Το ‘I, Daniel Blake’ τρέμει από αγανάκτηση
Ο Χρυσός Φοίνικας του Ken Loach έφτασε και σε μας και εγείρει ερωτήματα.
- 4 ΝΟΕ 2016
Όταν τελείωσαν οι φετινές Κάννες, τρία φαίνονταν να είναι τα γενικά συμπεράσματα. Ότι το φεστιβάλ ήταν ένα από τα καλύτερα των τελευταίων ετών, ότι η βράβευση του Xavier Dolan για το ‘It’s Only the End of the World’ κούφανε την τεράστια πλειοψηφία όσων το είδαν και ότι ο Χρυσός Φοίνικας δεν πήγε στην καλύτερη ταινία.
Η ίδια βέβαια η συζήτηση γύρω από το τι σημαίνει καλύτερη ταινία είναι ανεξάντλητη. Όπως αναφέρει ο Justin Chang σε άρθρο του για τους Los Angeles Times, όταν είχε ρωτήσει πέρυσι τον Joel Coen – που μαζί με τον αδερφό του ήταν ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής – γιατί ο Χρυσός Φοίνικας είχε πάει στο ‘Dheepan’ αντί σε μία από τις πιο δημοφιλείς ανάμεσα στους κριτικούς ταινίες, η απάντηση που είχε λάβει ήταν ωμή και απλούστατη. “Αυτή η επιτροπή δεν είναι κριτικών”. Και κάποιες φορές θα διαφωνεί με αυτή τη μερίδα της βιομηχανίας.
Φέτος τις εντυπώσεις της εν λόγω μερίδας κέρδισε πολύ ξεκάθαρα το ‘Toni Erdmann’, μία εύστοχα φιλόδοξη κωμωδία της Maren Ade που οδεύει πολύ σταθερά για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας, με τα ‘Elle’, ‘Paterson’, ‘Aquarius’, ‘Graduation’, ‘The Handmaiden’ και ‘Personal Shopper’ να ακολουθούν και τα δύο τελευταία να μοιράζονται τουλάχιστον το βραβείο σκηνοθεσίας. Όλα αυτά σε ένα φεστιβάλ που έχει απολύτως να κάνει με τη φοβερά γενικευτική πλην όμως κολακευτική ιδέα του ευρωπαϊκoύ κινηματογράφο ως Τέχνη και περηφανεύεται για το καλλιτεχνικό επίπεδο των ταινιών που φιλοξενεί και τις ευκαιρίες που δίνει στο σινεμά χωρών εκτός της Αμερικής να αφήσουν το αποτύπωμα της φάσης που βρίσκονται. Τι συμβαίνει όμως όταν μια κριτική επιτροπή αποφασίζει να βραβεύσει το αποτύπωμα της εποχής; Βραβεύεται το ‘I, Daniel Blake’, αυτό συμβαίνει.
Ο Ken Loach είναι πλέον ο ένας από τους εννιά μόνο σκηνοθέτες (Michael Haneke και Francis Ford Coppola ανάμεσα σ΄αυτούς) που έχουν πάρει Χρυσό Φοίνικα δυο φορές – η προηγούμενη ήταν το 2006 με το ‘The Wind That Shakes the Barley’ – και είναι σίγουρα κι ένας από τους δημιουργούς που τον απασχολούν τα ίδια πράγματα που τον απασχολούσαν και πριν από 50 ακριβώς χρόνια, όταν έφτιαξε το ‘Cathy Come Home’ για το BBC. Μία δραματική ντοκιμαντερίστικου τύπου τηλεοπτική σειρά που θεωρείται ακόμα μία από τις καλύτερες που έχουν προβληθεί ποτέ στο Ηνωμένο Βασίλειο, με θέμα ένα νεαρό ζευγάρι και την κατάληξή του στην ανεργία και τελικά στην αστεγία.
