
Το Sinners με τον Michael B. Jordan σε διπλό ρόλο αξίζει να κάνει παγκόσμια αίσθηση
- 16 ΑΠΡ 2025
Αναλογίζεται κανείς την καριέρα του Ryan Coogler – ένα από τα νεότερα ταλέντα του Χόλιγουντ με τη μεγαλύτερη λαϊκή απήχηση σήμερα – και συνειδητοποιεί πως ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος έχει εγκλωβιστεί στη δημιουργία ταινιών franchise εδώ και μια δεκαετία. Η συνειδητοποίηση θα συνοδευτεί ίσως και από κάποια έκπληξη, οφειλόμενη στο πόσο καθαρά έχει βγει η καλλιτεχνική φωνή του ακόμη και σε έργα κληρονομάς όπως το Creed, ή εντός του ασφυκτικού, στουντιακού βάρους του Black Panther.
Η νέα του δουλειά, το Sinners, βρίσκει τον σκηνοθέτη απελευθερωμένο. Είναι το πρώτο πρωτότυπο σενάριο του Coogler μετά το Fruitvale Station του 2012, και ξεχειλίζει από ιδέες μέσα στον αιμοβόρο, αναρχικό προβληματισμό του για την ιστορία της μαύρης κουλτούρας και καλλιτεχνίας, και τη διαρκή οικειοποίησή της.
Το Sinners που κατασκευάζει εδώ είναι αναπόφευκτα πολύ, αυτή του όμως η υπερβολή και η ένταση είναι επίσης η μεγαλύτερη δύναμη ενός οραματικού στουντιακού δημιουργήματος που ρίχνεται σε μία αιώνια πάλη – πώς αφομοιώνεται κανείς χωρίς να χάσει την ψυχή του;
Η ταινία διαδραματίζεται το 1933 στο Δέλτα του Μισισιπή, εκεί όπου οι μαύροι μεροκαματιάρηδες εξακολουθούν να εργάζονται στα βαμβακοχώραφα σχεδόν 60 χρόνια μετά το τέλος της δουλείας. Οι νόμοι του Jim Crow πλήττουν αυτές τις εργατικές κοινότητες, ενώ η Κου Κλουξ Κλαν παραμονεύει πάντα, έτοιμη να επιτεθεί. Εν μέσω αυτής της καταπίεσης και του φόβου, μία ζωντανή κουλτούρα – αυτή της εκκλησιαστικής ζωής και της αναδυόμενης μουσικής των μπλουζ – αναπτύσσεται. Η ταινία του Coogler είναι ένας φόρος τιμής σε αυτές τις παραδόσεις και μίια θλιβερή, οργισμένη αναγνώριση των επιτιθέμενων που, δεκαετία με τη δεκαετία, θα κατέφθαναν για να τις αδράξουν ή να τις καταστρέψουν.
Η δουλειά του συγκεκριμένου δημιουργού υπήρξε πάντα υπομονετική, ακόμη και μέσα στη δίνη θεάματος των franchises, το πρώτο μισό όμως του Sinners είναι ακόμη πιο μελετημένο από ότι μας έχει συνηθίσει. Το σενάριό του περιπλανιέται μεταξύ του καστ, παίρνει το χρόνο του για να προσθέσει λεπτομέρειες στις ζωές των χαρακτήρων και να επεκτείνει την τοπική γεωγραφία εξετάζοντας μία σφιχτοδεμένη κοινότητα μεταναστών, εκτοπισμένων και απόκληρων που εντάσσονται σταδιακά στο πεδίο δράσης του Smoke και του Stack, δύο άσωτων γιων που επιστρέφουν στον τόπο τους.
Είναι δίδυμοι που ξέφυγαν από έναν βίαιο πατέρα για την ελευθερία – πραγματική και πλασματική – του Σικάγο, όπου είχαν πάει για να δουλέψουν με μαφιόζους. Τους υποδύεται και τους δύο ένας επιβλητικός Michael B. Jordan, η μούσα του Coogler (αυτή είναι η έκτη κοινή τους ταινία) σε εξαιρετική φόρμα. Το σχέδιο των αδελφών είναι να χρησιμοποιήσουν τα παράνομα κέρδη που έφεραν από τον Βορρά για να ανοίξουν ένα τζουκ μποξ στέκι, έναν κοινόχρηστο χώρο για όσους θέλουν να πίνουν, να χορεύουν, να τζογάρουν και να διασκεδάζουν, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των λευκών. Είναι ένα παράτολμο και επικίνδυνο όνειρο.
