Το The Fabelmans του Spielberg δεν είναι η ταινία που περιμένεις (και είναι ακριβώς αυτή)
Ο Steven Spielberg, ο πιο επιτυχημένος εισπρακτικά σκηνοθέτης στην ιστορία του σινεμά, επιστρέφει με την πιο προσωπική του ταινία.
- 24 ΝΟΕ 2022
Ο Steven Spielberg δεν ήταν σίγουρος ότι τα Σαγόνια του Καρχαρία θα πήγαιναν καλά. Άκουγε, για την ακρίβεια, ψιθύρους στο Χόλιγουντ ότι θα του κατέστρεφαν την καριέρα πριν καν αρχίσει. Όταν η ταινία προβλήθηκε δοκιμαστικά στην αίθουσα Medallion στο Dallas τον Μάρτιο του 1975, αναθάρρησε.
«Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι ο καρχαρίας λειτουργούσε, η ταινία λειτουργούσε, τα πάντα λειτουργούσαν», έχει αναφέρει. «Το κοινό έβγαινε από τις θέσεις του. Είχε πετάξει ποπ κορν μπροστά στην οθόνη δύο φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας. Τότε έγινα άπληστος και σκέφτηκα, λες να μπορώ να το κάνω να πετάξει και τρίτη φορά;».
Το έκανε. Αποφάσισε να προσθέσει τη σκηνή όπου το κεφάλι του Ben Gardner βγαίνει ολόκληρο μέσα μία τρύπα στη βάρκα του καθώς ο Richard Dreyfuss εξερευνά τα ύδατα μες στο σκοτάδι. Το γύρισμα έγινε στην πισίνα της μοντέρ του, της Verna Fields, και το αποτέλεσμα που πέτυχε ήταν ηλεκτρισμός που διαπερνά το σώμα.
Ο Spielberg θα αφουγκραζόταν πάντα τελικά στην καριέρα του την έκκληση του κοινού για να το συναρπάζει, ως παιδιά ή σαν παιδιά (“Καν’τ ξανά! Κάν’το ξανά!”). Κάποιες φορές σε βαθμό που, πάνω στον ενθουσιασμό του, στη χαρά που του προσφέρει η συγκίνηση και το να συγκλονίζει, μπορεί να υπονομεύει το έργο του.
Λίγοι σκηνοθέτες όμως είναι τόσο φερέγγυοι στο να δημιουργούν κόσμους όμοιους με της ζωής μας αλλά και διαφορετικούς ταυτόχρονα. Και ακόμα λιγότεροι, στ’ αλήθεια ελάχιστοι, μπορούν να αναπαράξουν τόσο πιστά το συναίσθημα που προκαλούν τα αξιόπιστα χέρια όταν σε πετάνε στον αέρα αλλά γνωρίζεις πολύ καλά ότι θα σε πιάσουν.
Σε αυτά μπορείς να αφήνεσαι. Και αν προσπαθεί συχνά να μας κάνει να κλάψουμε, είναι επειδή θέλει, αφού εκτονωθούμε, να μας στεγνώσει τα δάκρυα. Να μας πει πως όλα στο τέλος θα πάνε καλά.
