REVIEWS

Το Tár είναι διχαστικό γιατί στρέφει την κάμερα σε σένα

Το Tár, η υποψήφια για Όσκαρ ταινία του Todd Field δεν ενδιαφέρεται για τις απαντήσεις, αλλά για τα ερωτήματα. Εκείνες μπορείς να τις δώσεις μόνο εσύ.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της με τον New Yorker που ανοίγει την ταινία του Todd Field, η Lydia Tár (μία συγκλονιστική Cate Blanchett) δηλώνει: «Όσον αφορά το ζήτημα της προκατάληψης του φύλου, δεν έχω πραγματικά να παραπονεθώ για τίποτα». Η διάσημη, λεσβία μαέστρος, με τη ζηλευτή καριέρα και τη στρωμένη ζωή με σύζυγο, παιδί και σπίτι στο Βερολίνο, δεν πιστεύει στην ετικέτα “γυναίκα”, ούτε αισθάνεται ότι απειλείται από το φύλο ή τη σεξουαλικότητά της.

Η Tár συνεχίζει κερδίζοντας αμέσως τον σεβασμό του κοινού, εντός και εκτός οθόνης, εμβαθύνοντας εύγλωττα στην τέχνη της. Καθώς εξηγεί τη σημασία του χρονισμού και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί όπως ένα ρολόι, τονίζει: «Επιτρέπεται στον χρόνο να συνεχίσει να κυλάει μόνο όταν αποφασίσω να σηκώσω ξανά το χέρι μου».

Αρχικά φαίνεται πως κάνει μία αθώα, κατατοπιστική διευκρίνιση για την τέχνη της και για το πώς παίρνει τη μορφή της. Γρήγορα όμως η περιγραφή θα γίνει μία στοιχειωτική μεταφορά για τον έλεγχο που ασκεί η Tár στους ανθρώπους γύρω της. Πριν καν ξεδιπλωθεί η αλήθεια για τα μοτίβα της τοξικότητάς της, ο χαρακτήρας έχει μαγέψει τους θεατές με την αναπολογητικότητά του. Η Lydia Tár δεν διαθέτει ενδοσκόπηση, αυτογνωσία, αυτοσυγκράτηση ή δισταγμό, και αυτό την κάνει ελεύθερη. Αχαλίνωτη. Ο Field δεν αφηγείται απλώς την ιστορία της πρωταγωνίστριάς του – την παρακολουθεί, τη μελετάει, την καθρεφτίζει, την παρατηρεί σε διαδρόμους γκόθικ αναφορών που θα μπορούσαν να είναι ατελείωτοι, κρατώντας καθόλη τη διαδικασία μυστικά από το κοινό. Θέλει να μας δελεάσει να κοιτάξουμε προσεκτικότερα.

Αυτά που βλέπουμε όμως, με λίγες εξαιρέσεις όπως την Tár να απειλεί ένα παιδί που εκφοβίζει την κόρη της να μην πει τίποτα στους δικούς της για τη συνάντησή τους γιατί «εγώ είμαι η ενήλικη, κανείς δεν θα σε πιστέψει», ή το γεγονός ότι ξέρουμε πως η Lydia συνάπτει ερωτικές σχέσεις κάποιου τύπου με νεαρές γυναίκες του χώρου της. Μία από αυτές ήταν η Krista, με την οποία η σχέση δεν τελείωσε καλά και για την οποία προειδοποιεί άλλους διευθυντές ορχήστρας να μην την προσλάβουν καθώς είναι «ασταθής». Η Krista αυτοκτονεί ωστόσο και το δημόσιο αφήγημα είναι πως οδηγήθηκε εκεί λόγω της εκμετάλλευσης και του αποκλεισμού που της επέβαλε η Lydia.

Σύμφωνα με την ίδια την Tár όμως, η νεαρή γυναίκα ήταν αναξιόπιστη, εμμονική, και κατέληξε να την παρακολουθεί (το κεφάλι με τα κόκκινα μαλλιά που βλέπουμε σε κάποιες σκηνές της ταινίας στον ίδιο χώρο με τη Lydia υπονοείται ότι θα μπορούσε να είναι η Krista, τίποτα όμως δεν επιβεβαιώνεται).