Το πρώτο μισό της ταινίας αφορά τη διαδικασία της υλοποίησης αυτού του οράματος, και ακολουθεί τα δύο αδέρφια καθώς αναθέτουν σε ντόπιους μουσικούς να παίξουν στο χώρο τους. Κυριότερος είναι ο ταλαντούχος νεαρός ξάδερφός τους, Sammie, γιος του ιεροκήρυκα θείου τους.
Στην αρχή του Sinners, ο Coogler εισάγει μία ιδέα που συναντάται στη λαϊκή παράδοση πολλών πολιτισμών. Υπάρχουν, λέει, κάποιοι άνθρωποι με μία σπάνια ιδιότητα: να κάνουν μουσική με τέτοιο πάθος, που μπορούν να σκίσουν το χώρισμα μεταξύ ζωντανών και νεκρών, και να επικαλέσουν πνεύματα, καλοκάγαθους προγόνους και δαίμονες. Ο Sammie είναι ακριβώς μία τέτοια φιγούρα και τα εγκαίνια του κλαμπ θα είναι μία συνειδητοποίηση αυτής της μυστικιστικής του ικανότητας. Εδώ η ταινία γίνεται ένα καλά τεκμηριωμένο ιστορικό δράμα που εισάγει τα μπλουζ ως τη μουσική του διαβόλου, πριν παλέψει για να τα αναπλάσει ως ένα είδος μαγείας από μόνα τους. Η μουσική θα προσελκύει επίσης, όπως προειδοποιεί η εισαγωγή της ταινίας, και το Κακό.
Ταινίες για βρικόλακες γυρίζονται σχεδόν όσο καιρό γυρίζουν ταινίες οι άνθρωποι, οπότε είναι αξιοσημείωτο πως ο Coogler βρίσκει νέα οπτική γωνία εδώ για τα σχετικά tropes. Υπάρχουν μικροαλλαγές στον σχεδιασμό των πλασμάτων που κάνουν τη διαφορά, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί πολλούς από τους κλασικούς κανόνες (το σκόρδο, τα ξύλινα παλούκια, ότι πρέπει να τους καλέσεις μέσα στο σπίτι σου για να μπουν). Αυτό που προσθέτει στ’ αλήθεια ο Coogler είναι η ομαδική συνείδηση, ένα απίστευτο μουσικό φλέγμα, και το σχόλιο ότι ναι, οι βρικόλακες μπορεί να είναι θανατηφόροι, ίσως όμως δεν είναι τα χειρότερα πλάσματα που περιπλανώνται στη γη.
Όπως ακριβώς παρουσίασε έναν πειστικό, σχεδόν δίκαιο κακό στο Black Panther, έτσι και στο Sinners δημιουργεί τον Remmick, έναν βρικόλακα που ευχαρίστως θα μετέτρεπε κάθε άνθρωπο στην πόλη. Και του επιτρέπει να παραθέσει ένα δελεαστικό επιχείρημα.
Υπονοείται πως όταν ήταν άνθρωπος ο Remmick ήταν Ιρλανδός, και επομένως όχι άγνωστος στους εξευτελισμούς και στα ακόμη χειρότερα που έρχονται στα χέρια κάποιας σκληρής άρχουσας τάξης. Ο βαμπιρισμός, προτείνει ο Remmick, προσφέρει ελευθερία από αυτά και τη δυνατότητα μίας πραγματικής αντεπίθεσης. Τα βαμπίρ του είναι υπέροχα και στοιχειωμένα, και υποδηλώνουν έναν κοινό αλλά παραβιασμένο δεσμό ανάμεσα σε πολλούς λαούς – σε φτωχούς λευκούς μετανάστες, σε απογόνους σκλάβων – που βρέθηκαν στην Αμερική από επιλογή ή όχι, και είδαν την ταυτότητά τους να διαστρεβλώνεται, να κακοποιείται, να σβήνεται.
Το Sinners προτείνει πως είναι όλοι θύματα ενός φαύλου ταξικού πολέμου που διεξάγεται στον δυτικό κόσμο, ίσως από τότε που ξεκίνησε.
