© Universal
REVIEWS

Το Jurassic World: Dominion αξίζει (σχεδόν) μόνο για τα οικεία του πρόσωπα

Το Jurassic World: Dominion θα είναι η τελευταία ταινία του franchise στο σινεμά και δεν είναι το φινάλε που θέλαμε να δούμε.
Νιώθω την ανάγκη να ξεκινήσω αυτό το κείμενο γνωστοποιώντας ότι προσωπικά μου άρεσε το Jurassic World: Fallen Kingdom. Καταρχάς, γιατί η ζωή είναι μικρή και κάποιοι ίσως θα θέλετε να φύγετε από τώρα (είναι ίσως η λιγότερο αγαπητή Jurassic ταινία από το Jurassic Park III του 2001). Επίσης, όμως, η σύγκριση με την ταινία του J.A. Bayona μάλλον αναδεικνύει ένα από τα μεγαλύτερά μου παράπονα με το Jurassic World: Dominion.

Το Jurassic World: Fallen Kingdom ήταν, τον Ιούνιο του 2018 που κυκλοφόρησε, η πιο πρόσφατη και πιο επιτυχημένη εισπρακτικά ταινία, από το entertainment αφανισμού στο οποίο στόχευε το Χόλιγουντ εκείνη την, τότε, διετία. Ψυχαγωγία δηλαδή μέσα από ταινίες υπερπαραγωγής (ή και τηλεοπτικές σειρές) που αντιμετωπίζουν την ανθρωπότητα ως αυτοκρατορία σε παρακμή, σε μία αντίστροφη μέτρηση εξαφάνισης από τα χέρια των δικών του δημιουργημάτων.

Οι αποκαλυπτικές ιστορίες βέβαια, όπως και οι μετα-αποκαλυπτικές, υπήρξαν μαζί μας για πάντα. Ως είδος γοητευόμαστε μοναδικά με τον αφανισμό μας και τέτοιες ιστορίες υπενθυμίζουν τη θνητότητά μας, η οποία με τη σειρά της επικεντρώνεται στην ανθρώπινη σκέψη και δράση, που συμβαίνουν τόσο σε μοριακό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο. H τάση των tentpoles να επιμένουν σε υπερκακούς που θέλουν να καταστρέψουν ή να φτιάξουν από την αρχή τον κόσμο, αλληλοτροφοδοτείται οπωσδήποτε με τον τόνο στην κάλυψη των ειδήσεων και στον πολιτικό μας λόγο που έχει πάρει εξίσου σκληρή στροφή προς το αποκαλυπτικό.

Γύρω από την περίοδο του Fallen Kingdom είχαν κυκλοφορήσει το Alien: Covenant, το War for the Planet of the Apes, το Blade Runner 2049, το Westworld – όλα τους φαντασιώσεις με κλίση σε φινάλε που δεν περιελάμβαναν τη σωτηρία του πλανήτη με προτεραιότητα την ανθρωπότητα, αλλά την εκχώρησή του εξ ολοκλήρου σε μη ανθρώπους.

Η ταινία του Bayona κατανοούσε το ηθικό βάρος του setup που είχε κληρονομήσει από τις πέντε προηγούμενες ταινίες – ακόμα και όταν σκόνταφτε, είχε σαφή άποψη για όσα πρέπει να βρουν μία ανθρωπότητα τόσο ανάλγητη που θέλησε να αναβιώσει ένα ολόκληρο είδος για τη ευχαρίστησή της.


Κατανοούσε όμως και κάτι ακόμη: το πόσο εξουθενωτικό μπορεί να είναι για τους θεατές κινηματογράφου, που τρέχουν επιμελώς όλο τον χρόνο σε τέτοιες θεαματικές ταινίες, αυτό το φαινομενικά ακατάπαυστο γρονθοκόπημα από παγκόσμιες και κοσμικές καταστροφές που ως επί το πλείστον δεν είναι τόσο συναρπαστικές ή τόσο ενδιαφέρουσες όσο ήταν άλλοτε. Αυτή η μονίμως διάχυτη αίσθηση του κατεπείγοντος στον πραγματικό κόσμο καθρεφτίζεται σε ένα είδος ψυχαγωγίας όπου πολλοί, η πλειοψηφία ίσως, καταφεύγει σε σημαντικό βαθμό για να δραπετεύσουμε. Γι’ αυτό και το είχε κάνει fun!