Η σειρά και η καμπάνια της κατά της αστεγίας είχε επηρεάσει τόσο το κοινό αίσθημα, που οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί για τη στέγαση Shelter και Crisis, τότε ακόμα σε φάση στησίματος και προετοιμασιών, κέρδισαν μεγάλη φόρα με το καλημέρα, τα τηλεφωνήματα από τηλεθεατές στο BBC έπεφταν βροχή, ο κόσμος σταματούσε την Carol White στον δρόμο για της δώσει χρήματα πεπεισμένος ότι ήταν όντως άστεγη και τα debate στο βρετανικό κοινοβούλιο τότε έδωσαν και πήραν. Ο ίδιος ο Loach, βέβαια, υποστηρίζει ότι ο όποιος αντίκτυπος της ταινίας είχε να κάνει περισσότερο με τη ρητορική περί αστεγίας και όχι με πρακτικές αλλαγές. Ίσως γι’ αυτό και δε φαίνεται να έχει καμία διάθεση να απομακρυνθεί από αυτού του είδους τη θεματική. Σύμφωνα με συνέντευξη του ίδιου στον Guardian μάλιστα όπου σχολίασε την ταινία του και τις πολιτικές λιτότητας, “αν δεν είσαι θυμωμένος, τι άνθρωπος είσαι;”. Για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η νέα του είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε, ειδικά μπροστά στον πανικό του Brexit, αλλά πάντως κολπάκια στο κοινοβούλιο συμβαίνουν ήδη.
Στην ίδια Loach λογική λοιπόν, ο Daniel Blake είναι ένας μεσήλικος κάτοικος του Newcastle που πρόσφατα υπέστη ένα καρδιακό επεισόδιο. Σύμφωνα με τους γιατρούς του ο Blake απαγορεύεται να δουλέψει, αλλά η τεχνοκρατική εταιρεία που έχει προσλάβει η κυβέρνηση για να καθορίζει τα κριτήρια που καθιστούν κάποιον ανήμπορο να εργαστεί έχει διαφορετική γνώμη κι έτσι τον αφαιρεί από το σύστημα προνομίων που του δίνει ένα επίδομα κάθε μήνα. Ο ίδιος αποφασίζει να ασκήσει έφεση, αλλά για να το κάνει αυτό και για να επιβιώσει μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης, πρέπει να περάσει από ένα γραφειοκρατικό πανηγύρι που πέρα από κουραστικό και ατελείωτο, είναι και παντελώς εχθρικό για όποιον δεν είναι εξοικιωμένος με τους υπολογιστές. Εκεί προσφέρεται και έδαφος για το λιγοστό χιούμορ της ταινίας, αλλά η κατακλείδα είναι ότι μιλάμε για ένα σύστημα που είναι σχεδιασμένο για να καταπιέζει και να εγκαταλείπει τους περιττούς. Στην περίπτωση του Daniel ο περιττός είναι ένας χήρος ξυλοκόπος που είναι “pencil by default”, όπως λέει κι ο ίδιος.
Στην περίπτωση της Katie, του ρόλου που ενσαρκώνει εκπληκτικά η Haley Squires, η περιττή είναι μια μητέρα που μεγαλώνει μόνη τα δυο παιδιά της και βρίσκεται στο Newcastle αφού την έβγαλαν από τον ξενώνα αστέγων στο Λονδίνο όπου διέμενε νωρίτερα, για να τη στείλουν σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό. Ο Daniel τη γνωρίζει όταν περιμένοντας τη σειρά του για να εξυπηρετηθεί σ’ ένα από τα αφιλόξενα γραφεία του Δημοσίου, ακούει τη λογομαχία της με μία υπάλληλο που της επιβάλλει κυρώσεις για την καθυστέρησή της στο ραντεβού. Παρά το γεγονός ότι της εξηγεί ότι είναι η πρώτη της μέρα στην πόλη και χάθηκε πηγαίνοντας στο ραντεβού, η υπάλληλος αρνείται να συνεργαστεί κι έτσι το επίδομα της Katie θα αργήσει να φτάσει στα χέρια της. Αυτό που κερδίζει απ’ όλο αυτό τουλάχιστον είναι η γλυκιά φιλία της με τον Daniel, μια σχέση που περνά από διάφορες φάσεις κατά τη διάρκεια της ταινίας αλλά παραμένει πάντα ο πλοηγός του μηνύματός της.
