Το Solaris κλείνει τα 25
Όποιος αγάπησε τα αγγλόφωνα κόμικς, έχει περάσει από το Solaris. Καθώς το εμβληματικό κομιξάδικο των Εξαρχείων κλείνει 25 χρόνια ζωής, μιλάμε με την ιδιοκτήτρια, Δέσποινα Παπαδοπούλου για όσα την έφεραν ως εδώ.
- 29 ΟΚΤ 2014
Από τη μία είναι τα αμερικάνικα. Οι υπερηρωικοί τίτλοι, τα Vertigo, οι κατά καιρούς περήφανες δουλειές Ελλήνων δημιουργών σε αμερικάνικους οίκους. Από την άλλη, τα μάνγκα. Και παντού, φιγούρες. Και μια αίσθηση θαυμασμού, κάθε φορά, πως έχεις ταξιδέψει σε έναν άλλο πλανήτη, όπου τα πάντα, ακόμα και οι τοίχοι, είναι φτιαγμένοι από κόμικς.
Το Solaris στην οδό Μπόταση των Εξαρχείων κρατά ξεχωριστή θέση για τους Αθηναίους που αγαπούν τα κόμικς. Πάντα επικίνδυνο να γενικεύεις βέβαια, οπότε ας πω τι είναι για μένα:
Το πέρασμά μου σε έναν άλλο κόσμο. Το εξειδικευμένο κομιξάδικο χάρη στο οποίο μπόρεσα να εντρυφήσω στην καινούρια συναρπαστική εμμονή που τσίμπησα εκεί γύρω στο λύκειο. Κάθε Σάββατο (ή κάθε δύο Σάββατα, όποτε είχε παραλαβή), τηλεφωνούσα για να σιγουρευτώ πως είχαν έρθει καινούρια κόμικς (γράφοντας το info στο τέλος του κειμένου συνειδητοποίησα πως χρόνια μετά, θυμάμαι το τηλέφωνο του καταστήματος απ’έξω), έπαιρνα το λεωφορείο -και μιλάμε τώρα από πριν το μετρό! #ασπρόμαυρες_διηγήσεις #old_people- και πήγαινα στο Solaris, έπαιρνα τα κόμικς μου, και ύστερα σουλατσάριζα στα Εξάρχεια για όσο μας άντεχε η Στουρνάρη και η πλατεία. Πάντα με μια σακούλα Solaris στο χέρι.
(Ένας φίλος κάποτε μου έκανε δώρο μια ζωγραφιά του εαυτού μου να κρατάει μια σακούλα Solaris. Αυτός είμαι.)
Για τον καθένα η τελετουργία ήταν διαφορετική, οι χρονιές επίσης, αλλά ο κοινός τόπος είναι υποθέτω η αίσθηση αυτή, πως έχεις μπει σε ένα χωρό που είναι ‘για σένα’.
Το Solaris πριν την ανακαίνιση του 2006
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου ξεκίνησε το Solaris στις 26 Οκτωβρίου του 1989, όπως αναφέρει στο σημείωμα που έχει γράψει για το site του καταστήματος. Με αφορμή τα 25 χρόνια ζωής, θέλησα επιτέλους να μάθω περισσότερα για τη γέννησή του, καθώς και για την πορεία της Δέσποινας ως εδώ.
Καθίσαμε στο υπόγειο, σε ένα γραφείο που περιστοιχίζεται από κόμικς (κυρίως μάνγκα), και ξεκινήσαμε από την αρχή.
1. Από τη Βαβέλ στο Παρά Πέντε
“Το 1981 βρίσκομαι συμπτωματικά, από το πουθενά, στα εγκαίνια του περιοδικού Βαβέλ,” έρχεται η απάντηση στην ερώτηση που δεν έχω προλάβει καν να θέσω. “Ουρανοκατέβατη βρέθηκα εκεί. Σα να με έσπρωξε κάτι.” Αναρωτιέμαι πόσα πράγματα στη ζωή έχουν συμβεί απλώς επειδή έτυχε να συναντήσει κάποιος την έμπνευσή του σε ένα φαινομενικά τυχαίο σημείο, μια φαινομενικά τυχαία στιγμή.
