Το True Detective: Night Country επιστρέφει στις ρίζες της επιτυχίας του
Το True Detective άλλαξε χέρια και σώθηκε. Το Night Country είναι η πρώτη must σειρά του 2024.
- 24 ΙΑΝ 2024
Γκροτέσκ φόνοι. Εξαντλημένα, εμμονικά όργανα της τάξης. Ένα απέραντο, μεγαλοπρεπές, αλλά και τρομακτικό αγροτικό τοπίο. Ο υπαινιγμός μίας κακόβουλης απόκρυφης ή υπερφυσικής παρουσίας. Διάλογος που είναι ταυτόχρονα κρυπτικά φιλοσοφικός και βέβηλος: «Είναι μια μεγάλη γαμημένη νύχτα. Ακόμα και οι νεκροί βαριούνται». Ναι, φυσικά και βλέπουμε μία ακόμα σεζόν του True Detective και θα είμαι ειλικρινής – δεν υπήρξα ποτέ φαν του συγκεκριμένου franchise, ούτε στην καθολικά αποδεκτή ως καλύτερη και ομολογουμένως εμβληματική 1η σεζόν.
Ήταν γεμάτη με Υποκριτική με κεφαλαίο το Υ, Σκηνοθεσία με κεφαλαίο το Σ και έναν «πονάω βουβά» αντι-ήρωα που πετούσε οικουμενικές αλήθειες κάθε 10-11 λεπτά. Ήταν επιβλητικό ναι, και το βραβευμένο shoot-out μονοπλάνο θα είναι για πάντα κουλ, αλλά δεν συνδέθηκα. Η δεύτερη σεζόν δεν έκανε τίποτα για να με κερδίσει και η τρίτη με τον Mahershala Ali ήταν αξιόλογη, αλλά όχι αξιομνημόνευτη.
Η πρεμιέρα του True Detective: Night Country δεν ξεκινάει με έναν φόνο ή κάποια εξαφάνιση. Ούτε με τις αστυνομικούς που θα ακολουθήσουμε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Ξεκινάει με μία προειδοποίηση: 150 μίλια βόρεια του Αρκτικού Κύκλου στην Αλάσκα, στην τελευταία ανάσα φωτός πριν το σκοτάδι 30 ημερών καταλάβει τη γη, ένας αυτόχθονας Αμερικανός βάζει το στόχαστρο της καραμπίνας του σε ένα κοπάδι ελάφια.
Δευτερόλεπτα προτού ο ήλιος υποχωρήσει για ένα μήνα, σε μία σκηνή που θυμίζει το πρόσφατο Leave the World Behind, τα ελάφια τρομάζουν και αρχίζουν να τρέχουν κατευθείαν προς έναν κοντινό γκρεμό. Πηδούν. Μήπως επέλεξαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους για να αποφύγουν την απελπισία και την απόγνωση μίας περιόδου που δεν ήταν πιθανό να επιβιώσουν; Ή μήπως διαισθάνθηκαν κάτι υπερφυσικό να παραμονεύει στο σκοτάδι, κάτι χειρότερο από το ίδιο το σκοτάδι;
Αυτή η χαρακτηριστική στιγμή δίνει τον τόνο για μία νέα, σκληρή σεζόν του True Detective. Είναι το πρώτο μέρος της ανθολογίας που δεν κατευθύνεται από τον δημιουργό της σειράς, τον Nic Pizzolatto, αν και παραμένει ως εκτελεστικός παραγωγός μαζί με τους πρωταγωνιστές του πρώτου κύκλου Matthew McConaughey και Woody Harrelson.
Δημιουργός αυτής της σεζόν είναι η Issa López – η οποία είχε σχεδιάσει το Night Country ως μία πρωτότυπη ιστορία πριν την καλέσει το HBO – η Μεξικανή σκηνοθέτρια πίσω από το Tigers Are Not Afraid. Η 4η σεζόν εγκαταλείπει τα πιο ηλιόλουστα σκηνικά της σειράς για τη φανταστική πόλη Ennis της Αλάσκας, κατά τη διάρκεια της ετήσιας περιόδου σκοταδιού στην περιοχή.