Οι δυο τους βοηθούν ο ένας τον άλλον, ο πρώτος με τη στήριξή του, υλική και ψυχολογική, η δεύτερη με την παρουσία τη δική της και των παιδιών της που του κρατούν παρέα μετά τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του. Ενώ όμως στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας ο Daniel εμφανίζεται αισιόδοξος και σίγουρος για τη νίκη του εναντίον του συστήματος (“Γελάστηκαν αν νομίζουν ότι θα με ξεφορτωθούνε”) και ενώ το πρόβλημα της Katie φαίνεται ότι θα τακτοποιηθεί σύντομα (“Εγώ θα το φτιάξω αυτό το σπίτι κι ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω”), ο χρόνος είναι πραγματικά χρήμα όσο περνάει ο καιρός, αλλά χρήματα αφ’ ενός δεν υπάρχουν στην περίπτωση της Katie και αφ’ ετέρου αρχίζουν να λιγοστεύουν επικίνδυνα στην περίπτωση του πρωταγωνιστή.
Κάπου στα μισά της ταινίας και πριν πάρει η κάτω βόλτα και τον Daniel, συνοδεύει την Katie σε μια τράπεζα τροφίμων για να πάρει ό,τι χρειάζεται. Τότε γινόμαστε κι αυτός κι εμείς θεατές μιας τρομερά βάρβαρης σκηνής, που παίρνει τον χρόνο της για να απεικονίσει την απόλυτη επίθεση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για ευνόητους λόγους δε θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά τέτοιο ξεγυρισμένο χαστούκι σε αίθουσα είχα καιρό να φάω. Είναι σίγουρα η πιο αγανακτισμένη στιγμή μιας ταινίας που σφίγγει τα δόντια για να μην ουρλιάξει απ’ τον θυμό της.
Στα πλαίσια αυτού του θυμού φλερτάρει λίγο με τον διδακτισμό, κυρίως μέσα από κομμάτια του διαλόγου που θέλουν να κάνουν πολύ λιανά ότι το σύστημα είναι ανάλγητο, ενώ το στοιχείο αυτό βρίσκεται ήδη ενσωματωμένο στην ιστορία και δε χρειάζεται πολλά-πολλά. Υπάρχει και μία σκηνή, αυτή που δάνεισε στην ταινία και το πόστερ της με τον Daniel να γράφει το όνομά του και ότι είναι πολίτης με δικαιώματα στον τοίχο, που μοιάζει σα να την έχεις κολλήσει πάνω στο σενάριο με σελοτέιπ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι και διασκεδαστική.
Η ταινία επίσης είναι γενικώς λιγομίλητη και πολύ λακωνικά γυρισμένη, οπότε όσοι εκτιμούν ότι μια ταινία που βραβεύεται καλό θα ήταν να έχει ενδιαφέρον οπτικά ή να παίρνει ρίσκα στην απεικόνιση της ιστορίας της, εδώ θα βρουν το δίκιο τους. Το ‘I, Daniel Blake’, παρότι μια χαρά προσεγμένο, δεν είναι καλαίσθητο με τον τρόπο που θα χαρακτηρίσει κάποιος το ‘Handmaiden’ καλαίσθητο και δεν παίρνει ρίσκα, όπως παίρνει ας πούμε το ‘Elle’. Έχει όμως μία τεράστια αξία για κάτι που συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στον κόσμο μας και σίγουρα θα χτυπήσει φλέβα και στο ελληνικό κοινό.