Η Δέσποινα τότε ήταν φοιτήτρια και βρέθηκε εκεί μέσω ενός φίλου, δίχως να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με τα κόμικς. Διάβαζε, μου διευκρινίζει. Κυρίως ευρωπαϊκά. Και ήθελε να ασχοληθεί με την τέχνη. Της άρεσε και η επιστημονική φαντασία. Και έψαχνε, ως φοιτήτρια, από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο για να βρει δουλειά. Ήξερε, στο περίπου, τι ήθελε. Αλλά όχι κόμικς συγκεκριμένα.
Εκεί ωστόσο συνάντησε τον Γιώργο Μπαζίνα και τη Νίκη Τζούδα. Γνωρίστηκαν, και πήγαινε και βοηθούσε στις εκθέσεις ή όποτε έβγαζαν νέο τεύχος. Κι όταν το 1982 αποφάσισαν να ανοίξουν βιβλιοπωλείο της Βαβέλ, της προτάθηκε να δουλέψει εκεί part time. Μη δουλεύεις τζάμπα, της έλεγαν φίλοι. “Καταλάβαινα ότι αυτό βοηθούσε εμένα,” σκέφτηκε αντιθέτως εκείνη. “Φτιάχναμε ράφια, τρίβαμε. Πέρασε η δουλειά και από τα δικά μου χέρια,” τονίζει. “Χειρονακτική. Αληθινή.” Πολύ σημαντικό πριν ξεκινήσεις δική σου δουλειά: Να ξέρεις πώς μοιάζει όντως η αληθινή δουλειά.
Το ‘85 οι συνέταιροι στη Βαβέλ χώρισαν, η Τζούδα κράτησε τη Βαβέλ κι ο Μπαζίνας έφτιαξε το Παρά Πέντε. Πρότεινε στη Δέσποινα να γίνει συνέταιρος στο νέο βιβλιοπωλείο. Ως φοιτήτρια ακόμη, στα 20-ελάχιστά της, κάνει κουβέντα με τον πατέρα της και αποφασίζει να δεχτεί την πρόταση. “Ρίχναμε κάτι ξενύχτια μέχρι να το ανοίξουμε, δεν έχεις ιδέα!”, θυμάται γελώντας.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα ξεκινούσε το δικό της βιβλιοπωλείο, αυτή η εμπειρία θα αποδεικνυόταν ανεκτίμητη. “Ήξερα πώς είναι να φτιάχνεις ένα μαγαζί. Ήξερα πώς θα δημιουργηθεί.”
Στο Παρά Πέντε έμεινε 4 χρόνια μέχρι που πήρε την απόφαση να πάει παρακάτω. Έφυγε, έκατσε 2 μήνες του καλοκαιριού του ‘89 μόνη με τις σκέψεις της, άφησε να κατασταλλάξει μέσα της η ιδέα μιας νέας κίνησης, και πήρε την απόφαση. Φεύγοντας από το Παρά Πέντε δεν ήταν καν σίγουρη ότι θα άνοιγε δικό της βιβλιοπωλείο, είχε όμως μεγάλη ανάγκη να πατήσει πια στα πόδια της, να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά και να κάνει το βήμα παραπέρα. Συνάντησε τις φυσιολογικές αντιστάσεις, τόσο από το περιβάλλον της (γιατί πάντα όταν αφήνουν κάτι σίγουρο για κάτι καινούριο το πρώτο ένστικτο είναι προς τη συντήρηση, το όλο “τι πας να κάνεις;” της υπόθεσης) όσο κι από τον ίδιο της τον εαυτό (“μέσα μου ήξερα πως πρέπει να κάνω μια κίνηση, αλλά το άλλο μου μισό μου έλεγε Πού πας τώρα, είσαι τρελή;”).
Δράση και αντίδραση, εφαρμοσμένη στην αλήθεια της ζωής: “Όταν κάνεις κίνηση προς τη μία, ίση δύναμη πάει προς την άλλη. Εσύ πας να κάνεις ένα βήμα, κάτι εξίσου δυνατό σε τραβάει προς τα πίσω. Το μαθαίνω σιγά-σιγά,” μου λέει κάθώς θυμάται την απόφαση που πήρε τότε. Ο πατέρας της, έμπορος με μαγαζί οικιακών συσκευών, έπαιρνε τότε σύνταξη και της πρότεινε φυσικά να αναλάβει αν θέλει την επιχείρηση. “Του είπα πως αν αναλάβω εκεί, θα πεθάνω. Ο πατέρας μου άνθρωπος πολύ ευαίσθητος- δε μου ξαναείπε ποτέ τίποτα τέτοιο. Με υποστήριξε συναισθηματικά σε όλες μου τις κινήσεις.”