Αν πρόκειται να επιδοθούμε σε εφιάλτες για την απαρχαιότητά μας, ίσως είναι πιο εύκολο να τα αποδεχτούμε όταν εμπλέκονται δεινόσαυροι — να φανταστούμε όχι έναν πολιτισμό αντικατάστασης, αλλά την επιστροφή σε μία εποχή πριν υπάρξουν πολιτισμός.

Με το Orphanage, το The Impossible, το προσωπικό μου αγαπημένο του A Monster Calls, ο Bayona καθιερώθηκε ως επιδέξιος σκηνοθέτης τρόμου και δράσης που δεν τραβάει κανένα ζόρι όταν πρέπει να τρομάξει ή να συγχύσει τα παιδιά, είτε στις ταινίες του, είτε στις αίθουσες. Αυτή του η σαδιστική θέση ήταν απροσδόκητα κατάλληλη για μία ταινία όπως το Jurassic World: Fallen Kingdom όπου οι άνθρωποι έμοιαζαν λιγότερο συμπαθείς από ποτέ.

Οι χαρακτήρες του έμοιαζαν χάρτινοι – σε μία σκηνή είχε εξαπολύσει έναν δεινόσαυρο στο πλήθος απεικονίζοντας τα σώματα που πετούσε γύρω του δεξιά και αριστερά σαν άβαταρ βιντεοπαιχνιδιών. Σε μία άλλη, κάτι άθλιοι έμποροι όπλων ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον για το ποιος μπορεί να ξοδέψει τα περισσότερα, για χάρη ενός εργαστηριακού δεινόσαυρου που θα δολοφονούσε αμέσως τελικά τον ιδιοκτήτη του. Είτε σου άρεσε η ταινία, είτε όχι, θεματικά έδεναν όλα.

Έπειτα ήξερε πως το ορίτζιναλ, αψεγάδιαστο σχεδόν Jurassic Park ήταν μεν μία περιπέτεια δράσης, αλλά είχε τις ρίζες της στον τρόμο. Απολάμβανε λοιπόν μεταξύ άλλων να παρατείνει τα scares του, φτιάχνοντας μία ταινία που μπορούσες εν τέλει να αποστάξεις στην ιδέα «γκόθικ τρόμος αλλά με δεινόσαυρους». Ερμ, τέλεια;


Ο Bayona έπαιρνε τον χρόνο του με το τρίξιμο της ξύλινης σανίδας από το πόδι ενός αδηφάγου τέρατος. Τον τρόπο με τον οποίο ένας κεραυνός χάραζε τη φολιδωτή σιλουέτα ενός τέρατος πάνω σε μία στέγη μούσκεμα από τη βροχή. Είχε καταδιώξεις, κομματιάσματα, άλματα, έναν δεινόσαυρο που ανοίγει σιγά, πολύ σιγά το χερούλι μίας πόρτας. Dinos rule ρε παιδί μου. Θέλω να με τρομάζουν και να ζητάω περισσότερο.

Δεν ήταν αξιομνημόνευτη ταινία το Fallen Kingdom, δεν ήταν Το Έξυπνο Σίκουελ, ήταν μία παραγωγή υψηλού προϋπολογισμού με σενάριο χαμηλού προϋπολογισμού που θα δεις ένα μεσημέρι που σκάει ο τζίτζικας, το Son of Frankenstein που θα χαρείς γιατί το ξετρύπωσες σε κάποιο φεστιβάλ τρόμου και όχι το πιο στοχαστικό Bride of Frankenstein. Και όλα αυτά μένοντας πιστό στο DNA που όρισε ο Steven Spielberg, όπως και στην ιδέα ότι μόνο το πιο γελοίο είδος θηλαστικού θα μπορούσε ποτέ να ζωντανέψει τους δεινοσαύρους.

