Το ‘Logan’ θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις τους υπερήρωες
- 3 ΜΑΡ 2017
Το ‘Logan’ ξεκινάει με τον Wolverine να ξυπνάει στο αμάξι που νοικιάζει. Το νοικιάζει γιατί το 2029 που εκτυλίσσεται η ταινία, το επάγγελμά του είναι οδηγός Uber (αλήθεια). Μια ομάδα μικροκακοποιών προσπαθούν να του κλέψουν τα λάστιχα του αυτοκινήτου και, αφού τους προειδοποιεί ότι δεν αξίζει τον κόπο να ρισκάρουν τη ζωή τους για ένα αμάξι που δε θα τους φέρει τίποτα πίσω, ένας από όλους αποφασίζει να τον πυροβολήσει. Ο Wolverine – ή Logan Howlett όπως θα τον ακούς πολύ συχνότερα στην ταινία – έχει φτιαχτεί για τη μάχη, οπότε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα αδαμάντινα νύχια του θα βρεθούν μέσα στο σκαλπ τους. Ουπς.
Έχεις δει πολλές φορές τον συγκεκριμένο ήρωα να επιδίδεται σε σκηνές μάχης σκορπώντας πρώτα τον τρόμο και μετά τον θάνατο, αλλά εδώ θα εντοπίσεις δύο διαφορές που βάζουν το ‘Logan’ σε τελείως δικό του μονοπάτι στο υπερηρωικό γκάλερι ταινιών που έχουν κατακλύσει τις αίθουσες την τελευταία δεκαετία.
Αρχικά, ο δρόμος που άνοιξε το ‘Deadpool’ για τις R-rated ταινίες απελευθέρωσε το ‘Logan’ και τον σκηνοθέτη του James Mansgold (‘The Wolverine’) από την ανάγκη των υπόλοιπων ταινιών X-Men να κάνουν εκπτώσεις στα καντάρια αίμα, που κανονικά θα έπρεπε να κυλάει κάθε φορά που ο Wolverine καμακώνει κρανία. Η βία όπως έχει απεικονιστεί μέχρι τώρα στις υπερηρωικές ταινίες, αν εξαιρέσεις μάχες που αποσκοπούν σε συγκεκριμένο συναισθηματικό αντίκτυπο όπως για παράδειγμα η τελευταία πράξη του ‘Civil War’ με το showdown μεταξύ Iron Man και Captain America, δεν έχει την απαίτηση να τη νιώσουμε. Είναι ένα καλά χορογραφημένο υπερθέαμα CGI και πυροτεχνημάτων που σχεδιάζεται για να ανεβάσει την αδρεναλίνη και να κάνει επίδειξη των δυνάμεων των ηρώων – και τις περισσότερες φορές το πετυχαίνει, απλά χωρίς ειδικό βάρος. Αυτό το ειδικό βάρος προσπαθεί να δώσει μετεγχειρητικά ένα Σύμφωνο της Σοκόβιας για παράδειγμα, την υπενθύμιση ότι χάνονται ζωές ακόμα κι όταν προσπαθείς να σώσεις τον κόσμο.
Η βία του ‘Logan’ όμως είναι απογυμνωμένη από το χιούμορ του ‘Deadpool’, σχεδόν σοκαριστική στο πρώτο της στάδιο – ακριβώς γιατί δε βλέπεις συχνά την πραγματική ζημιά που μπορεί να κάνει ο Ήρωας – και άβολη σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ακόμα και στις πιο badass φάσεις της. Και δεν τη νιώθεις μονάχα κάθε φορά που κάποιος πέφτει αιμόφυρτος. Η επίδραση αποτυπώνεται κυρίως στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή της που με κάθε χτύπημα μοιάζει να χάνει κάτι από τον εαυτό του. Το ‘Logan’ δεν απομακρύνεται ακριβώς από το κόστος που έχει η ζωή ενός μεταλλαγμένου, αυτό θα βρίσκεται πάντα στο DNA των ταινιών αυτών, αλλά εστιάζει περισσότερο στο κόστος της ζωής ενός ανθρώπου που έχει χάσει τον λογαριασμό των πτωμάτων που έχει αφήσει πίσω του.
