To Matrix Resurrections και το μπλοκμπάστερ σινεμά των δεύτερων ευκαιριών
Το νέο Matrix πιάνει την καρδιά των ηρώων του και την πετάει στους δυνάστες τους σα μολότοφ.
- 23 ΔΕΚ 2021
Το Matrix του 1999 ήταν, για το κοινό που ήθελε να μπει στο παιχνίδι, ένα καλοστημένο κυνηγητό του Λευκού Λαγού. Η ταινία προσφέρεται εδώ και δύο δεκαετίες για ακαδημαϊκές και μη αναλύσεις – τα αποτελέσματα στο Google Scholar είναι χιλιάδες – ακριβώς γιατί δεν είχε ένα και μοναδικό, κρυφό μήνυμα. Ταυτόχρονα όμως, όσο αλλόκοτο κι αν ήταν (και ήταν!), ως μία κλασική ιστορία του Εκλεκτού και με τους στόχους των χαρακτήρων του τόσο κατανοητούς, είχε ένα δικής του κατασκευής περιθώριο για να πετάει περίπλοκα κόνσεπτ στο κεφάλι μας χωρίς πολλά-πολλά.
Ο Neo ήταν ο Ένας και θα γινόταν ο σωτήρας της ανθρωπότητας που βρισκόταν φυλακισμένη στο Matrix. Έναν κόσμο που έμοιαζε πολύ με τον δικό μας, ενώ ο αληθινός εκείνου του σύμπαντος φαινόταν ψεύτικος και τραβηγμένος (καμία κατάκριση για τα εφέ του Matrix δεν είναι αυτό, είναι εντυπωσιακό το πόσο τελευταίας τεχνολογίας δείχνουν ακόμη και σήμερα).
Τα σίκουελ όμως αμφισβήτησαν αυτή την ασφαλή και δοκιμασμένη αφήγηση, αδειάζοντας το ελπιδοφόρο φινάλε του Matrix. Εκεί, νομίζω, κρύβεται η τραυματισμένη υστεροφημία του franchise. Δεν είναι δύσκολο να βρεις υπερασπίσεις του, όμως ακόμα και έτσι δεν υπάρχουν στη δημόσια συζήτηση με τη συχνότητα και το πάθος που έχουν εμπνεύσει τα prequels των Star Wars ας πούμε. Στο γενικό συμπέρασμα, το πρώτο Matrix είναι η μόνη καλή ταινία στο franchise και «τα σίκουελ δεν έλεγαν».
Για να είμαι ξεκάθαρη, αγαπώ οπαδικά το Matrix Reloaded και, παρότι θεωρώ το Matrix Revolutions την πιο αδύναμη ταινία στο σύνολο της φιλμογραφίας των αδελφών Wachowski, έκανε και αυτή ενδιαφέροντα πράγματα.
Μετά το στομφώδες τέλος του Matrix, με τον Neo να βγαίνει νικηφόρος από τον τηλεφωνικό θάλαμο κοιτώντας τριγύρω τους επόμενους ανθρώπους που θα απελευθερώσει πριν πετάξει προς την κάμερα σαν άλλος Σούπερμαν, το Reloaded μετέτρεψε το κόνσεπτ του Ενός σε ένα ακόμη κατασκεύασμα των μηχανών. Έξι μήνες αργότερα το Revolutions το αποτελείωσε, κάνοντας μεν τον Neo απαραίτητο δομικό στοιχείο της συμφωνίας μεταξύ ανθρώπων και μηχανών, αλλά εν τέλει λίγο μπροστά στην καταστροφή. Μόνος του δε θα είχε καταφέρει τίποτα.
Είναι αρκετές οι ιστορίες που προτιμούν αυτή τη μοιρασιά της δύναμης – κάποιες όπως αυτή της Συντροφιάς στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ή της συλλογικής προσπάθειας του Μαγικού Κόσμου στο Harry Potter είναι δημοφιλέστερες και από το Matrix – όμως η βολή μας με τους Εκλεκτούς είναι αναμφίβολη.