Το πρώτο Jurassic World του Colin Trevorrow – που είχε μείνει για το σενάριο του Fallen Kingdom και επιστρέφει εδώ για το Dominion – είχε πάρει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του. Ένιωθες το βάρος της επαναφοράς του εμβληματικού franchise του Spielberg να το συνθλίβει. Είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από τις παγίδες μίας τυπικής b-movie αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Ήταν ο ορισμός του “απλά ok”, ενώ στα χέρια κάποιου άλλου το ίδιο σενάριο (που ο ίδιος είχε συν-γράψει ξανά) θα μπορούσε να είναι πιο ζωντανό, πιο σπινθηροβόλο στην απόδοση.

Το ίδιο συμβαίνει δυστυχώς και με το Jurassic World: Dominion.

Τα υπέρ και τα κατά


 

Τα συστατικά που ανέφερα παραπάνω στα υπέρ του Fallen Kingdom, οι καταδιώξεις και τα άλματα, οι δεινόσαυροι που προκύπτουν ύπουλα, είναι όλα ξανά εδώ αλλά χωρίς καμία ένταση (πιθανές εξαιρέσεις μία στιγμή της Bryce Dallas Howard σε λίμνη και μία καταδίωξη που της συμβαίνει σε μία μαύρη αγορά – το μοναδικό σημείο της ταινίας που ένιωθα την ταλαιπωρία της ηρωίδας). Οι σκηνές δράσης είναι ανελέητες, επαλαμβανόμενες σε σημείο εκπληκτικό σχεδόν, χωρίς οικονομία ή επίδραση διαρκείας. Δε θα μπορούσαν να έχουν γιατί ακολουθεί η επόμενη, και η επόμενη, και η επόμενη. Και μετά η επόμενη, πριν την επόμενη.

Οι δεινόσαυροι που είναι πράγματι πολλοί εδώ, όπως είχαν υποσχεθεί οι συντελεστές ότι θα ήταν, αλλά πρόσεξε – δεν είναι το κέντρο της ταινίας. Η πλοκή αφορά ακρίδες στην πραγματικότητα, και έναν κλώνο… για λόγους. Τα πρώτα καλά νέα είναι πως τουλάχιστον κάποιοι από τους δεινόσαυρους είναι ξανά animatronics. Η διαφοροποίηση είναι εμφανέστατη και ευπρόσδεκτη.

Όμως ενώ υπάρχουν σχεδόν σε κάθε σκηνή, έχουν μία περίεργη λειτουργία. Σα να είναι εκεί για να σου αποσπάσουν την προσοχή από την προαναφερθείσα πλοκή (αυτήν για τις ακρίδες) που αποτελείται από δύο φαινομενικά ξεχωριστές ιστορίες, συγχωνευμένες αδέξια ώστε να συναντηθεί το καστ της αρχικής ταινίας (Laura Dern, Sam Neill, Jeff Goldblum) με το καστ των νέων ταινιών (Chris Pratt, Bryce Dallas Howard).


Στο ένα νήμα, ο Owen (Pratt), η Claire (Howard) και η Maisie (Isabella Sermon), το μικρό κορίτσι-κλώνος που γνωρίσαμε στο Fallen Kingdom, ζουν απομονωμένοι σε ένα βουνό ως οικογένεια. Ως κλώνος η Maisie είναι πολύτιμη και έτσι υπάρχουν πολλοί – κυρίως η εταιρεία γενετικής Biosyn αλλά και όσοι λαθρέμποροι πληρώνονται για απαγωγές – που την καταδιώκουν. Τελικά όντως απάγεται, και έτσι το κεντρικό ζευγάρι αναγκάζεται να βγει από την αφάνεια για να τη βρει και να την πάρει πίσω.