Όταν οκτώ άνδρες από τον ερευνητικό σταθμό Tsalal εξαφανίζονται ξαφνικά, αφήνοντας πίσω τους μόνο την κομμένη γλώσσα μίας γυναίκας, η αρχηγός της αστυνομίας Liz Danvers (Jodie Foster) καλείται να διαλευκάνει την υπόθεση.
Η ατσάλινη Danvers δεν είναι η μόνη αστυνομικός που ασχολείται με την υπόθεση: Η αστυνομικός Evangeline Navarro (Kali Reis) δεν μπορεί να ξεπεράσει τη δολοφονία της Annie K., μιας ντόπιας από τη φυλή Iñupiaq που μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου, απ’ την οποία είχε αφαιρεθεί η γλώσσα. Η ανεξιχνίαστη δολοφονία της Annie K. βασάνισε και βασανίζει τόσο πολύ τη Navarro, που η επιμονή της και η συναισθηματική της επένδυση στην υπόθεση τής χάρισαν μία ατιμωτική μετάθεση στο τμήμα τροχονόμων. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της Navarro και της Danvers είναι ο πυρήνας του Night Country και ο αγωγός της υπαρξιακής αναταραχής στο Ennis, μία απομακρυσμένη πόλη ορυχείων που φαίνεται να γνωρίζει μόνο τη σκληρή ζωή.
Αυτά είναι όσα γνωρίζουμε για το τι συνέβη στο σταθμό Tsalal: Οι άνδρες της βάρδιας έκαναν τις δουλειές τους όταν ένας από όλους σταμάτησε εν ψυχρώ και ψιθύρισε «ξύπνησε αυτή». Αυτό το βλέπουμε. Αυτό που δεν βλέπουμε αφορά αυτά όσα βρίσκει η Danvers, συμπεριλαμβανομένου του πώς μία κομμένη γλώσσα που πιθανώς ανήκει στη δολοφονημένη Annie K. βρέθηκε κάτω από ένα τραπέζι, και το ποιος έγραψε «είμαστε όλοι νεκροί» σε έναν πίνακα. Τα κινητά των ανδρών έμειναν όλα πίσω υποδηλώνοντας την απότομη αναχώρησή τους, ενώ η τηλεόραση είχε κολλήσει στη σκηνή της παρέλασης στο Ferris Bueller’s Day Off. (Μπορεί επίσης να εντόπισες στο ράφι ένα DVD του The Thing του John Carpenter, μία από τις εμπνεύσεις της showrunner).
Για τους θεατές, το κρύο και το σκοτάδι της περιοχής είναι εξουθενωτικά. Η ζωή εκεί φαίνεται να είναι αμείλικτη. Εκπέμπεται από κάθε πίξελ της οθόνης. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις πλήρως από τα στοιχεία της φύσης. Αυτό βαραίνει όλους, ειδικά τους πιο ευάλωτους. Σε αντίθεση με τη χρυσαφένια ζέστη της ερήμου και τη λευκή ματσίλα που καθόρισαν την πρώτη σεζόν του True Detective, το Night Country είναι παγωμένο, γαλάζιο, προσαρμοσμένο στις οπτικές των αυτόχθονων γυναικών.
Το True Detective πάντα φλέρταρε με τα υπερφυσικά στοιχεία και το κάνει ξανά. Εδώ όμως, στην απομονωμένη πόλη μίας απόκοσμης γης που γνωρίζει το σκοτάδι επί μήνες κάθε φορά, αυτή η διάσταση δεν μοιάζει τόσο με αφηγηματικό στολίδι όσο με την πιο πιθανή εξήγηση για τα όσα συμβαίνουν. Όταν σκιρτούν ξεκοιλιασμένα κουφάρια καριμπού, ή όταν μια μάζα από πτώματα βρίσκεται κοκαλωμένη καταμεσής μιας ερημιάς, είναι λογικό σε κάποιο ενστικτώδες, αρχέγονο επίπεδο, να απευθυνθεί κανείς τόσο στην πίστη των Iñupiat και τον κόσμο των πνευμάτων, στα σύνορα μεταξύ ζωντανών και νεκρών, όσο και στην ίδια την αστυνομία.