Στο Fabelmans μαλακώνει ξανά τις πιο τραχιές, τραυματικές δυνητικά γωνιές της ιστορίας του, αλλά αυτό κάνει. Όταν η πραγματικότητα δεν είναι αρκετή για τον Spielberg, κοιτάζει να τη βελτιώσει. Όταν πάλι είναι πολύ βαριά για να την αντέξει, θα βρει τρόπους να την αποφύγει. Στη συγκεκριμένη ταινία λοιπόν που αποτυπώνει το μυθολογικών διαστάσεων για το σινεμά διαζύγιο των γονιών του, τι θα έκανε ο συγκεκριμένος δημιουργός από το να τη φτιάξει μέσα από κάποιου είδους συμφιλίωση;
Της μελένιας για παράδειγμα, νοσταλγικής φωτογραφίας του Janusz Kamiński με τα σαρωτικά συναισθήματα των πρωταγωνιστών όταν κυνηγούν έναν ανεμοστρόβιλο ή τρώνε ξύλο στους διαδρόμους του σχολείου. Θα μπορούσε να κάνει τις εικόνες γλυκερές, αλλά σταματάει κάμποσα βήματα πίσω. Ή του τόνου ενός παιχνιδιάρικου crowdpleaser με αυτόν των απομνημονευμάτων ενός auteur. Τα visuals του Spielberg εδώ και οι περισσότερες από τις σκηνές του είναι μεγαλειώδη, όμως το χτίσιμό του ως αυτά δεν είναι αψεγάδιαστο.
Κόβονται και ράβονται από match cuts και από ανακοινώσεις «ενός έτους μετά», σα να προτιμάει να μπει ξανά στην ασφαλή θέση του παρατηρητή αυτής ζωής από το να εκθέσει ολάνοιχτα τις πιο βαθιές πληγές της. Ένας από τους πιο ακριβείς σκηνοθέτες εκεί έξω δεν ξέρει πώς ακριβώς θέλει να μοιάσει η ταινία για τη ζωή του και, μαγικά, η αμηχανία του γίνεται το πιο οικείο και αξιαγάπητο στοιχείο του Fabelmans.
Με κάποιον τρόπο έχεις δει τα prequels του.
Στο Sugarland Express, το ντεμπούτο του Spielberg για ένα ζευγάρι Τεξανών που προσπαθούν να επανενωθούν με τον γιο τους, τον οποίο η πρόνοια θα θέσει σύντομα σε αναδοχή. Στο τέλος του Close Encounters of the Third Kind, ο πρωταγωνιστής αφήνει την οικογένειά του επιλέγοντας να επιβιβαστεί σε ένα UFO και να μεταβεί στο διάστημα.
Για τον E.T., την αγαπημένη μου ταινία των 1980s, έχει αναφέρει πως η αρχική του ιδέα «δεν περιελάμβανε εξωγήινο. Θα ήταν για το πώς ένα διαζύγιο επηρεάζει την παιδική ηλικία και πώς πραγματικά τραυματίζει τα παιδιά. Έτσι, το κύριο θέμα θα ήταν το πώς γεμίζεις την καρδιά ενός μοναχικού παιδιού». Η δε πλοκή του Catch Me If You Can πυροδοτείται όταν οι γονείς του πρωταγωνιστή τού ανακοινώνουν πως χωρίζουν και εκείνος, ως πολυμήχανος έφηβος, αρχίζει να χρησιμοποιεί τα ταλέντα του για να μη σκέφτεται το διαζύγιο που δεν μπορεί να σταματήσει.
Και αυτά είναι λιγοστά μονάχα παραδείγματα – από το Minority Report ως τον Indiana Jones, η φιλμογραφία του Spielberg είναι γεμάτη κάποιου τύπου επιβαρυμένο οικογενειακό δεσμό.
Η ρήξη μεταξύ των γονιών του Sammy, του μικρού Spielberg της ταινίας, είναι εμφανής από την πρώτη σκηνή μεταξύ τους. Έχουν συνοδεύσει τον μικρό τους γιο στην πρώτη του ταινία στη σκοτεινή αίθουσα, το circus drama The Greatest Show on Earth του Cecil B. DeMille, και αργότερα προσπαθούν να του διδάξουν τη φύση του σινεμά.