Ξεκινάει να μου πει μια ανάμνηση, μας διακόπτει ένα τηλέφωνο που χτυπάει. Όταν επιστρέφει λίγα λεπτά μετά φοβάμαι πως η στιγμή έχει χαθεί, όμως η Δέσποινα θυμάται ακριβώς που είχαμε μείνει. Θέλει να μοιραστεί εκείνη την εμπειρία.
“Μια βδομάδα πριν φύγω από το Παρά Πέντε κάθισα στο πάτωμα κι άρχισα να μιλάω στα βιβλία. Ήταν αυθόρμητο. Σα να ήταν φίλοι μου κι εγώ να τους παρατούσα, να τους άφηνα. Αισθάνομαι τόσο ζωντανό το κάθε βιβλίο, σαν ξεχωριστή οντότητα. Όπως οι άνθρωποι έχουμε χαρακτηριστικά, έτσι και τα βιβλία. Δεν είναι κάτι ψόφιο, για μένα. Κι έτσι, εκείνο το βράδυ άρχισα να τους μιλάω. Φεύγω, σας αφήνω τώρα, δεν ξέρω αν θα σας ξαναβρώ, αλλά θα είμαι πάντα δίπλα σας. Σα να μιλούσα σε παιδάκια που τα αφήνω πίσω.”
Γελάει δυνατά. Συγκινημένη.
Το Solaris πριν την ανακαίνιση του 2006
2. Προσγείωση στο Solaris
Το παράπονο που είχε η Δέσποινα από τα χρόνια ενασχόλησής της με τα βιβλιοπωλεία της Βαβέλ και του Παρά Πέντε είναι που θυμάται να περνάν από τα χέρια της κάποιες φανταστικές ευρωπαϊκές εκδόσεις τις οποίες δε μπορούσε να απολαύσει. Έκανε τις παραγγελίες στο Παρά Πέντε και έβλεπε κόμικς στα Γαλλικά. “Μου έτρεχαν τα σάλια, ήθελα να διαβάσω το σενάριο, Τι θα γίνει, έλεγα. Δε θέλω να μάθω Γαλλικά!”, λέει σαν άλλος Τζιν Χαντ.
Εκείνους τους δύο μήνες που έκατσε φεύγοντας από το Παρά Πέντε, το πήρε λοιπόν απόφαση. Αναρωτιόταν: Γιατί μην υπάρχουν οργανωμένα στην Ελλάδα τα αγγλόφωνα κόμικς, αφού δεν βγαίνουν πολλά ελληνικά. “Το concept ήταν κόμικς στα αγγλικά. Και επιστημονική φαντασία.”
Ήταν ρίσκο, φυσικά, που θα έκανε μόνη της κίνηση σε έναν χώρο που δεν ήταν τότε διαμορφωμένος στην Ελλάδα με αυτό τον τρόπο. “Ακόμα και το Παρά Πέντε είχε και περιοδικά μέσα. Και συναγωνιζόταν την Πρωτοπορία τότε, στις γιορτές δε μπορούσες να περάσεις. Εδώ το όραμα ήταν πιο συγκροτημένο.” Βρήκε μέσω ενός παλιού συνεργάτη στο Παρά Πέντε, επαφή με την Diamond, την εταιρεία διανομής των αμερικάνικων κόμικς. Έψαξε και βρήκε ένα σημείο στο κέντρο της Αθήνας. Βοηθήθηκε από φίλους και γνωστούς.
Και, στις 26 Οκτωβρίου του 1989, στην οδό Μπόταση στα Εξάρχεια, άνοιξε για πρώτη φορά το Solaris.
“Όταν άρχισε κόσμος να μπαίνει μέσα ήταν όλοι πολύ εκφραστικοί, κοίταγαν γελούσαν, έλεγαν “wow”, και τέτοια.” Τα 2 πρώτα χρόνια λέει δεν υπήρχε πελατεία, ήταν με την ψυχή στο στόμα. Και είναι λογικό, σημειώνω, γιατί το κοινό πιθανώς να μην ήταν ακόμη έτοιμο ή εκπαιδευμένο για κάτι τέτοιο. Σήμερα ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει αμερικάνικο (ή αγγλόφωνο) κόμικς, και πολύ πριν το ίντερνετ, το Solaris έπαιξε σε αυτό μεγάλο ρόλο για πολλούς από εμάς.