Ξέρουμε επίσης πως, στην πιο πολυσυζητημένη σκηνή της ταινίας, την πιο άψογα χορογραφημένη στην καριέρα του Field, η Tár αποκαλεί ρομπότ ένα μη λευκό, pangender άτομο που παρακολουθεί το μάθημά της γιατί δεν έχει την όρεξη να ασχοληθεί με τον Bach. Ο συνθέτης, όσο επιδραστικός και αν είναι για τη μουσική, δεν μπορεί να προξενήσει το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου που δε θέλει να αποσυνδέσει τον καλλιτέχνη από το έργο του. Η Lydia θα υπερασπιστεί τότε ενοχλημένη τη δόξα των νεκρών λευκών ανδρών συνθετών και θα υποστηρίξει πως η πολιτική ορθότητα θα τους έθαβε. «Ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών οδηγεί στον πιο βαρετό κομφορμισμό».

Η αντίδραση σε αυτή τη σκηνή θα εξαρτηθεί φυσικά από τη θέση του καθενός (προσωπικά βρήκα αλήθεια στα λόγια της, αλλά κατανόησα τ@ μαθητ@ και λάτρεψα το “fucking bitch” που της είπε φεύγοντας), όμως το βίντεο από αυτό το στιγμιότυπο που έγινε viral αργότερα μέσα στην ταινία ενισχύοντας τις κατηγορίες σχετικά με τον θάνατο της Krista, ήταν αλλοιωμένο. Εκεί η Tár αποδίδεται ως ρατσίστρια και αντισημίτρια (στην πραγματικότητα είχε αναφερθεί στον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό για να τους καταγγείλει) και έμοιαζε να χαϊδεύει ανάρμοστα έναν σπουδαστή.

Το βίντεο λοιπόν που πυροδότησε την πτώση της, ή την ακύρωσή της καλύτερα για όσους βλέπουν την ταινία ως σχολιασμό πάνω στο cancel culture (είναι αυτό όσο είναι και #MeToo ταινία, όσο μιλά για τη συστημικότητα της εκμετάλλευσης της εξουσίας, ή τον ναρκισσισμό των καλλιτεχνών), έλεγε ψέματα. Πόση σημασία έχει αυτό εάν πιστεύεις ότι η Krista ήταν αληθινό θύμα;

Οι περισσότερες ταινίες σήμερα μας κρατούν από το χέρι και μας φωτίζουν τον δρόμο. Το Tár δεν ανήκει σε αυτές. Είναι στην γκρίζα κατηγορία, αυτή που είναι γεμάτη αναξιόπιστους ανθρώπους, βαμμένη στις αποχρώσεις του γκρι. Είπε πρόσφατα ο Martin Scorsese πως στις σκοτεινές, πιο περιποιημένες μέρες που βιώνει σήμερα ο κινηματογράφος, το Tár «διέλυσε τα σύννεφα». Νιώθει πολύ βολικά στην γκρίζα του ζώνη, χωρίς καμία ανάγκη να τρολάρει ή να πατρονάρει το κοινό του (ας αναφέρω εδώ πως είναι ωστόσο μία πολύ, πολύ αστεία ταινία κατά τόπους – περιμένετε για τη σκηνή με το ακορντεόν). Στο τέλος η ταινία θα πει κάτι για εμάς και λιγότερο για την πρωταγωνίστριά του.

Εγώ, για παράδειγμα, έχοντας την πάγια θέση της πίστης στα φερόμενα ως θύματα, πίστεψα εύκολα την πλευρά της Krista και βρήκα στη Lydia όλα τα στοιχεία που θα της επέτρεπαν να φέρεται στις νεαρές ερωμένες-συνεργάτιδές της ως αναλώσιμες. Ανήκω στο μέρος του κοινού λοιπόν που θα σκεφτώ ακόμα και πως μπορεί να μην είναι η ώρα για μία λεσβία villain, όταν σύμφωνα με το Studio Responsibility Index της GLAAD το 2021 είχαμε μείωση της εκπροσώπησης της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στο σινεμά. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις για το εάν οι queer θεατές μπορούν ή πρέπει να δεχτούν έναν ακόμη προβληματικό χαρακτήρα της κοινότητάς τους μετά από έναν αιώνα κακών, κυρίως, απεικονίσεων τους στην οθόνη. Δεν υπάρχει ωστόσο και αμφιβολία για την ελκυστικότητά τους.

Πίσω στη σκηνή του μαθήματός της, η Tár είχε καθίσει στο πιάνο για να παίξει Bach προσπαθώντας να κάνει τ@ μαθητ@ της να υποκύψει στη σπουδαιότητά του. Άκουσε, λέει, η μουσική είναι ένα ερώτημα και μία απάντηση, που με τη σειρά της θέτει ένα ακόμη ερώτημα. Ο Bach, εξηγεί, «ξέρει ότι είναι πάντα το ερώτημα που απασχολεί τον ακροατή. Δεν είναι ποτέ η απάντηση».