Δε λέω πως τα σίκουελ δεν είχαν προβλήματα, μικρότερα ή μεγαλύτερα ανάλογα με τα προσωπικά φίλτρα του καθενός. Εγώ για παράδειγμα δε βρήκα ποτέ λάθος στο rave orgy του Reloaded – συγνώμη που περνάμε καλά τη νύχτα πριν πεθάνουμε! – ενώ αντίθετα είχα αναγνωρίσει το ζήτημα με την τελευταία μάχη του Revolutions. Μία από τις 2-3 καλύτερες σεκάνς δράσης της τριλογίας που όμως αφιερώνεται σε χαρακτήρες άγνωστους για εμάς μέχρι πριν έξι μήνες τότε. Η κίνηση των Wachowskis να κυκλοφορήσουν και τις δύο ταινίες το 2003 ήταν τολμηρή, αλλά πραγματικά δε λειτούργησε υπέρ τους. Εάν οι ταινίες είχαν κυκλοφορήσει με δύο μόλις μήνες απόσταση όπως ήταν η αρχική τους πρόθεση, θα είχε εξυπηρετηθεί καλύτερα το όραμά τους που τις αντιμετώπιζε ως δύο κεφάλαια μίας ταινίας. Εάν, πάλι, η απόσταση ήταν μεγαλύτερη, τα multiple viewings και η συζήτηση της κοινότητας που είχε δημιουργηθεί γύρω από το Matrix θα είχαν πιθανώς ενισχύσει την επένδυσή μας στους νέους χαρακτήρες, υποβοηθώντας έτσι τη χρήση τους σε κορυφώσεις του Revolutions.
Όσο επιφανειακά ή τεκμηριωμένα και αν είναι τα ζητήματα του καθενός μας με τα σίκουελ του Matrix πάντως, ας μου συγχωρήσετε τον συμπερασματικό σάλτο για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που απογοητεύτηκαν απ’ αυτά, αλλά βρίσκω την προδοσία της ιδέας του Εκλεκτού ως το βαθύτερο αίτιο των αντιδράσεων.
Όταν πιστεύουμε σε έναν σωτήρα, τότε το πρόβλημα παύει να είναι δικό μας. Οι ελπίδες μας επαφίενται σε Εκείνον (το αρσενικό γένος δεν είναι τυχαίο), και έτσι μέχρι να λύσει το πρόβλημα μπορούμε να εφησυχαζόμαστε μπροστά στην καταπίεση. Εδώ το Reloaded έκανε τον Ένα μία ψευδαίσθηση και το Revolutions κάλεσε τους πάντες σε μάχη, όσο ασήμαντοι κι αν έμοιαζαν μπροστά στον Neo. Η ευθύνη της αντίστασης μοιράστηκε και σε εμάς δηλαδή, και ας είναι το κόστος μεγάλο. Εάν, λοιπόν, λαχταρούσε κανείς έστω και ασυνείδητα την παραδοσιακή αφηγηματικά επίλυση των γεγονότων, το φινάλε της τριλογίας θα ήταν σίγουρα απογοητευτικό. Το κεντρικό ζευγάρι ήταν φαινομενικά νεκρό, η Zion είχε γίνει θρύψαλα, και η υπόσχεση της απελευθέρωσης της ανθρωπότητας ήταν στην καλύτερη περίπτωση φευγαλέα.
Η συλλογική δράση που στηρίζουν εκείνες οι ταινίες όμως φοριέται όλο και καλύτερα σε έναν αιώνα όπου η ιδέα της μαζικής συνεργασίας γίνεται όλο και πιο ελκυστική, γιατί προοδευτικά συνειδητοποιούμε ότι η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία μάς έχει απογοητεύσει τραγικά και πως μία ισχυρή συμμαχία ανθρώπων που εργάζονται προς ένα κοινό στόχο θα ήταν η μόνη ελπίδα μας.
Εάν, πάντως, η αρχική τριλογία των Matrix είχε κάποια κεντρική φιλοσοφία αυτή ήταν «για την αγάπη ρε γαμώτο» και τώρα, ειδικά μετά το Sense8, την πιο ανοιχτόκαρδη δημιουργία των Wachowskis ως τώρα, η Lana Wachowski μοιάζει να την πιστεύει περισσότερο από ποτέ.
“I’m a geek. I was raised by machines.”
Οι παλιές ταινίες Matrix αφορούσαν τα ψέματα που μας λένε. Βασίζονταν στην ιδέα ότι υπάρχει αντικειμενική αλήθεια και πως οι άνθρωποι θα ήθελαν να τη γνωρίζουν. Ο πιο αδύναμος της ορίτζιναλ ομάδας ευχόταν να είχε επιλέξει το κόκκινο χάπι, όμως παρουσιαζόταν ως ο κακός της υπόθεσης, χωρίς ιδιαίτερη συμπόνια από το σενάριο. Εκείνο το σύμπαν αντικατόπτριζε έναν διαδικτυακό κόσμο αποτελούμενο από μία σειρά βάσεων δεδομένων, στις οποίες οι εχθροί ήταν μηχανές χωρίς συναισθήματα, με σκοπό να κρατήσουν την ανθρωπότητα υπό έλεγχο.
