Το Top Gun: Maverick δεν είχε κανένα δικαίωμα να είναι τόσο καλό
Το Top Gun: Maverick προέρχεται από μία εποχή που ένα καλοκαιρινό μπλοκμπάστερ δεν ήταν απαραίτητα ασφαλές. Από την άλλη, ο Tom Cruise δεν έφτιαχνε ποτέ τέτοια.
- 26 ΜΑΙ 2022
Ο Τελευταίος Movie Star του είδους του. Συχνός χαρακτηρισμός για τον Tom Cruise και μάλλον αλήθεια. Τώρα με την κυκλοφορία του Top Gun: Maverick αναφέρεται έτσι σε κάθε δεύτερη πρόταση.
Ο Cruise αποτυγχάνει σπάνια στο box office, φτιάχνει ταινίες μόνο για τις αίθουσες, δεν έχει κάνει τηλεόραση και τίποτα για το streaming, δεν διαφημίζει καφέδες, τεκίλα ή cryptocurrency. Θα δουλέψει, επίσης, μέχρι να πέσει κάτω για το publicity των ταινιών του και θα τραβήξει φωτογραφίες με τους φαν, γιατί προέρχεται από ένα Χόλιγουντ που έφτιαχνε αστέρες για να βασιστεί σ’ αυτούς για το box office.
Αυτό προϋποθέτει την αφοσίωση του κόσμου και ο Cruise, παρά τις σφαλιάρες που έχει κατά καιρούς φάει από την κοινή γνώμη για την αναρρίχηση καναπέδων, για την επίθεσή του στη Brooke Shields για τη χρήση ψυχοφαρμάκων ή για τις αποκαλύψεις για τις προβληματικές μεθόδους της Σαϊεντολογίας που ως ηγετική φιγούρα της εκκλησίας λογικά θα γνωρίζει, δεν την έχασε ποτέ στην πραγματικότητα. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.
Διψώντας για αναγνώριση και σίγουρα για προσωπική εξέλιξη στην τέχνη του, ο ηθοποιός συνεργαζόταν με θρυλικούς σκηνοθέτες όπως ο Martin Scorsese, ο Stanley Kubrick και ο Steven Spielberg, και έπαιζε με την (αυτο)εικόνα έντασής του με ρόλους όπως του Frank στο Magnolia του Paul Thomas Anderson ή του Vincent στο Collateral του Michael Mann. Στο μεταξύ γλυκάθηκε και με την πρώτη του παραγωγή με το Mission: Impossible, καταπατώντας έτσι τον “no guns, no sequels” κανόνα που είχε για την πρώτη εικοσαετία της καριέρας του.
Και μετά από το Tropic Thunder και το Rock of Ages, οι προσπάθειές του στην αυτοπαρωδία και την αυτοανάκριση, ακόμα και στην αποτύπωση περισσότερων ανθρώπινων ιδιοτήτων πέραν του ηρωισμού και της αποφασιστικότητας, κάπως εξαϋλώθηκαν (φωτεινή εξαίρεση και μία από τις καλύτερες ταινίες στην action καριέρα του το Edge of Tomorrow).
Σήμερα επιλέγει journeyman σκηνοθέτες, έμπειρους, αξιόπιστους, με αθλητική πειθαρχία, που μοιράζονται την αγάπη του για τον κίνδυνο και τον βοηθούν να ενορχηστρώσει ακροβατικά πρακτικά stunts για τον εαυτό του που θα αψηφούν κάθε φορά τον θάνατο.
Είναι ένας daredevil πολυτελείας, ένας showman που σφίγγει τις γροθιές και το σαγόνι του, τρέχει γρήγορα και εκτοξεύεται απ’ όπου βρίσκει, όσο ο πλανήτης τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Σε όσους από εμάς αγαπούσαμε τον αλλόκοτο μαγνητισμό του σε δραματικούς ρόλους μάς λείπει αυτή η πλευρά του Cruise, όμως έχει γίνει πάρα πολύ καλός σε αυτό που κάνει. Ο καλύτερος.
Με τα κινηματογραφικά θεάματα που στήνει, φτιαγμένα χεράτα, με production values που δεν τσιγκουνεύονται το παραμικρό, πρακτική δράση, σασπένς και την πολυπόθητη κάθαρση στο φινάλε, το brand του Cruise, σίγουρα σε ό,τι αφορά τα Mission: Impossible αλλά όχι μόνο, είναι ένα εγγυημένο good time στην αίθουσα. Και δεν έρχεται χωρίς κάποιου είδους κόστος.
