Feelgood Entertainment
REVIEWS

Το The Substance θέλει να κάνει body horror ως φεμινιστική κριτική. Το πετυχαίνει;

Το The Substance και το εξωφρενικό του gore στρέφονται εναντίον των γυναικών που δεν μπορούν να φανταστούν έναν κόσμο όπου αγαπούν τον εαυτό τους.

Η οικονομία που βασίζεται σε υποτιθέμενες λύσεις για το επίσης υποτιθέμενο πρόβλημα των γυναικών που θεωρούνται άσχημες, με παραπανίσια κιλά, ή/και ηλικιωμένες σχεδόν – ό,τι κι αν σημαίνουν αυτά – υπολογίζεται σε ένα ύψος 800 δισεκατομμυρίων λιρών. Βρισκόμαστε σε μία εποχή που δεκάχρονα μπορεί να κάνουν ρουτίνα περιποίησης 37 βημάτων, των βραζιλιάνικων butt lifts, και των αισθητικών επεμβάσεων που μπορούν να σου αφαιρέσουν το παρειακό λίπος σε λιγότερο χρόνο από ό,τι χρειάζεται ένα κούρεμα.

Η Coralie Fargeat ένιωθε εγκλωβισμένη από την εμμονή μας με τη νεότητα, όμως, όπως έχει πει, αποφάσισε να κάνει κάτι δημιουργικό με αυτή της την οργή, όταν άρχισε να πλησιάζει τα 50. Έτσι γεννήθηκε το The Substance.

«Είχα αυτό το τεράστιο κύμα σκέψης ότι η ζωή μου θα τελειώσει, ότι δεν θα είμαι πια ενδιαφέρουσα, ότι κανείς δεν θα με κοιτάζει πια. Είχα αυτές τις μεγάλες, βίαιες σκέψεις – ήταν τόσο ισχυρές που είπα ότι ήρθε η ώρα να κάνω κάτι με αυτές». Το Revenge που είχε προηγηθεί, με μία κεντρική ηρωίδα που καταδιώκει και δολοφονεί τους βιαστές της, έγινε επιτυχία. Ήταν η πρώτη της, όπως την αντιλήφθηκε αργότερα, φεμινιστική της έκφραση. Το Substance ήρθε πιο συνειδητά.

«Γι’ αυτήν εδώ την ταινία, ήθελα να το κάνω επίτηδες, να αντιμετωπίσω πραγματικά αυτό που ένιωθα όσον αφορά την ανισότητα. Υπάρχει θυμός σε όλες μας. Το επίπεδο βίας που πρέπει να βάλω στην οθόνη εκφράζει την εσωτερική βία που όλα αυτά τα ζητήματα έχουν δημιουργήσει μέσα μου. Είναι το εργαλείο μου για να το αντιμετωπίσω και να πω κάτι γι’ αυτό, και να φτιάξω κάτι με αυτό που ελπίζω να επηρεάσει το μυαλό των ανθρώπων».


Η εξέλιξη του body horror σε φεμινιστικό body horror όπου ανήκει επίσης και το έργο της Julia Ducournau, ο ενσώματος τρόμος δηλαδή που ασχολείται με τις μοναδικές απογοητεύσεις του να είσαι γυναίκα, συμπεριλαμβανομένου του σεξισμού, της αυτοαπέχθειας και της αποσύνδεσης μεταξύ μυαλού και σώματος, είναι λογική. Είναι το κατάλληλο είδος για να εξερευνήσει και να εκφράσει τον πόνο, τον φόβο και τον θυμό που συνεπάγεται η ύπαρξη κάτω από τη φτέρνα της πατριαρχίας, προσφέροντας κάθαρση και κοινότητα εκεί που συχνά δεν υπάρχει.

Στο Substance λοιπόν, η καριέρα της πρώην ηθοποιού Elisabeth Sparkle (Demi Moore) έχει μειωθεί σε τηλεοπτική εκπαιδεύτρια αεροβικής. Στα 50ά γενέθλιά της απολύεται από ένα στέλεχος του δικτύου της, τον Harvey (Dennis Quaid), ο οποίος της ανακοινώνει πως «η ανανέωση είναι αναπόφευκτη». Δεν υπάρχει μέλλον για τις γυναίκες που γερνούν. Κατά την απόλυση της, η Elisabeth παθαίνει ένα ατύχημα και, στο νοσοκομείο, της δίνεται ένα σημείωμα από έναν όμορφο νεαρό γιατρό σχετικό με ένα φάρμακο της μαύρης αγοράς, γνωστό ως “The Substance”.