Στο άλλο νήμα, η Ellie Sattler (Dern) μαθαίνει πως υπάρχει ένα σμήνος μεταλλαγμένων ακρίδων, πιθανώς κατασκευασμένες από τη BioSyn, σχεδιασμένων για να καταστρέψουν κάθε σοδειά που δε χρησιμοποιεί καρπούς της εταιρείας, σε μία προσπάθεια ελέγχου της αλυσίδας τροφίμων. Επιστρατεύει λοιπόν τον παλιό της φίλο, τον Alan Grant (Neill), για να πάνε μαζί μέχρι τα κεντρικά γραφεία της BioSyn και να συλλέξουν κρυφά στοιχεία που υποστηρίζουν αυτή την υπόθεση, με τη βοήθεια φυσικά του Ian Malcolm (Goldblum).


Εδώ είναι τα άλλα καλά νέα, ότι οι παλιοσειρές του Jurassic Park δεν παρουσιάζονται απλά ως νοσταλγικά cameos, αλλά εξελίσσουν ένα σημαντικό μέρος της δράσης. Ως χαρακτήρες δεν έχουν το εύρος της ιστορίας που είχαν οι Spider-Men του Tobey Maguire και του Andrew Garfield άρα δε μπορούν να υπάρξουν αντίστοιχες full circle στιγμές, όμως κινούνται, αποφασίζουν και ακούγονται όπως οι χαρακτήρες που θυμάσαι, και υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια του Dominion μέχρι την τελευταία του στιγμή. Είναι ακόμα τόσο χαρισματικοί που όταν τελικά ενώνονται με τους νεότερους χαρακτήρες, το μόνο που συμβαίνει είναι να υπογραμμίσουν το πόσο αδιάφοροι είναι συγκριτικά οι δεύτεροι (ίσως είμαι λίγο άδικη με την Claire, εκείνη έχει έστω ένα arc σε τούτο το franchise και η Howard κάνει ό,τι μπορεί για να το υπηρετήσει).

Μια μεγάλη αμαρτία


Η μεγαλύτερη όμως αμαρτία του Jurassic World: Dominion δεν είναι τα παραπάνω.

Το Fallen Kingdom είχε τελειώσει με το καλύτερο cliffhanger που έχει κάνει ποτέ το franchise. Ένα κλωνοποιημένο παιδί είχε απελευθερώσει τους επιζώντες δεινόσαυρους από το πάρκο του Jurassic World στη Βόρεια Καλιφόρνια. Υποτίθεται θα βλέπαμε επιτέλους τι μπορεί να σημαίνει αυτό πρακτικά για την ανθρωπότητα. Και για λίγο αυτό φαινόταν ότι θα κάναμε! Το Dominion ανοίγει με μία κουλ εισαγωγή από δεινόσαυρους να καταβροχθίζουν πλοία, να καταρρίπτουν αεροσκάφη, να πίνουν νερό σε πάρκα σα να ‘ναι πάπιες, να ποδοβολάνε στα δάση, να επιτίθενται σε σπίτια όταν πεινάνε σα λύκοι σε κοτέτσι.

Μετά από αυτή την υπόσχεση – και μία παράκαμψη σε μαύρη αγορά που προαναφέρθηκε – γιατί καταλήγουμε ξανά σε ένα εργαστήριο και σε ένα νησί σε κατάσταση ανάγκης; Αυτή είναι υποτίθεται, σύμφωνα με τους συντελεστές, η τελευταία στιγμή του Jurassic κόσμου στη μεγάλη οθόνη. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μπορούν να φανταστούν αυτές οι ταινίες;

Βέβαια, Χόλιγουντ είναι αυτό. Και εκείνο, όπως και η φύση, «θα βρίσκουν πάντα τον τρόπο». Μέχρι την επόμενη ταινία υποθέτω λοιπόν.

Το Jurassic World: Dominion κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tulip Entertainment.

Exit mobile version