AP Photo/Beth A. Keiser
REVIEWS

Το The Last Dance ήταν κάτι περισσότερο από αυτό που ελπίζαμε

Το ντοκιμαντέρ για τον τελευταίο χορό μιας δυναστείας του ΝΒΑ είναι η πιο ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής ενός πρωταθλητή.
Όταν ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ στην πρώτη μου ομάδα, αυτό που αισθανόμουν γι’ αυτό το άθλημα, με οδηγούσε καθημερινά σε 8ωρους αγώνες στα ανοιχτά της γειτονιάς μου, σε μαραθωνίους με streetball mixtapes, σε κοπάνες από το φροντιστήριο για να παίρνω μέρος σε τουρνουά 3 on 3. Εκτός από τις ώρες του σχολείου, που ακόμα και τότε σκεφτόμουν κάποιον προηγούμενο αγώνα ή κάποιο σύστημα, ο υπόλοιπος ελεύθερος χρόνος μου περιστρεφόταν γύρω από μία πορτοκαλί μπάλα.

Κι όσο μεγάλωνα, αυτό το συναίσθημα μεγάλωνε μαζί μου. Αρκούσε μόνο να μπει αυτή η μπάλα στην εξίσωση και μπορούσες να με πείσεις για το οτιδήποτε. Πάμε στο Φάληρο να δούμε ημιτελικά πρωταθλήματος μίνι; Μέσα. Ψήνεσαι να πάμε σε ένα ανοιχτό στην Αγία Παρασκευή; Μέσα. Θέλεις να δεις 9 σεζόν One Tree Hill απλά και μόνο γιατί έχει μία σκηνή με έναν στημένο λυκειακό αγώνα (Nathan αλήτη, τους έκλεισες το σπίτι) κι ένα δοκιμαστικό σε αναπτυξιακή λίγκα; Μέσα!

Φτάνοντας σε μία ηλικία που η δουλειά έχει κερδίσει το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς σου, αφήνεις αυτό το κομμάτι λίγο πιο πίσω. Στην αρχή σου φαίνεται περίεργο, αλλά με τον καιρό, το συνηθίζεις. Ξαφνικά, ένα δίωρο την εβδομάδα στα ανοιχτά κι ένα πεντάλεπτο την ημέρα με τα highlights του NBA φαντάζουν υπεραρκετά για να καλύψεις αυτή την ανάγκη. Θεωρείς πως ήταν μία πολύ ωραία εμπειρία που όμως πλέον δεν χωράει στη ζωή σου, αφού δεν έχει να σου προσφέρει κάτι ουσιαστικό.

Όταν διάβασα για πρώτη φορά σε κάποιο ξένο site για το The Last Dance, δεν έδωσα σημασία στις λεπτομέρειες. Σκέφτηκα πως σίγουρα θα έχει ένα ενδιαφέρον κι όταν τελειώσω τις σειρές που βλέπω, θα του δώσω μία ευκαιρία. Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν άνηκα στους σκληροπυρηνικούς fan του Michael Jordan. Διαφορετικές δεκαετίες, διαφορετικό style από αυτό που παρακολουθούσα. Ασφαλώς είχα δει κάθε mixtape του και μπορούσα να καταλάβω την επιρροή του στην μπασκετική κουλτούρα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είχα ουρλιάξει σε κάποιον αγώνα του ή ότι μάζευα χρήματα για μήνες για να αγοράσω τη φανέλα του.

Όσο περνούσε όμως ο καιρός, τα teaser της σειράς κι όλο το hype γύρω από αυτή με επηρέασαν με έναν τρόπο που με έκαναν να νιώθω λες και έπαιζα ξανά σε κάποια εφηβική ομάδα. Κι αφού η σειρά αυτή με έκανε να αισθάνομαι λες και είμαι 17 χρονών, έτσι ακριβώς θα την αντιμετώπιζα.

Την ημέρα της προβολής των δύο πρώτων επεισοδίων, είχα βάλει το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις 9.00. Σηκώθηκα, έφαγα πρωινό, χάζεψα λίγο σε μερικά sites, κι όταν το ρολόι έδειξε 9.50, μπήκα στο Netflix και περίμενα. Όταν επιτέλους στις 10.02 εμφανίστηκε το πρώτο επεισόδιο, φώναξα σε όλους στο σπίτι να κάνουν ησυχία, έβαλα τα ακουστικά μου και πάτησα το play.

Για ποιο λόγο λοιπόν όλος αυτός ο πρόλογος; Γιατί απλά δεν έκανα skip στην χθεσινή μέρα για να μιλήσω για το The Last Dance; Γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να περιγράψω τα όσα ένιωσα το δίωρο που ακολούθησε. Ένα δίωρο που το τέλος του με βρήκε να περιμένω το επόμενο επεισόδιο περισσότερο απ’ ότι περίμενα την τελευταία σεζόν του Game of Thrones (κι ελπίζοντας να μη βιώσω την ίδια απογοήτευση).