Το Matrix Resurrections είναι για τα ψέματα που μας λένε και τα ψέματα που επιλέγουμε. Ποιος μπορεί να συμφωνήσει για κάποια αντικειμενική αλήθεια πλέον; Ειδήμονες, πολιτικοί και μεγιστάνες της τεχνολογίας παρουσιάζουν ο καθένας το όραμά του για το τι είναι πραγματικό, και το εμπορεύεται επιθετικά στις μάζες. Η τρέχουσα κρίση μας, λοιπόν, είναι πως η αλήθεια έχει γίνει ό,τι επιλέξουμε να είναι. «Εάν δεν ξέρουμε τι είναι αληθινό», λέει ένας χαρακτήρας στον Neo, «πώς θα αντισταθούμε;».
Ο κόσμος του Matrix στο μεταξύ έχει μεταβληθεί σε κάτι πιο απτό: ένα σύμπαν συνεχούς απόσπασης της προσοχής που ενσωματώνει την αισθητηριακή επίθεση όσων ζούμε το 2021.
Ο Neo ως Thomas Anderson είναι ξανά ένας ήρωας που νιώθει αποκομμένος από τη ζωή του όπως αρκετοί άλλοι του ένδοξου κινηματογραφικού 1999 (βλέπε Fight Club, American Beauty, Being John Malkovich), αλλά αυτή τη φορά είναι ο δημιουργός του Matrix, μίας εμβληματικής video game τριλογίας. Αυτά τα glitches που νομίζει ότι βλέπει στη ζωή του; Ο Analyst (Neil Patrick Harris), ο ψυχοθεραπευτής του, του γράφει μπλε χάπια γι’ αυτά. Αυτή η Tiffany (Carrie-Anne Moss) που πετυχαίνει στο καφέ κάτω από τη δουλειά και μοιάζει τόσο με την Trinity που σχεδίασε για το παιχνίδι; Δεν την ξέρει, ιδέα του είναι. Υπάρχει περίπτωση όλα αυτά να μην είναι αποκύημα της φαντασίας του αλλά κάτι που όντως θυμάται από μια άλλη ζωή;
Στο πρώτο μέρος της ταινίας η Wachowski και το σενάριο που έγραψε μαζί με τους David Mitchell και Aleksander Hemon κρατούν όχι μόνο τον Thomas, αλλά και το κοινό σε αβεβαιότητα. Όταν ο συνεργάτης του (Jonathan Groff) τού ανακοινώνει πως πρέπει να κάνει μία ακόμη συνέχεια για το παιχνίδι γιατί αλλιώς η Warner Bros. θα προχωρήσει σ’ αυτή ακόμη και χωρίς εκείνους, ο Thomas και οι υπόλοιποι προγραμματιστές προσπαθούν να ξεκλειδώσουν την επιτυχία του πρώτου παιχνιδιού για να την επαναλάβουν. Ήταν το bullet time; Ήταν τα hot δερμάτινα; Ήταν οι αλληγορίες του; Και ποιες ήταν αυτές: η τρανς αλληγορία ή η εκμετάλλευση του καπιταλιστικού συστήματος;
Οι σκηνές σε αυτό το debate είναι πραγματικά πολύ αστείες (το Matrix του 1999 ήταν η τελευταία ταινία με χιούμορ στο franchise) και το γεγονός ότι στο κέντρο της σάτιρας βρίσκουμε τα video games είναι το κερασάκι στην τούρτα, γιατί ως medium ορίζεται από την ψευδαίσθηση της επιλογής.
Το παιχνίδι με τη μνήμη και τη νοσταλγία που κάνει εδώ το Resurrections θα μπορούσε να είχε πνίξει όλο τον αέρα μέσα του. Αντίθετα το έκανε πιο επεκτατικό συναισθηματικά. Μεγάλο μέρος της πρώτης πράξης λειτουργεί για να κριτικάρει ενεργά τη νοσταλγία για χάρη της νοσταλγίας, και το πώς την εκμεταλλεύονται οι έχοντες τον έλεγχο, είτε είναι άρχοντες μηχανών είτε στούντιο του Χόλιγουντ. «Τίποτα δεν ανακουφίζει το άγχος όσο λίγη νοσταλγία», λέει ο Morpheus του Yahya Abdul-Mateen II στον Neo.
Το Resurrections σκαλίζει τη δική του πνευματική ιδιοκτησία με τόσο έντονη την αίσθηση του déjà, που η νοσταλγία του αρχίζει γρήγορα να μοιάζει επίτηδες με φυλακή. Έτσι δημιουργεί νέες μεταφορές αντί να επαναλαμβάνει τις παλιές, τονίζοντας πως ο τρόπος για να ξεφύγουμε από τις ιστορίες που σμικρύνουν τη ζωή μας είναι να αναγνωρίσουμε τη δυαδικότητά τους – πραγματικό εναντίον ψεύτικο, εταιρικό προϊόν εναντίον τέχνης, επανεκκίνηση εναντίον αναγέννησης – και να δούμε πέρα από αυτή. Δεν είναι εύκολη αποστολή αυτή και δεν πετυχαίνει πάντα, αλλά μία ταινία εκκεντρική, ειλικρινής και ολάνοιχτη όπως το Resurrections δε θα μπορούσε να φτιαχτεί από ανθρώπους που φοβούνται να αποτύχουν.