Η ιδέα αυτή πως κάθε μία-δύο βδομάδες θα πήγαινες σε ένα μαγαζί όπου οργανωμένα και τακτοποιημένα θα έβρισκες όλες τις συνδρομές σου, ώστε να μην χάνεις τις εξελίξεις σε ένα σωρό τίτλους που κάποτε περίμενες να μεταφραστούν στα ελληνικά; Όαση. Η σχέση αυτή μαγαζιού και κοινού, ειδικά σε έναν τόσο niche τομέα, ήταν αμφίδρομη΄”Ουσιαστικά το κοινό του μαγαζιού με προσανατόλισε προς τα πού να πάω,” εξηγεί η Δέσποινα, πριν μου πει πως ο ανταγωνισμός που σταδιακά άρχισε να εμφανίζεται, όχι μόνο δεν έκανε κακό, αλλά βοήθησε. Λογικό. Ήταν δείγμα πως κάτι είχε εντοπιστεί. Η ανάγκη μιας μερίδας του κοινού για κάτι, ναι, τόσο συγκεκριμένο.
Το Solaris είναι ένα από εκείνα τα πράγματα που, για να είμαι ειλικρινής, δε μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν δυνατόν να μην έχει υπάρξει.
To Solaris πριν την ανακαίνιση του 2006
3.
i. Οι ήρωες
Η βαθιά ειρωνία πως στη Δέσποινα δεν αρέσουν τα υπερηρωικά κόμικς που πολλοί από εμάς γνωρίσαμε χάρη στο Solaris. Μιλάμε για τα ευρωπαϊκά κόμικς που της άρεσαν από μικρή, για τον Μπιλάλ και τον Πρατ, αλλά και για τα πιο σύγχρονα που της αρέσουν, δουλειές από τη Vertigo όπως το “Sandman” ή το “Mystery Play” του Γκραντ Μόρισον (που όταν μου το ανέφερε γούρλωσα τα μάτια από ενθουσιασμό καθότι λατρεύω τον Μόρισον).
“Ο κόσμος έχει ανάγκη τους υπερήρωες, κάποιον που θα μας σώσει. Εγώ είμαι της άποψης πως αν δεν κουνήσεις το χέρι σου κανείς δε θα σε σώσει,” λέει, σε κάτι απολύτως συνεπές με την όλη προσωπική της πορεία. “Η νοοτροπία του υπερήρωα έχει περάσει από γενιά σε γενιά, ένας θεός που θα μας σώσει. Δεν το εφαρμόζω καθόλου στη ζωή μου. Δεν περιμένω κανέναν να με σώσει. Όταν περιμένει κάποιος έναν σωτήρα δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής του. Όταν είσαι κύριος του εαυτού σου κανείς δε θα σε μανιπιουλάρει, δε θα σε εκμεταλλευτεί.”
Μου μιλάει περισσότερο για τη λογική της, που εκ του αποτελέσματος τη δικαιώνει απόλυτα- εξάλλου το μαγαζί που με τόσο πείσμα κάποτε άνοιξε, αντέχει ακόμα παρά το combo χτύπημα κρίσης και digital ανάγνωσης που αποτελείωσε πολλούς τα τελευταία χρόνια.
“Διακόπηκαν συνδρομές, μειώθηκαν τα τεύχη που παίρνει κάποιος, αλλά έκανα κινήσεις και κρατήθηκα σε καλό σημείο,” λέει εμφατικά. “Είδα τα οικονομικά μου, έφερα ισορροπία. Αποκτήσαμε παρουσία στο Facebook και καινούριο site τον Ιούλιο που βοηθάει πολύ στις πωλήσεις. Κάναμε πολλά signings με συγγραφείς κόμικς και επιστημονικής φαντασίας.”
Όχι πως δεν υπήρξαν θύματα. Το 2010 έκλεισε το μαγαζί που είχε ανοίξει λίγα χρόνια νωρίτερα στη Γλυφάδα. (“Πολλοί συνδρομητές ήρθαν εδώ. Έχουμε φανατικούς από εκεί. Είναι ένας Άγγλος που βρέξει χιονίσει θα έρθει να πάρει τα κόμικς του!”)