Το The Last Dance είναι κάτι περισσότερο από μία προσπάθεια εξιστόρησης της ζωής του καλύτερου μπασκετμπολίστα στην ιστορία. Είναι η πιο ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής ενός πρωταθλητή. Όλες οι θυσίες, όλη η φήμη, όλη η πίεση μιας καριέρας. Όταν συγκεντρώνεις τους Larry Bird, Magic Johnson, Isiah Thomas, Scottie Pippen κι όλους τους υπόλοιπους θρύλους του αθλήματος και προσθέτεις μερικά από τα πιο θεαματικά highlight της καριέρας του Jordan, μπορείς να είσαι βέβαιος για την εμπορική επιτυχία της σειράς. Όταν καταφέρνεις όμως να κάνεις ανθρώπους να ταυτιστούν με την ιστορία που περιγράφεις, ανθρώπους που δεν έζησαν καν σε αυτές τις δεκαετίες, τότε πετυχαίνεις τον πραγματικό σκοπό σου.

Έχοντας μπορέσει, μέσα από ένα υποδειγματικό μοντάζ, να συνδέσουν διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής του Air, οι δημιουργοί επιχειρούν μέσα από γεγονότα να δώσουν εξηγήσεις για κάθε σκέψη ή απόφαση τόσο του Michael όσο και κάθε άλλου στην ομάδα των Bulls που κέρδισαν το τελευταίο πρωτάθλημα για το Σικάγο. Κάθε παίκτης, κάθε δημοσιογράφος, κάθε παράγοντας της ομάδας αυτής, είχε τον χώρο και τον χρόνο να μιλήσει ανοιχτά για τα όσα συναίβεναν στα αποδυτήρια ενός φαινομενικά τέλειου οργανισμού. Ακόμα και ο Jerry Krause (αν και με ανορθόδοξο τρόπο), κατάφερε να βρει κατά κάποιον τρόπο μία κάποια αναγνώριση για τις κινήσεις του.

Ο General Manager της δυναστείας των Bulls, μπορεί να έγινε για πολλούς ο νέος, μισητός villain, αλλά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία επιβεβαίωση ότι στο τέλος της ημέρας, ακόμα κι ο μαγικός κόσμος του NBA, δεν είναι παρά μία επιχείρηση. Και για κάθε πλάνο που σου το θύμιζε αυτό, υπήρχε ένα ακόμα πλάνο με ένα buzzer beater του Michael, με μία μονομαχία του με τον Drexler, με ένα σουτ από την προπόνησή του, που σε γέμιζε πάλι με αυτή την αφιλτράριστη χαρά για το μπάσκετ. Μπορεί ο υποτιτλισμός να μην ήταν ο ιδανικός ή ίσως ο Jordan παρουσιάστηκε αρκετές φορές ως ο μόνος αναμάρτητος, αλλά πραγματικά δε με ενδιέφερε καθόλου. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ όταν τελείωνε το δεύτερο επεισόδιο (εκτός από το πόσο πολύ ήθελα να γνωρίσω προσωπικά τον Phil Jackson) ήταν ότι η άλλη Δευτέρα μοιάζει να αργεί απίστευτα. Κι ο 17χρονος εαυτός μου δε μπορεί να περιμένει.

Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το γήπεδο των Bulls στο Σικάγο πριν από ένα χρόνο, δε μπορούσα να περιγράψω με λόγια όσα έβλεπα κι ένιωθα. Έβλεπα μπροστά μου το άγαλμα του Michael Jordan, την τροπαιοθήκη των Bulls και μία μπουτίκ γεμάτη με φανέλες των πιο διάσημων παικτών στην ιστορία των ταύρων, ενώ σε ένα booth στον πρώτο όροφο, ο Horace Grant υπέγραφε αυτόγραφα.


Ο αγώνας ήταν μεταξύ των Bulls και των Raptors, με τους Leonard και LaVine να βρίσκονται αμφότεροι εκτός λόγω τραυματισμού. Κι όμως, σε ένα παιχνίδι με μηδενικό νόημα και χωρίς κάποιον super star να δίνει το παρόν, ο κόσμος είχε γεμίσει από νωρίς το γήπεδο και παρακολουθούσε με αγωνία κάθε φάση μιας (επιεικώς) μετριότατης ομάδας. Όταν μετά από 22 χρόνια, ο μύθος σου και μόνο αρκεί για να φέρει στο γήπεδο μία ολόκληρη πόλη που ζει και πεθαίνει για το football και το baseball, τότε σίγουρα ο τελευταίος σου χορός άξιζε κάθε στιγμή του.

Υ.Γ.: Δύο επεισόδια από ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Michael Jordan αρκούν για να αντιληφθείς τον λόγο που υπήρξε αυτή η αντίδραση για τον θάνατο του Kobe Bryant. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν σκοράρουν απλά. Τα πρωταθλήματα και τα βραβεία MVP δεν είναι τα μεγαλύτερα κατορθώματα τους. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ανέβηκαν σαν αφίσα σε αμέτρητα παιδικά δωμάτια γιατί έδωσαν το δικαίωμα στον καθέναν να ονειρευτεί. Γιατί απέδειξαν ότι αν δουλέψεις όσο κανένας άλλος, μπορείς να πετύχεις τα πάντα. Κι αν αυτοί οι άνθρωποι μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών, ο Michael και ο Kobe βρίσκονται, χωρίς αντίπαλο, στην κορυφή της λίστας.

Exit mobile version