Το ‘Hell or High Water’ είναι όλο το σήμερα στη western εκδοχή του
- 21 ΙΑΝ 2017
Στην πρώτη σκηνή του ‘Hell or High Water’, παρακολουθείς μία γυναίκα που δεν ξέρεις ακόμα ότι εργάζεται στην τράπεζα της γειτονιάς, να κάνει το τσιγάρο της πριν ξεκινήσει τη βάρδιά της. Με ένα 360° πλάνο που σε ξαφνιάζει και σε τραβάει σε δευτερόλεπτα μέσα στο περιβάλλον της ταινίας, παρατηρείς 3 μεγάλους σταυρούς κολλημένους πάνω σε ένα τοίχο απέναντι από την τράπεζα, ένα γκράφιτι που λέει “Τρεις γύρους στο Ιράκ, αλλά τίποτα για εμάς εδώ”, και ένα αυτοκίνητο να κατευθύνεται στη νεκρικά σιωπηλή περιοχή.
Οι σταυροί, σε συνδυασμό με το σάουντρακ, τον αγρό και τον ξερό αέρα που διαπερνά την οθόνη για να φτάσει σε εσένα, είναι το σήμα κατατεθέν για να καταλάβεις ότι βρίσκεσαι στον Αμερικανικό Νότο. Το γκράφιτι σε βγάζει από την απροσδιόριστη Americana αισθητική που σε εκπαίδευσε το ‘True Detective’ και άλλες γουεστερνίζουσες δουλειές να περιμένεις και σε βάζει τσάκα-τσάκα στην τελευταία επίπονη δεκαπενταετία της απογοητευμένης Αμερικής, που έφερε με αργά και σταθερά βήματα τον Trump στην εξουσία. Το αμάξι, όσο πλησιάζει νωχελικά την υπάλληλο και το μόνο που ακούγεται είναι το ‘Comancheria’ των Nick Cave και Warren Ellis και το ένστικτό σου που φωνάζει ότι κάτι θα πάει πολύ, πολύ στραβά, είναι το μέσο που χρησιμοποιούν τα αδέρφια Howard για να κλέψουν την τράπεζα, πριν το εγκαταλείψουν για ένα διαφορετικό αμάξι που θα χτυπήσει διαφορετικό υποκατάστημα της Texas Midlands Bank αργότερα. Και ξανά αργότερα. Και ξανά αργότερα.
Αυτή η τρομερή εισαγωγή είναι η πιο αντιπροσωπευτική που θα μπορούσε να είχε σκηνοθετήσει ο David Mackenzie του ‘Starred Up’ για την ταινία. Θα μας πεις, τι κάνει ένας Σκωτσέζος σκηνοθέτης με western στο Τέξας. Εμείς θα σου πούμε ότι το σενάριο το έχει γράψει ο Τεξανός Taylor Sheridan που άφησε τον ρόλο του σερίφη στο ‘Sons of Anarchy’ για να το ρίξει στα σενάρια. Σε καλό του βγήκε το ρίσκο γιατί η πρώτη δουλειά του με το ‘Sicario’ ήταν το πιο ηχηρό μπαμ που θα μπορούσε να κάνει με το καλημέρα σας, η δεύτερη που μόλις είδαμε έχει την υποψηφιότητα Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου στην τσέπη, και το τελευταίο μέρος της ‘τριλογίας για τον Νότο’ του όπως την ονομάζει, ‘Wind River’, τη σκηνοθέτησε ο ίδιος και θα προβληθεί στο φετινό Sundance που έχει ήδη ξεκινήσει. Μάλλον πρέπει να εμπιστευτούμε τον άνθρωπο πάνω στο θέμα του κι ας μην είμαστε φτωχοί και μόνοι καουμπόηδες.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:
Το ‘Sicario’ είναι ο πόλεμος των ναρκωτικών όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί
Ο Toby (Chris Pine) και ο Tanner (Ben Foster) έχουν προγραμματίσει να κλέβουν μονάχα από την Texas Midlands, μόνο πρωινές ώρες και μόνο χρήματα από το ταμείο. Το πρώτο γιατί παίρνουν εκδίκηση από την τράπεζα που θέλει να κατασχέσει το σπίτι και τη γη τους, το δεύτερο γιατί ο Toby, ο μικρότερος και ψυχραιμότερος από τους δύο, δεν έχει καμία όρεξη να θρηνήσουν θύματα σε ώρες αιχμής και ο παράτολμος αδερφός του δεν ξέρει να μαζεύεται, και το τρίτο γιατί έτσι η υπόθεση γίνεται πιο ασφαλής και πιο γρήγορη. Όταν έχουν πια αρκετά για να εξαγοράσουν το χρέος τους, ρωτούν τον σύμβουλό τους πόσα θα βγάλει από τη συμφωνία και εκείνος τους λέει ότι θα βγάλει πολύ λιγότερα απ’ όσα ρισκάρει. Και τότε γιατί το κάνει; “Παίρνετε πίσω τη γη σας με τα ίδια τα λεφτά που χρησιμοποίησε η τράπεζα για να σας την πάρει. Αν δεν είναι αυτό το Τέξας, τότε δεν ξέρω τι είναι”.
