνο του πίσω από τη σκηνή, κόντρα σε μία τεράστια αφίσα που έγραφε “geek”, τα «φρικιά» των καρναβαλιών. Ο Elvis δεν είναι ακριβώς ανθρώπινος, μας λέει. Έχει την υπερδύναμη να οδηγεί το πλήθος, μαύρους και λευκούς, κόρες και γιους, στην οργιαστική φρενίτιδα που βλέπουμε σε ένα ακόμη live του αργότερα.
Σε μία απλοϊκότατη αλλά ηλεκτρική στιγμή, τα φράγματα που είχαν δημιουργηθεί για να διαχωρίσουν το μαύρο από το λευκό κοινό κατέρρευσαν αμέσως, και οι λευκοί έφηβοι άρχισαν να χορεύουν με τους μαύρους. Με τον Elvis, υποστηρίζει η ταινία που πια εκδηλώνει τη βαθύτερη στόχευσή της, είχαμε βρει ένα μαγικό πλάσμα που μπορούσε να μας ενώσει. Αντ’ αυτού καταστράφηκε για να κορέσει την πείνα ενός ισχυρού λευκού άνδρα. Η βιογραφία δεν είναι δική του, αλλά της διαρκώς επαναλαμβανόμενης τραγωδίας μίας ανθρωπότητας που δεν αλλάζει.
Το Elvis κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.