Στο έτος 2029 οι μεταλλαγμένοι έχουν σχεδόν εξαλειφθεί. Ο Logan και ο Caliban είναι ακόμα ζωντανοί και φροντίζουν τον Professor X σε μια απομακρυσμένη περιοχή που τους εξασφαλίζει προστασία, αλλά όχι και την ευγνωμοσύνη του Charles Xavier. Ο άρρωστος Xavier καταζητείται ως όπλο μαζικής καταστροφής για λόγους που μαθαίνεις στα μισά περίπου της ταινίας, αλλά πρακτικά αυτό μεταφράζεται σε κρυψώνα με λιγοστό φως, πολλά χάπια και συνεχείς διαπληκτισμούς που θα σφίξουν το στομάχι σε όσους δεν τα πάνε πολύ καλά με οτιδήποτε δυσκολεύει τη ζωή των ατόμων με ειδικές ικανότητες. Όταν ο πρώην μέντοράς του ψιθυρίζει στον Logan ότι έχει καταντήσει απογοήτευση, ξέρεις ότι δεν τους χωρίζουν μόνο πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που τους βλέπαμε στο ίδιο πλάνο, αλλά και λόγια που δεν ξέρουν ακόμα πώς να πάρουν πίσω.
Παρά τις δυσκολίες τους ωστόσο, το πλάνο λέει ότι ο Logan μαζεύει χρήματα για να αγοράσουν ένα σκάφος και να ταξιδέψουν μακριά από τα προβλήματά τους, να αποκτήσουν ένα ίχνος κανονικότητας ξανά στη ζωή τους.
Το σχέδιο θα αλλάξει όταν μία Μεξικανή νοσοκόμα πλησιάζει τον Logan και του ζητάει να προστατεύσει τη νεαρή μεταλλαγμένη Laura, ή αλλιώς X-23 όπως την ονόμασαν ως πειραματόζωο οι άνθρωποι που αποφάσισαν να κατασκευάσουν δικούς τους μεταλλαγμένους μετά τον αφανισμό των ορίτζιναλ. Με το γενετικό υλικό που έχουν εξασφαλίσει από μεταλλαγμένους και τις φτωχές Μεξικανές γυναίκες που χρησιμοποιούν για την κύηση, ένας μικρός στρατός με υπερδυνάμεις έμοιαζε ιδανική λύση για τους supersoldiers του μέλλοντος, μέχρι που κάποια από τα παιδιά – ανάμεσά τους και η Laura με τις δυνάμεις και τα αδαμάντινα νύχια του Wolverine – κατάφεραν να ξεφύγουν. Επόμενη στάση είναι ένα κοινό σημείο συνάντησης για να δραπετεύσουν μαζί μια και καλή. Εκεί αναλαμβάνει να τη μεταφέρει ο Logan μαζί με τον Xavier. Ο πρώτος διστακτικά και νιώθοντας μια αίσθηση υποχρέωσης που θα ήθελε να μπορούσε να ξεφορτωθεί και ο δεύτερος γιατί δε θα χάσει ποτέ την ελπίδα του για το μέλλον των μεταλλαγμένων.
Σημείο αναφοράς εδώ οι ερμηνείες και των τριών. Η ερμηνεία του Jackman είναι φοβερά αφοσιωμένη, ο Patrick Stewart σπάει την αγιοποιημένη φιγούρα του Professor X χωρίς να χάνει την επιβλητικότητα του χαρακτήρα και η πρωτοεμφανιζόμενη Dafne Keen είναι ιδανική για τη Laura. Όποιος συστήνεται για πρώτη φορά στον χαρακτήρα της X-23 θα απολαύσει το εύρος που επιδεικνύει με μηδενικό σχεδόν διάλογο, ενώ όποιος την αγαπάει ήδη από τα κόμικ θα τινάξει γροθιά στον αέρα. (Συνέβη).