Ο ηθοποιός ασκεί εμμονικό έλεγχο στις παραγωγές όπου πρωταγωνιστεί και έχει δυσανεξία στο όχι. Έχει υπάρξει μία, τουλάχιστον, φορά που ακούσαμε και οι υπόλοιποι κάποιο κατσάδιασμά του, αλλά εκείνο είχε αποκτήσει γρήγορα την εύνοια της κοινής γνώμης.
Σε μία περίοδο απόγνωσης έναντι συμπολιτών μας που δεν τηρούσαν τα μέτρα για την Covid-19, το audio που λίκαρε με τον Cruise να ουρλιάζει σε συνεργάτες του που δε φορούσαν μάσκες στα γυρίσματα του επόμενου Mission: Impossible είχε λειτουργήσει σχεδόν ανακουφιστικά. «Είμαστε το gold standard», μπορεί να τον θυμάστε να ξεφωνίζει. «Πίσω στο Χόλιγουντ φτιάχνουν αυτή τη στιγμή ταινίες εξαιτίας μας. Δημιουργούμε χιλιάδες δουλειές, ρε γαμημένοι!».
Η παραγωγή του Mission: Impossible έκλεισε συνολικά τέσσερις φορές λόγω κρουσμάτων και ο Cruise δε φαινόταν έτοιμος να ακούσει απολογίες. «Μπορείτε να τις πείτε στους ανθρώπους που χάνουν τα γαμημένα τα σπίτια τους επειδή η βιομηχανία έχει βάλει λουκέτο», συνέχιζε. «Δε θα βάλουν φαγητό στο τραπέζι τους, ούτε θα πληρώσουν για τις σπουδές τους. Με αυτό το πράγμα κοιμάμαι κάθε βράδυ – το μέλλον αυτής της γαμημένης βιομηχανίας!».
Σε μία σκηνή του Top Gun: Maverick, ως θρυλικός πια πιλότος του Πολεμικού Ναυτικού που έχει κληθεί να εκπαιδεύσει τους καλύτερους πιλότους της νέας γενιάς για μία αποστολή ζωής και θανάτου, ο Pete “Maverick” Mitchell δεν πρόκειται να χαϊδέψει τα αυτιά των αλαζονικών νεοσσών που νομίζουν ότι τα κάνουν όλα σωστά. Να τα πείτε στις οικογένειες των συναδέλφων σας που δε θα επιβιώσουν στην αποστολή επειδή δε μάθατε να πετάτε σωστά, ξεκαθαρίζει.
Σε μία από τις εισαγωγικές σκηνές, ο Maverick ενημερώνεται πως το πειραματικό τμήμα μαχητικών αεροσκαφών στο οποίο ανήκει πρόκειται να διακοπεί επειδή οι δοκιμές ως τώρα δεν είχαν πιάσει τους στόχους. Θα καβαλήσει ετσιθελικά το αεροσκάφος του πριν τους επισκεφθεί ο Ed Harris σε ρόλο αξιωματικού με σκοπό να τους κλείσει, θα σφίξει τα δόντια και θα στοχεύσει στο υπερηχητικό ρεκόρ των Μαχ 10.
Λαμβάνει την εντολή επιστροφής στη βάση, όμως σκεπτόμενος όλους τους ανθρώπους που θα χάσουν τη δουλειά τους εάν η κυβέρνηση εκτρέψει τη χρηματοδότηση για χάρη των drones και εις βάρος των πιλότων, θα σπρώξει το σκάφος του σε σημείο εξαΰλωσης για να αποδείξει πως ο ανθρώπινος παράγοντας έχει ακόμα σημασία.
Η αυτοαναφορικότητα δεν είναι λεπτή εδώ. Ο Cruise χρησιμοποιεί το CGI μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο, σε μία βιομηχανία που, σε επίπεδο μπλοκμπάστερ, βασίζεται όλο και περισσότερο σε αλγόριθμους και σε τεχνολογίες απογήρανσης στις δημιουργίες της.
Είναι ένα οξύμωρο με σάρκα και οστά που έχει αρνηθεί να υποκύψει στο πέρασμα του χρόνου, τον μόνο πραγματικό αναπόδραστο εχθρό του ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα αρνείται πεισματικά και το «ουδείς αναντικατάστατος». Όχι, ο άνθρωπος δεν αντικαθιστάται για τον Cruise και τις ιστορίες που θέλει να λέει. Δεν είναι το αεροπλάνο, ακούμε ξανά και ξανά στο νέο Top Gun, δεν είναι η τεχνολογία. Είναι ο πιλότος που κάνει τη διαφορά.