Όσο για το digital; “Το χαρτί δε θα πεθάνει ποτέ,” λέει με σιγουριά. Όχι με αυτή την παλιομοδίτικη χροιά φόβου που έχουν πολλοί όταν μιλούν για το ίντερνετ, μα περισσότερο με μια διαισθητική σιγουριά ενός ανθρώπου που έχει μια κάποια εμπειρία. “Θα επικρατήσει η οθόνη, αλλά δε νομίζω ότι το χαρτί θα πεθάνει τελείως. Αυτός που θέλει να διαβάσει από βιβλίο θα διαβάσει από βιβλίο, ειδικά συλλέκτης κόμικς. Βλέπω όφελος στο digital- πολλοί βλέπουν έτσι κάτι, τους αρέσει, και έρχονται και μου το παραγγέλνουν. Τίποτα δεν είναι μόνο κακό.”
ii. Τα Εξάρχεια
25 χρόνια σε εκείνο το ίδιο σημείο.
Της λέω πόσο τέλειο θα ήταν αν μπορούσε να έχει μια φωτογραφία από κάθε χρόνο που περνούσε, πώς θα φαινόταν η αλλαγή στην περιοχή. 25 χρόνια είναι πολλά, βιώνεις το πέρασμα του χρόνου βάσει των αλλαγών γύρω σου.
Μισεί την επανάληψη, τη μονιμότητα. Μου το αναφέρει διαρκώς στη διάρκεια της κουβέντας μας. Φαίνεται από πολλά πράγματα, μπορώ να το καταλάβω.
Όμως. 25 χρόνια. Αντίθεση; Όχι.
“Όταν ήρθα δίπλα μου ήταν σουβλατζίδικο, παραδίπλα αντλίες και μετά ένα κορνιζάδικο. Απέναντι ένα ψιλικατζίδικο. Μετά άρχισε να αλλάζει η περιοχή και να έρχονται κομπιουτεράδες. Ύστερα ήρθε ένα clip art δίπλα μου. Με την κρίση πέρασαν δυο χρόνια πολύ δύσκολα. Στο δρόμο ήμουν πια εγώ και το ψιλικατζίδικο. Όλα κλειστά, μια ερημιά. Νόμιζες ότι έχεις μπει σε ψυχιατρείο με ανθρώπους που κυκλοφορούν κι ο ένας χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, άλλος βαράει ενέσεις, άλλος μιλάει μόνος του, άλλοι τσακώνονται.”
Τότε ήταν που σκέφτηκε να πάει το μαγαζί άλλου μα, “καθώς πήγαινα, είδα πως το ίδιο συνέβαινε στους περισσότερους δρόμους της Αθήνας. Με υπομονή αυτό ξεπεράστηκε. Άρχισε πάλι να αλλάζει η περιοχή. Άρχισαν να ανοίγουν κάποια μαγαζιά, κάποια καφέ, μπαράκια, ουζερί.” (Αναφέρει τον αγαπημένο Μαύρο Γάτο, που είχε κι αυτός γενέθλια προχτές.)
“Έχω δει την περιοχή σε όλες τις φάσεις. Από άσχετα καταστήματα μεταξύ τους, ένα patchwork, μετά συγκεκριμένου είδους, και τώρα πάλι συγκεκριμένου αλλά με άλλη κουλτούρα. Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα περιοχή. Και με πολύ κόσμο με διαφορετικές απόψεις που όλοι εκφάζονται.”
Θυμάμαι το “Βαριέμαι τις επαναλήψεις” που μου έλεγε νωρίτερα.
“Βρίσκομαι σε μια περιοχή που δεν είναι ποτέ το ίδιο, είναι ζωντανή. Όπως ο πλανήτης Σολάρις, που εξέπεμπε διάφορα χρώματα, ζωντανός από μέσα, ανήσυχος. Έτσι και τα Εξάρχεια. Δεν χαλαρώνουν ποτέ.”
iii. Το Solaris
Κουβεντιάζοντας, θυμόμαστε διάφορες διακυμάνσεις στο πέρασμα των χρόνων, τόσο εγώ από την πλευρά μου ως αναγνώστης, όσο και η Δέσποινα ως ιδιοκτήτρια του Solaris.