Το Sinners λοιπόν έχει όλη την εικονογραφία των βαμπίρ που έχεις συνηθίσει να περιμένεις, καθώς όμως ο Coogler γράφει την ωδή του στην κουλτούρα των μπλουζ συνδέοντάς τη με τον τρόμο και εκτεταμένες ιστορικές παραδόσεις, η ταινία εξελίσσεται σε μία πολυσύνθετη ιστορία πολιτιστικής επιβίωσης, με υπόρρητο νόημα αυτό των μαύρων καλλιτεχνών που παλεύουν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν το πνεύμα τους και να αντισταθούν στην ομογενοποίηση.
Ο Coogler έχει μαζέψει τους δικούς του Avengers – εκτός από τον Jordan, ο Miles Caton παραδίδει ένα ισχυρό κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Jack O’Connell είναι απίθανος κακός, ο Delroy Lindo δίνει βάρος στο όλο εγχείρημα μόνο και μόνο με την παρουσία του αλλά προσφέρει και ένα πολύ καλοδεχούμενο κωμικό timing, η Hailee Steinfeld συμπρωταγωνιστεί ως πρώην ερωμένη του Stack και αντιμετωπίζει με αυτοπεποίθηση μέρος του ωμότερου υλικού της ταινίας, και η Wunmi Mosaku είναι επιβλητική και εγκάρδια σε ρόλο συντρόφου, φίλης και πνευματικής οδηγήτριας.
Μέχρι να φτάσει η στιγμή της αιματοχυσίας, ο Coogler και οι ηθοποιοί του έχουν χτίσει αυτούς τους χαρακτήρες με τόση ανθρωπιά, που ο αγώνας τους για την επιβίωση γίνεται ακόμη πιο αγχωτικός. Η πίεση σε ορισμένες σκηνές είναι σχεδόν αφόρητη.
Γυρισμένη σε φιλμ 65mm από τη διευθύντρια φωτογραφίας Autumn Durald Arkapaw, η υφή της ταινίας είναι πλούσια, ο φωτισμός της μελαγχολικός και οι λεπτομέρειες της εποχής σφυρηλατούν έναν κόσμο που μοιάζει στοιχειωτικά αυθεντικός και ονειρώδης ταυτόχρονα, ενώ το μοντάζ του Michael P. Shawver ισορροπεί ανάμεσα σε αιχμηρές αναλαμπές μακελειού αλλά και στιγμές χάριτος που διατηρούν τον τρόμο και τα αφηγηματικά τόξα των χαρακτήρων στο μυαλό του θεατή. Και τι να πεις για το σάουντρακ του οσκαρικού Ludwig Göransson; Δεν θα μιλούσαμε για την ίδια ταινία χωρίς αυτό.
Χωρίς να προδώσω πολλά, καθώς η ταινία συγχωνεύεται περισσότερο με τον τρόμο και έργα είδους όπως του Carpenter (τα The Thing και Salem’s Lot είναι δεδηλωμένες επιρροές), αρχίζει να γίνεται πιο παιχνιδιάρικη και ρευστή. Καθώς η βασική μουσική σεκάνς θα παίρνει σάρκα και οστά, το Sinners θα εγκαταλείψει τον ρεαλισμό για μία αλλόκοτη, τολμηρή σύγκρουση αναχρονισμών, σε μία τελετουργία που συνδέει τους ανθρώπους όχι μόνο στο χώρο, αλλά και στο χρόνο. Θα υπάρξουν κι άλλες τέτοιες χορευτικές σεκάνς, η μία πιο άγρια από την προηγούμενη.
Η συναρπαστική ποικιλία ειδών, θεματικών και ιδεών του Sinners αρνείται να του βάλει ταμπέλα. Είναι ένα γοτθικό γκανγκστερικό έπος του Νότου, μία ανατριχιαστική ταινία τρόμου και ένας δυνατός διαλογισμός για την ιστορία, την ανθεκτικότητα και τη μάχη για επιβίωση – όλα υφασμένα σε μία συναρπαστική εμπειρία που κόβει την ανάσα και αναγγέλλει μία νέα εποχή για την εμβέλεια του Coogler.
Το Sinners (Αμαρτωλοί) κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από τις 16 Απριλίου.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.