Η δεύτερη ευκαιρία του Matrix
Τον Ιούνιο του 2014, η Tasha Robinson έγραφε στο Dissolve ότι «χάνουμε όλους τους Δυνατούς Γυναικείους Χαρακτήρες μας στο Σύνδρομο της Trinity». Ικανότατες γυναίκες δηλαδή – ικανότερες πολλές φορές από τους άνδρες πρωταγωνιστές – που ποτέ δε γίνονται τόσο ανεξάρτητες, σημαντικές και συναρπαστικές, όσο στην εισαγωγική τους σκηνή.
Το Resurrections δε λύνει ακριβώς αυτό το πρόβλημα. Είναι προφανές όμως ότι η Wachowski άρχισε στην πορεία να ενδιαφέρεται για το λαβ στόρι του Neo και της Trinity περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην ιστορία της, και αυτή τη φορά θέλησε να εξισώσει τη σημασία τους στο σύμπαν. Είναι σταδιακή η διαδικασία και οι προθέσεις της δεν προδίδονται εξ ολοκλήρου μέχρι τα τελευταία λεπτά της ταινίας, αλλά όσο παρακολουθούσα τις εξελίξεις δε γινόταν να μην αισθανθώ πως η δημιουργός ένιωθε την ανάγκη να επανορθώσει.
(Έχει ενδιαφέρον επίσης η συνύπαρξη της ταινίας στις αίθουσες με το Spider-Man: No Way Home, μία ακόμη μπλοκμπάστερ ταινία με τη διάθεση να αποκαταστήσει ήρωες που είχαν ανά περιόδους καταβαραθρωθεί, σε ένα πλαίσιο αφήγησης που κινείται ολόκληρο στη επικύρωση της αξίας μίας δεύτερης ευκαιρίας. Και τα δύο είναι πανάκριβα, meta σίκουελ που τροφοδοτούνται από την εξοικείωσή μας με τα αντίστοιχα franchises τους. Πες το μοίρα, αλλά υπάρχει κάτι σε αυτή τη σύνδεση της κοντινής κυκλοφορίας).
Η Trinity και η σχέση της με τον Neo είναι το κλειδί στο Matrix Resurrections, στρέφοντας την καρδιά της ιστορίας από την ατομική ελευθερία στον ανθρώπινο δεσμό. Η ταινία πάει το μήνυμα του πρώτου Matrix ένα βήμα παραπέρα: Δεν αρκεί να απελευθερώσεις το μυαλό σου, γιατί αυτή σου η αποσύνδεση δε θα έχει αξία εάν μετά δεν ενωθείς με τους γύρω σου. Και όλα αυτά όταν τούτη η νέα βερσιόν του Matrix θα στο κάνει ακόμα πιο δύσκολο να φύγεις, με τα ζεστά χρώματα των Daniele Massaccesi και John Toll (που κάνουν τη φωτογραφία εδώ αντί του Bill Pope) να φτιάχνουν ένα επώδυνα ειδυλλιακό σκηνικό.
Μέσα από την εγγενή αισιοδοξία που πλημμυρίζει τη μελαγχολική διάδραση του Neo με την Trinity (ο Reeves και η Moss δεν υπήρξαν ποτέ πιο ελεύθεροι να σπάνε στο συγκεκριμένο franchise), το Resurrections γίνεται ένας ύμνος στην αγάπη και στην κοινότητα που χρειάζεται για να της επιτρέψει να γίνει αντίσταση. Γιατί τα συναισθήματα, όπως σημειώνουν οι μηχανές που καταπιέζουν την ανθρωπότητα στο Matrix, είναι πολύ πιο εύκολο να ελεγχθούν από τα γεγονότα, γιατί είναι αυτά που μας επηρεάζουν. Αν όμως ο Neo τα χρησιμοποιήσει στην αντεπίθεση, πώς θα μοιάζει μετά ο κόσμος;
Για τη Wachowski που ολοκλήρωσε τη φυλομετάβασή της το 2008 και είχε ήδη κατασκευάσει με την αδερφή της Lilly έναν κόσμο όπου τα σώματα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, μία πρόταση, η επιλογή της αγάπης εξακολουθεί να είναι ριζοσπαστική απόφαση. Το Matrix Resurrections πιάνει την καρδιά των ηρώων του και την πετάει στους δυνάστες τους σα μολότοφ.