Η ουσία αυτή υπόσχεται να δημιουργήσει μία όχι μόνο νεαρότερη, αλλά και καλύτερη εκδοχή του κάθε πελάτη, με μία μόνο ένεση. Απελπισμένη για την αξία που θα της δώσει ξανά η νιότη, η Elisabeth γεννάει τη Sue (Margaret Qualley).

Υπάρχουν αυστηροί κανόνες για τη λήψη του Substance. Ένας από αυτούς είναι πως η Elisabeth και η Sue πρέπει να μοιράζονται τον χρόνο τους, ζώντας εναλλάξ στον κόσμο κάθε επτά ημέρες. Όσο η μία ζει, η άλλη είναι σε καταστολή, ώστε τα κύτταρά τους να μπορούν να αναγεννηθούν. (Προφανώς υπάρχει ένας αλά Dorian Gray αστερίσκος εδώ, καθώς καμία από τις δύο δεν υπακούει στους κανόνες).


Άρα έχουμε ένα σφοδρό body horror με φρικιαστικά ειδικά εφέ που επιτυγχάνονται κυρίως με προσθετικά και μακιγιάζ, και όχι με CGI; Σε σκηνοθεσία μίας γυναίκας μέσης ηλικίας, με bubblegum αισθητική; Με βασική πρωταγωνίστρια την Demi Moore σε ερμηνεία καριέρας, και μία δίωρη επίθεση εναντίον κάθε σχολίου που έχει η ίδια υποστεί για την εξωτερική της εμφάνιση και το θράσος της να μεγαλώσει; Στα χαρτιά το Substance θα έπρεπε να είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου.

Αναρωτιόμουν, βέβαια, πως αν η Elisabeth δεν έχει καν την ευκαιρία να βιώσει τη λαμπερή νεότητα που τόσο πολύ επιθυμεί, γιατί να προβεί σε όλο αυτό; Ας πούμε όμως πως βρίσκεσαι σε απόγνωση και σύγχυση, και δεν βρίσκει άλλη λύση.

Οι κριτικές, κιόλας, που έχουν ασκηθεί στο Substance δεν αφορούν καθόλου το αν βγάζει νόημα τεχνικά η διαδικασία του. Είναι διχασμένες ανάμεσα σε διθυραμβικούς επαίνους – ως διαταραγμένο, έξοχα αηδιαστικό φεμινιστικό σχόλιο – και στην απουσία λεπτότερων αποχρώσεων σε μία υπερστιλιζαρισμένη, περιορισμένη απεικόνιση μίας γυναίκας σε εμμονή.


Πράγματι, δεν υπάρχει τίποτα ανεπτυγμένο στον φεμινισμό του Substance. Είμαστε όμως τόσο συνηθισμένοι πλέον να προσεγγίζουμε τον arthouse τρόμο ως αλληγορικό, με κάθε εξωφρενική απειλή να αποτελεί υποκατάστατο για κάποια πληγή του πραγματικού κόσμου γύρω μας, που μπορεί να γίνει εντελώς αποπροσανατολιστικό το πόσο κυριολεκτικό είναι το αιματοβαμμένο, ωμό, παρωδικό Substance.

Το φιλμ δεν αισθάνεται καμία ανάγκη να αναδιατυπώσει την ύπαρξη της πατριαρχίας. Αντιθέτως, αντιμετωπίζει την τοξικότητα της χολιγουντιανής της εκδοχής ως πάγια νομοτέλεια, χρησιμοποιώντας την τοποθεσία ως μεγεθυντικό φακό για τη λαχτάρα της κουλτούρας μας συνολικά για νεότητα και ομορφιά.

Το πρόβλημα με το Substance δεν είναι αυτό. Είναι πως θέλει να κρατήσει έναν καθρέφτη στο Χόλιγουντ και όχι μόνο, δείχνοντας τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες βασανίζονται για να παραμείνουν επίκαιρες, όταν το μόνο άτομο που υποφέρει στο κάδρο είναι το κεντρικό σώμα της ταινίας. Αυτό μοιάζει λιγότερο με κριτική της πατριαρχίας και περισσότερο με τιμωρία των γυναικών επειδή συμμορφώνονται με πρότυπα που δεν έθεσαν οι ίδιες εξαρχής.

Η κάννη είναι στραμμένη στα άτομα που δεν μπορούν να φανταστούν έναν καλύτερο κόσμο, εκεί όπου επιτέλους θα αγαπούν τον εαυτό τους. Κρίμα δεν είναι;

Exit mobile version