Ιστορίες σαν του Daniel και της Katie δε σπανίζουν στην Αγγλία. Το σύστημα προνομίων της χώρας κατηγορείται τα πολλά τελευταία χρόνια ως ιδιαίτερα σκληρό και οι περικοπές στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας είναι μεγάλες. Κυρώσεις επιδομάτων σαν αυτή της Katie οδηγούν ολοένα και περισσότερα άτομα σε τράπεζες τροφίμων. Άστεγες οικογένειες όπως οι δικές της μεταφέρονται συνεχώς σε διαφορετικούς ξενώνες, πολύ συχνά εκτός των δημοτικών διαμερισμάτων που διαμένουν, κάνοντας έτσι δύσκολη και τη δυνατότητά τους να κρατήσουν μια σταθερή δουλειά. Δημόσιοι υπάλληλοι ανταμείβονται για τη σκληρή συμπεριφορά τους απέναντι σε πολίτες ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Κάποιοι χιλιάδες άνθρωποι έχουν πεθάνει αφού το κράτος τους ανακήρυξε έτοιμους να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας μετά από κάποιο πρόβλημα υγείας τους, όπως ζητήθηκε και από τον ήρωα της ταινίας. Ο Loach υποστηρίζει πως έκανε ενδελεχή έρευνα και πραγματικά δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης πάνω σ’ αυτό.
Μία ακόμη κριτική που έγινε στην ταινία είναι ο ίδιος ο ενάρετος χαρακτήρας του Daniel που βοηθάει απλόχερα τον πλησίον του και δε φαίνεται να έχει καμία κακή συνήθεια ή κάποιο φοβερό ελάττωμα, παρουσιάζοντας έτσι το σύστημα ως κακό μόνο όταν βλάπτει τους λάθος ανθρώπους. Ως προς τα ελαττώματά του θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι περήφανος μέχρι σφάλματος, αλλά πέρα από τον τρόπο που έχει πλαστεί ο χαρακτήρας, δε θα μπορούσα να τονίσω περισσότερο τη σημασία που έχει η χρήση ενός αρχετυπικού everyman σε μία τέτοια θέση.
Πράγματι δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αξιοπρεπώς μονάχα οι “καλοί” που στάθηκαν άτυχοι, αλλά όσοι έχουν ασχοληθεί είτε σε επαγγελματική, είτε σε εθελοντική βάση με άτομα που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και κινδυνεύουν ή βρίσκονται ήδη σε κατάσταση αστεγίας, προσπαθούν να δώσουν έμφαση στο γεγονός ότι πάρα πολλές φορές δεν πρόκειται για ειδικές περιπτώσεις, αλλά για καθημερινούς ανθρώπους που κάποτε δε θα μπορούσαν καν να φανταστούν ότι θα βρίσκονταν στον δρόμο. Μιλάμε για ένα κομμάτι της κοινωνίας που συνηθίζοντας την παρουσία του αρχίζουμε να το βλέπουμε έξω από μας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν κάποτε στη θέση μας. Υπάρχει χώρος στο σινεμά για ιστορίες ουσιοεξαρτώμενων ή ψυχικά ασθενών ατόμων όπως συχνά τους βρίσκουμε να είναι στην οθόνη, αλλά χαρακτήρες σαν του Daniel είναι εξίσου σημαντικοί. Άλλωστε η Katie, η ανύπαντρη μητέρα που έμεινε έγκυος σε μικρή ηλικία γιατί εμπιστεύτηκε λάθος αποφάσεις και λάθος άτομα και εγκατέλειψε τις σπουδές της για να μεγαλώσει τα παιδιά της, μπορεί να αναλάβει εύκολα τον ρόλο του δακτυλοδεικτούμενου ατόμου από την κοινωνία, αν κρίνουμε ότι χρειαζόμαστε ένα τέτοιο χάριν ρεαλισμού.
Και τώρα στην ερώτηση που καίει. Είναι δουλειά μιας κριτικής επιτροπής, μιας ακαδημίας, ενός φορέα του χώρου τελοσπάντων, να βραβεύει ένα καλοφτιαγμένο μήνυμα, αντί μιας ταινίας που ξεχωρίζει για καλλιτεχνικούς λόγους; Το ‘I, Daniel Blake’ αξίζει να το δεις γιατί είναι μία καλή ταινία που γίνεται καλύτερη όταν δείχνει αντί λέει, αλλά σε αυτό θα πρέπει να απαντήσεις μόνος σου.
* Το ‘I, Daniel Blake’ κυκλοφορεί από τις 3/11 από τη Feelgood.