Επειδή όμως ούτε στην Άγρια Δύση δεν επικρατούσε απόλυτη ανομία, θα βρουν πίσω τους τον σερίφη Jeff Bridges και τον βοηθό του Gil Birmingham. Δύο ζευγάρια ανδρών λοιπόν, σε αντίθετες πλευρές του νόμου, που δίνουν στην ταινία το buddy chase στοιχείο της, αν όχι και λίγο από buddy comedy, κυρίως όταν ο Bridges ειρωνεύεται συνεχώς με ρατσιστικά σχόλια τον Ινδιάνο Birmingham. Ο δεύτερος, πάλι, του πετάει με τη σειρά του μπηχτές για την ηλικία και τη συνταξιοδότησή του. Είναι τόσο αφοπλιστική η χημεία και ο σεβασμός που αισθάνεσαι ότι τρέφουν ο ένας για τον άλλον παρά το δούλεμα, που σχεδόν σου απαγορεύεται να νιώσεις άβολα όταν φεύγει η πολιτική ορθότητα από το παράθυρο.
Ο Bridges θα μπορούσε να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο και στον ύπνο του. Σε μια σκηνή που δε θα προδώσουμε, περνάει από τον θρίαμβο και την ικανοποίηση στην κατάρρευση σε χρόνο μηδενικό. Δε θα μας κάνει καμία εντύπωση εάν την επόμενη εβδομάδα που ανακοινώνονται οι υποψηφιότητες για τα Όσκαρ ακούσουμε το όνομά του. Ο Foster μοιάζει με ένα παιδί που μπορείς να διακρίνεις ότι κάποτε θα ήταν μάλλον αξιαγάπητο, αλλά του συνέβη ένας βίαιος πατέρας, μια ανάλγητη μητέρα και η ζωή γενικότερα, και τώρα χαίρεται μόνο όταν τραβάει τη σκανδάλη. Ο Pine μας είχε εκπλήξει με τη χαρισματικότητά του όταν τον πρωτοείδαμε να πιλοτάρει το Enterprise και μας εκπλήσσει ξανά με το πόσο προσγειωμένος είναι στον ρόλο του εδώ. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας μοιάζει συγκεντρωμένος στο σχέδιο, αλλά ταυτόχρονα και αλλού. Η μόνη στιγμή που συγχρονίζεται απόλυτα με το περιβάλλον του, είναι αυτή που επιτρέπει στον εαυτό του να δεχτεί το άγγιγμα μιας γυναίκας, για να το εγκαταλείψει τελικά κι αυτό.
Πέρα από τις ερμηνείες και το σενάριο όμως, το ‘Hell or High Water’ θα φλερτάρει και με το αγαλματάκι Καλύτερης Ταινίας. Δε θα το πάρει με τα θηρία μεγατόνων που έχει απέναντί του, αλλά στη φόρα που πήρε το περασμένο καλοκαίρι αποκλείεται να μη έβαλε το λιθαράκι της και η επικαιρότητά του. Δε θα χρειαστεί να ξετρυπώσεις το μήνυμα της ταινίας. Το έχει κάνει τατουάζ – ή γκράφιτι καλύτερα όπως είδαμε παραπάνω – στο μέτωπο.
Ο Sheridan πήρε την ιδέα για το σενάριο όταν επισκέφθηκε μια περιοχή της πολιτείας μετά από χρόνια και τη βρήκε άδεια. Την ίδια στιγμή ένας συγγενής του που υπηρετούσε για χρόνια το σώμα της Αστυνομίας και αισθανόταν ότι είχε ακόμα πολλά να δώσει, εξαναγκάστηκε να βγει σε σύνταξη. Έτσι στην ταινία, είναι τέτοια η ερημιά στα προάστια που απεικονίζει, που αν σταματήσουν οι χορδές του banjo, νομίζεις θα ακούς μόνο τον αέρα. Όταν ο Birmingham λέει ότι η γη αυτή ήταν κάποτε των προγόνων του μέχρι να την κλέψει ο Λευκός, αλλά τώρα κι απ’ αυτόν την έκλεψε η τράπεζα, τον πιστεύεις. Όχι γιατί παρακολουθείς ειδήσεις, αλλά γιατί ακόμα και τα σπίτια που βρίσκονται γύρω τους όσο συμβαίνει η στιχομυθία, είναι τόσο ερειπωμένα που μοιάζουν ψεύτικα. Περιμένεις να τα πάρει ο συμπαίκτης σου στη Μονόπολη και να σε φεσώσει με χίλιους φόρους. Ο Bridges πάλι είναι ο συγγενής του Sheridan, ένας παλαίμαχος που δεν τον κρατάει το σπίτι του και η νέα κατάσταση που θα βρεθεί σε λίγες μέρες.
Αυτό που σίγουρα θα σκεφτείς για το ‘Hell or High Water’ εκτός από το νόημά του όταν βγεις από την αίθουσα, είναι το πόσο αναγκαίο αντίδοτο πρέπει να ήταν για το αμερικανικό κοινό όταν κυκλοφόρησε πέρσι, σε ένα από τα χειρότερα κινηματογραφικά καλοκαίρια που έχουμε δει ποτέ. Πριν βγεις πάντως δε θα βρεις τη λύτρωση σε όλο αυτό. Δεν υπάρχει και δεν ξέρουμε και πώς θα νιώθαμε εάν υπήρχε. Δε φαίνεται να χωράει μέσα στην κατάσταση που βιώνει ο μέσος άνθρωπος της Δύσης αυτόν τον καιρό.