Κάπως έτσι ξεκινάει ένα roadtrip που βάζει το sci western στοιχείο στην ταινία, με στοιχεία από ‘Unforgiven’ μέχρι ‘Terminator 2’, σε πλάνα ‘Wild Bunch’ από Peckinpah που δεν απαθανατίζουν τη μελλοντική Αμερική ως μετα-αποκαλυπτικό, σκοτεινό βιντεοπαιχνιδίστικο περιβάλλον, αλλά μια περίπου σύγχρονη Αμερική που την ελέγχουν επιχειρήσεις και οι ευκαιρίες για τον απλό πολίτη έχουν στερέψει. Η ευθύτερη αναφορά σε western γίνεται με τη χαρακτηριστική σκηνή του ‘Shane’, όπου ο ομώνυμος βασανισμένος, ενοχικός πρωταγωνιστής λέει στον μικρό του φίλο ότι αν σκοτώσεις σημαδεύεσαι για πάντα, ακόμα κι αν χρειαστεί να το κάνεις για σκοπό που θα σε δικαιώσει. Ο Logan και η Laura σκοτώνουν σε πολλές από τις σκηνές της ταινίας, αλλά δεν το κάνουν για να σώσουν τον κόσμο, όπως συμβαίνει συνήθως στα υπερηρωικά. Αντίθετα, θέλουν να σωθούν απ’ αυτόν και δεν τους αφήνει. Η τραγική ειρωνεία του πράγματος είναι ότι η μέλλουσα γη της επαγγελίας που ψάχνουν είναι κοντά στα σύνορα με τον Καναδά, οπότε όταν διαπιστώνεις ότι το μεγαλύτερο μέρος του καστ που θέλει να φτάσει εκεί δεν είναι λευκό, αναρωτιέσαι αν ο Mansgold έγραφε το σενάριο παρέα με μια γυάλινη σφαίρα.
Παρά τον φαταλισμό που δέρνει την παρέα ωστόσο (σε κάποια φάση μάλιστα ο Logan αναρωτιέται αν οι μεταλλαγμένοι ήταν στην πραγματικότητα ένα λάθος του Θεού, αντίθετα με όσα είχε πιστέψει παλαιότερα λόγω του μέντορά του), η ελπίδα δε χάνεται ποτέ τελείως. Ούτε η αίσθηση της οικογένειας που έχει χαρακτηρίσει διαχρονικά τους X-Men. Αν η τοξική κατάσταση που βρίσκονται οι μοναδικοί μεταλλαγμένοι επιζώντες όταν τους βλέπουμε για πρώτη φορά στην ταινία είναι αποτέλεσμα μιας κοινότητας που διασπάστηκε – λειτουργώντας έτσι και ως παράδειγμα προς αποφυγή για το δικό μας σήμερα – η διστακτική σχέση που αναπτύσσουν και οι θυσίες που κάνουν ο ένας για την επιβίωση του άλλου, είναι ό,τι πιο κοντινό στην ουσία των X-Men έχουμε δει μέχρι τώρα στη μεγάλη οθόνη. Και αυτό επιτυγχάνεται με ελάχιστη χρήση υπερδυνάμεων στην ιστορία, γιατί μέσα στην ατυχία τους οι μεταλλαγμένοι έχουν την τύχη να είναι από τους λίγους ήρωες και αντι-ήρωες που δε χρειάζονται ένα τραγικό όριτζιν στόρι ή έναν φανατικό εχθρό που καθρεφτίζει τις αδυναμίες τους για να αναπτυχθούν. Η ίδια τους η ύπαρξη έχει δυνατό συμβολισμό – και ρίσκο.
Το ‘Logan’ έχει τρωτά σημεία, κυρίως τη μεγάλη του διάρκεια που δεν είναι απαραίτητη για το μήνυμά του, την πίεση που ασκεί για να σε συγκινήσει και την ανταλλαγή της λεπτότητας στην αφήγηση με τους πολύ κυριολεκτικούς τρόπους που εφευρίσκει για να έρθουν οι χαρακτήρες αντιμέτωποι με τον εαυτό τους. Έχει όμως βάρος, αναγνωρίζει τις συνέπειες και έχει συναισθηματικό υπόβαθρό σε ό,τι απόφαση παίρνει χωρίς να κάνει εκπτώσεις στη δράση του.
Το πιο βασικό, έχει το θάρρος να βάλει κάτι ανήκουστο στον υπερηρωικό χάρτη: Τελεία.
* To ‘Logan’ κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Odeon.