Θυμάται την ανακαίνιση που έκανε το 2006 όταν το μαγαζί έγινε ακόμα πιο εξειδικευμένο. Μου μιλάει για τα ανοίγματα που πάντα προσπαθεί να κάνει σε χώρους παρθένους από κόμικς. (“Δεν έχει νόημα να συνωστιζόμαστε όλοι στα ίδια και τα ίδια συνέχεια. Προκειμένου να γνωρίσει κανείς αυτή την τέχνη είναι καλύτερο να τη βάζουμε σε μέρη που δεν είναι ήδη συνυφασμένα με αυτή.”)
Αναφέρεται στην έκρηξη των μάνγκα ως σημαντικό σημείο στην εξέλιξη. Θυμάμαι μια εποχή που έμπαινα στο μαγαζί και έστριβα κατευθείαν αριστερά (πάντα είχα κλίση προς τα αμερικάνικα) ενώ στα δεξιά ο τοίχος ήταν γεμάτος με μάνγκα. “Είχα καταλάβει ότι θα γινόταν έκρηξη. Θυμάμαι να το λέω σε μια συζήτηση με την Τέτη Σώλου και τη Νίκη Τζούδα. Και μετά από ένα χρόνο έγινε χαμός.” Μου σημειώνει πως τα μάνγκα φέρνουν και μεγάλο γυναικείο κοινό στο μαγαζί. “Τα αμερικάνικα τα διαβάζουν κυρίως άντρες 18-35, σε ένα ποσοστό 65-70%. Στα μάνγκα το κοινό είναι περισσότερο γυναικείο και λιγότερο αντρικό.”
Συζητάμε για τις ταινίες και το κατά πόσον άλλαξαν κάτι στο χώρο. “Σίγουρα βοήθησαν οι περισσότερες,” πιστεύει, “όμως όποιος δεν ενδιαφέρεται για το χάρτινο μέρος, θα έρθει, θα δει και θα φύγει.” Και όταν κάποια έβγαινε τελείως αποτυχημένη, “κλαίγαμε με μαύρο δάκρυ”.
Και μιλάμε, βεβαίως, για την έκρηξη της ελληνικής σκηνής στην αρχή των ‘00s. “Γίναν διάφορα. Κυριαζής, Παπαϊωάννου, ωραίες εποχές.” Ανταλλάζουμε ζωντανές αναμνήσεις και κουβεντιάζουμε για το πόσο συναρπαστικό είναι να βλέπεις ανθρώπους να επισκέπτονται το μαγαζί με διαφορετικές ιδιότητες. Θυμάται καλλιτέχνες που τώρα είναι κατασταλαγμένοι, με δουλειές στο εξωτερικό, ως ενθουσιώδεις συνδρομητές που τότε ακόμη ψαχνόντουσαν.
“Έρχεται δηλαδή κάποιος να πάρει τα κόμικς της συνδρομής του και κάθεται μετά να κάνει και signing,” της λέω γελώντας.
Γελάει κι εκείνη, “ναι, ακριβώς”, λέει.
“Οι περισσότεροι ήταν πελάτες!”, γελάει.
“Έτσι μου αρέσει, γιατί σκέφτομαι καμιά φορά ότι πέρασε πάρα πολύς κόσμος από αυτό εδώ το μαγαζί,” συνεχίζει με υποψία συγκίνησης.
Πάρα πολύς, πράγματι.
“Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι μεγαλώνω δεύτερη γενιά, προς τρίτη,” γελάει και κάπως ανατριχιάζω, γιατί θυμάμαι εκείνα τα μεσημέρια Σαββάτου.
“Τώρα,” με κοιτάει και λέει σχεδόν απορώντας με τα λόγια της, “αυτοί που ήταν τότε 15 χρονών, μου φέρνουν τώρα τα παιδιά τους.”
“Και λέω, τι γίνεται;”
Τι γίνεται; Ο πλανήτης Solaris εκπέμπει ακόμα χρώματα.
*info: Βιβλιοπωλείο Solaris, Μπόταση 6, Αθήνα, τηλ. 2103841065
**Η κεντρική φωτογραφία του κειμένου είναι από το το κατάστημα πριν την ανακαίνιση του 2006