Εκεί όμως που το Top Gun του 1986 διακατεχόταν από το αίσθημα του αήττητου, η συνέχειά του αντλεί τη δύναμή της από την επίγνωση του αναπόφευκτου.
«Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σας», παραδέχεται ο Maverick στους εκπαιδευόμενούς του και το λέει για να το ακούσει και ο ίδιος. Κάποτε ήταν ένα ψωνισμένο παράγωγο νεποτισμού που πίστευε ότι ο κόσμος του ανήκει. Τώρα, 40 χρόνια μετά, είναι τρομερό το πόσο σκληρά έχει προσπαθήσει για να μείνει παγωμένος στον χρόνο (άλλη μία μη τυχαία, αυτοαναφορική επιλογή για τον ηθοποιό που τον ενσαρκώνει).
Έχει αρνηθεί προαγωγές ή το σενάριο της σύνταξης γιατί πιστεύει πως παραμένοντας πλοίαρχος θα μπορεί να ζει για πάντα στις χρυσές εποχές του. Τώρα που του ζητούν να επιστρέψει στο τμήμα του Top Gun για να διδάξει τους νεότερους, τι καλύτερο τρόπο θα μπορούσε να βρει για να σταματήσει τον χρόνο;
Νεοσύλλεκτοι και βετεράνοι εξίσου, κάθε χαρακτήρας αυτής της ταινίας θεωρεί τον Maverick λείψανο και θεό ταυτόχρονα. Από τη μία το Top Gun γίνεται μία Gen X φαντασίωση για έναν άνδρα που αποδεικνύει στους μικρότερους ότι ο παλιός είναι αλλιώς.
Πώς ό,τι μπορούν να κάνουν μπορεί να το κάνει καλύτερα. Από την άλλη, σε μία σκηνή στο μπαρ που διατηρεί η Jennifer Connelly σε ρόλο πρώην συντρόφου του, έναν ισχνών δυνατοτήτων χαρακτήρα που η ηθοποιός καταφέρνει να μετατρέψει σε αληθινή γυναίκα, ο Maverick κοιτάει από το παράθυρο νεότερους άντρες και γυναίκες να διασκεδάζουν χωρίς εκείνον, να έχουν ήδη δημιουργήσει τον κόσμο που σε λίγο θα τον έχει ξεχάσει. «Το μέλλον έρχεται», είχε γρυλίσει νωρίτερα ο Harris. «Και δεν είσαι μέσα σε αυτό».
Εάν ο Maverick όμως θέλει απεγνωσμένα να σταματήσει τον χρόνο, αυτό που τον τρομοκρατεί περισσότερο μάλλον είναι το να τον αφήσει να επαναληφθεί. Ένας από τους εκπαιδευόμενους, είναι ο Rooster, γιος του Goose, παιγμένος από έναν Miles Teller που είχα να ευχαριστηθώ τόσο από το Spectacular Now (ναι, ξέρω, το Whiplash – καταπληκτική ταινία, η αγαπημένη μου του Damien Chazelle, απλά ο J.K. Simmons τα έσβηνε όλα).
Ο Rooster έχει πρόβλημα με τον επικεφαλής του, όχι μόνο γιατί τον κατηγορεί για τον θάνατο του πατέρα του, αλλά και γιατί ο Maverick είχε χρησιμοποιήσει το εκτόπισμά του στο Ναυτικό για να αποτρέψει την εξέλιξη της καριέρας του. Το τελευταίο πράγμα που θέλει ο Maverick, είναι να δει το παιδί του φίλου του να χάνει κι αυτό τη ζωή του στον στρατό.
Οι υπόλοιποι πιλότοι, κυρίως η Monica Barbaro και ο Lewis Pullman ως Phoenix και Bob, έχουν και αυτοί τις στιγμές τους. Παρέα με τον Cruise φέρνουν τα νοσταλγικά beats στην ταινία: το Great Balls of Fire που παίζουν στο πιάνο, τις αερομαχίες, τα παιχνίδια στην παραλία, τα ρομάντσα με bomber jackets και ηλιοβασιλέματα. Αυτή είναι μία ταινία Top Gun, μη μπερδεύεσαι, και θα έχει καρέ-καρέ την εισαγωγή του Tony Scott με το Danger Zone.
Και φτάνουμε στον wingman του Cruise.