Για τον πατέρα του, τον Burt (Paul Dano), έναν ηλεκτρολόγο μηχανικό που στην πορεία θα αντιμετωπίζει την ενασχόληση του γιου του για το μέσο ως χόμπι, ο κινηματογράφος είναι ο τρόπος που ο προτζέκτορας και το φιλμ δημιουργούν την αίσθηση της κίνησης. Για τη μητέρα του, τη Mitzi (Michelle Williams), μία πιανίστρια που ως νοικοκυρά και μητέρα πια δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί όσο θα ήθελε με την τέχνη της, το σινεμά είναι όνειρα που δεν ξεχνάς. Έχουν δίκιο και οι δύο. Είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Συνυπάρχουν αλλά είναι αδύνατον να κοιταχτούν στα μάτια. Και ενώ το Fabelmans είναι αναμφίβολα μία επιστολή αγάπης στη δύναμη του σινεμά, για τον Sammy η δύναμη αυτή προκαλεί και ανησυχία εκτός από ευχαρίστηση. Κυριεύεται τόσο από τη σκηνή της σύγκρουσης ενός τρένου στο Greatest Show, που για να μην τον τρομάζει πια χρειάζεται να την αναπαράξει στο σπίτι του με το παιδικό τρενάκι και την κάμερα του πατέρα του.
Αν ο Sammy είχε δει κάποια άλλη ταινία εκείνη την ημέρα αντί για το The Greatest Show on Earth, θα την αγαπούσε εξίσου; Αν οι γονείς του δεν μετακόμιζαν τόσο συχνά και ο Sammy είχε βρει τρόπο να αφομοιωθεί, θα τον είχε τραβήξει τόσο έντονα ο κινηματογράφος ως μέσο σύνδεσης; Η δημιουργία ταινιών έφερε τελικά τον Sammy πιο κοντά στους ανθρώπους γύρω του ή τον κράτησε σε απόσταση από αυτούς, πάντοτε ως παρατηρητή, σπάνια ως συμμετέχοντα;
Όταν αργότερα ως έφηβος (Gabriel LaBelle) δέχεται επίσκεψη από τον θείο της μητέρας του, έναν Judd Hirsch σε ρόλο πρώην θηριοδαμαστή για το Χόλιγουντ που χειροκροτήθηκε δίκαια στο Φεστιβάλ του Τορόντο (το Fabelmans απέσπασε εκεί το Βραβείο Κοινού), ακούει πως το να είσαι καλλιτέχνης «θα σκίσει την καρδιά σου και θα σε αφήσει μοναχό». Δήλωση που απέχει τρομερά από τις κοινοτοπίες σχετικά με το σινεμά και για το πώς φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Και η απεικόνιση του γάμου των γονιών του ακόμα, δεν είναι συχνή σε τέτοιου τύπου crowdpleaser – είναι μία σχέση σταθερή και γεμάτη στοργή, και παρόλα αυτά δεν λειτουργεί.
Η αντιμετώπισή τους από τον Spielberg είναι γενναιόδωρη αλλά ποτέ δακρύβρεχτη και επιτηδευμένη. Αντιλαμβάνεται το πόσο πνιγηρός μπορεί να γίνει κάποιος όπως ο πατέρας του μέσα στην αφοσίωσή του, και το πόσο ανήσυχη κι εγκλωβισμένη μπορεί να καταλήξει μία καλλιτεχνική φύση όπως αυτή της μητέρας του όταν δεν βρίσκει χώρο να εκτονωθεί. Φαντάζεται τον εαυτό του να κινηματογραφεί την ανακοίνωση του χωρισμού τους και όχι να τη ζει, δημιουργώντας έτσι απόσταση αλλά και δέος για τη στιγμή που γέννησε μισό αιώνα φιλμογραφίας του.
Δεν βρήκα ότι είναι απαράμιλλο αριστούργημα όπως κυκλοφόρησε ότι είναι ξεπηδώντας από το Τορόντο, όμως σκιαγραφεί τόσο πανέμορφα την ειρήνη που κάνει ένας από τους αγαπημένους μου δημιουργούς με το τραύμα του.
Για τον άνθρωπο που έμαθε τη γενιά μου σινεμά, αρκεί.