Ήδη από το ντεμπούτο του με το Tron: Legacy, ο Joseph Kosinski είχε δείξει το σταθερό του χέρι και τις δυνατότητές του στα όχι και τόσο πιθανά sequels. Με το Oblivion, την πρώτη του συνεργασία με τον Cruise, έδειξε ξανά πώς μπορούν τα ψηφιακά περιβάλλοντα να μπλέξουν υπέροχα με πραγματικούς ανθρώπους και σύνολα.
Στο Only the Brave που είχαμε δει ένα μάτσο άνθρωποι, έκανε στροφή στο γήινο διατηρώντας την ποιητικότητα της βιωμένης του δράσης με τον παλιομοδίτικο (αλλά αληθινής υπόθεσης) ηρωισμό. Στο Top Gun: Maverick δεν έχει τους στιλιστικούς λεονταρισμούς του Scott, αλλά επανορθώνει με στακάτη ταχύτητα, σαφή γεωγραφία, αιχμηρές συνθέσεις και την αλήθεια των πλάνων του (εδώ αξίζει ειδική μνεία στον διευθυντή φωτογραφίας Claudio Miranda που μας βάζει απευθείας μέσα στο πιλοτήριο). Ο Kosinski είναι τεχνίτης και εύχομαι να αποκτήσει την καριέρα που φαντάζεται.
Όπως το πρώτο Top Gun, το Maverick καταβάλλει κοπιώδεις προσπάθειες για να σιγουρέψει πως οι κακοί που αντιμετωπίζουν οι γενναίες αμερικανικές δυνάμεις στερούνται ανθρωπιάς και εθνικότητας.
Αποκαλούνται απλά «ο εχθρός», τα πρόσωπά τους κρύβονται τελείως πίσω από μαύρα κράνη, τα λογότυπα στα μαχητικά τους αεροσκάφη είναι φανταστικά. Είναι μία παγκόσμια δύναμη («κράτος-παρίας» αναφέρεται στους ελληνικούς υπότιτλους) με πυρηνικά που ο υπόλοιπος κόσμος θέλει να ξεφορτωθεί, αλλά το Top Gun αντί να απασχολείται με την ηθική επιλογή της ένοπλης μάχης με μία ξένη χώρα εστιάζει στη διασκέδαση.
Το ζήτημα είναι τα ηρωικά επιτεύγματα των γενναίων στρατιωτών, ενώ ο εχθρός περιορίζεται σε μία ανώνυμη, απρόσωπη απειλή. Η άφιξη της αποστολής κιόλας στο ξένο έδαφος γίνεται τόσο σύντομα, που κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής προβολής αναρωτήθηκα μαζί με έναν αγαπητό συνάδελφο εάν απλά πετάχτηκαν μέχρι τον Καναδά.
Αυτή θα ήταν πάντα η πιο αμφιλεγόμενη ή και ανησυχητική πτυχή του Top Gun ως franchise. Ότι δημιουργεί έναν κόσμο όπου οι πολιτικές επιπτώσεις των στρατιωτικών του συγκρούσεων απλά δεν υπάρχουν.
Είναι ο απόγονος μίας στρατιωτικής προπαγάνδας από το απόγειο της άκριτης εποχής του Reagan. Τι θέση θα μπορούσε να έχει στον σημερινό κόσμο, που ήδη μοιάζει πολύ διαφορετικός από τον κόσμο στον οποίο γυρίστηκε πριν από τέσσερα χρόνια;
Το Top Gun όμως είναι ένα έργο πολιτιστικής παρά πολιτικής νοσταλγίας. Είναι επίσης μία καλύτερη ταινία από του 1986 και, πιο σημαντικά, μία πιο φιλική, τρυφερότερη ταινία. Πιο ενήλικη και γενναιόδωρη, όπως ταιριάζει στον ώριμο πια αστέρα της. Ο συγκινητικός τρόπος που ενσωματώνει το πρόβλημα υγείας του Val Kilmer, εδώ ως ανώτερος πλέον του Maverick, είναι ένα από τα δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Και ο Cruise χαμογελάει πολύ, περισσότερο από ό,τι έχει να χαμογελάσει χρόνια σε ταινία του. Οδηγεί τη μοτοσυκλέτα του (φυσικά χωρίς κράνος), πετάει στα αεροπλάνα του, παίζει football με το νεότερο καστ, και είναι ανάλαφρος, χωρίς τη δεσμευτική του, συχνά, ένταση. Μερικές φορές χαμογελάει τόσο πλατιά που μοιάζει ακούσιο, σαν να μη μπορεί να το ελέγξει. Όταν έπεφταν τα credits της ταινίας, σκεφτόμουν πως όταν δε θα είναι πια εδώ, θα λείψει ακόμα και στους πιο σκληρούς επικριτές του.