Η αντιπαράθεση της ευθυμίας στις μελωδίες των Beach Boys και των Beatles σε σχέση με εικόνες που θολώνουν τα όρια μεταξύ φαντασίας και αλήθειας, προσθέτουν στη μετέωρη ισορροπία της ιστορίας. Ήδη το σκηνικό μάς κάνει να υπενθυμίζουμε συνεχώς στον εαυτό μας πως αυτός ο ουρανός είναι πάντα σκοτεινός, πως έχουμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η πινελιά της τοπικής παράδοσης, ότι το Ennis είναι ένα μέρος όπου η γη μιλάει και αποδίδει τη δική της δικαιοσύνη. Οι άνθρωποι βλέπουν το αδύνατο. Για μία κάτοικο, τη Rose Aguineau της Fiona Shaw που συνεχίζει το σερί της μετά το Killing Eve και το Andor, η συνομιλία με τους νεκρούς είναι παντελώς φυσιολογική. Η López δεν το παρακάνει, απλώς ενσωματώνει τέτοια στοιχεία αρκετά ώστε να αγγίξει τους βαθύτερους φόβους μας, καθώς η Danvers ακολουθεί τα γεγονότα.
Τα φυλετικά και σεξουαλικά politics είναι οργανικά συνυφασμένα στην αφήγηση. Οι Iñupiat αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η ενδοοικογενειακή βία είναι διαδεδομένη στην πόλη. Θα μπορούσες κιόλας να πεις πως το Night Country λειτουργεί υπέροχα ως μία απάντηση στην ιστορικά απογοητευτική αντιμετώπιση των γυναικείων χαρακτήρων του franchise. Οι προηγούμενες σεζόν κατηγοριοποιούσαν τις γυναίκες τους ως γκόμενες, πόρνες, πιόνια ή θύματα, που χρησιμοποιούνταν ως αξεσουάρ για τον εγωισμό του άνδρα πρωταγωνιστή, ή για να αποκαλύψουν κάποιο ελάττωμα ή χαρακτηριστικό του.
Η López παρέχει σκόπιμα στις επικεφαλής ντετέκτιβ μία σειρά από πτυχές και αποχρώσεις, και συνδέει τη συμπεριφορά των ντόπιων με την αδυσώπητη φύση του περιβάλλοντός τους. Και ακόμα κι αν δεν πιστεύω ότι το έκανε συνειδητά – και αν είναι συνειδητά, δεν είναι σίγουρα εχθρικά – η έμφαση σε σύνθετες γυναίκες γύρω από μία υπόθεση που αφορά την αποκοπή της γλώσσας μίας άλλης γυναίκας, θα μπορούσε να είναι μία ισχυρή μεταφορά για τις άλλοτε αποσιωπημένες γυναίκες της σειράς.
Η Danvers αντιμετωπίζεται με τον ελάχιστο σεβασμό, ενώ ο τίτλος εργασίας της μόλις που αντισταθμίζει την ιδιότητά της ως ηλικιωμένης και μη θηλυκής γυναίκας. Η συμμετοχή της Foster θα ξυπνήσει αναπόφευκτα μνήμες από τη βραβευμένη με Όσκαρ ερμηνεία της στη Σιωπή των Αμνών, όμως η Danvers δεν είναι η Clarice Starling.
Είναι ένα μαχητικό, οξύθυμο άτομο που φαίνεται να έχει τσαντίσει σχεδόν τους πάντες στο Ennis: Όπως παραπονιέται η θετή της κόρη, η Danvers φυλάει τη χειρότερη συμπεριφορά της για τους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζεται περισσότερο. Η ερμηνεία της Foster είναι όλη ραγίσματα και μητριαρχικό γλυκόπικρο νεύρο, παραχώνοντας τη μελαγχολία της Danvers σε μια γωνιά ακριβώς κάτω από την ανυπόμονη, πεισματάρα επιφάνειά της.
Η Foster έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας μιάμισης δεκαετίας πίσω από την κάμερα, όμως δεν έχει χάσει τίποτα από την αυτοπεποίθησή της ως περφόρμερ. Παραμένει απίστευτα watchable. Η ευχάριστη έκπληξη είναι πως η σχεδόν άγνωστη συμπρωταγωνίστριά της είναι εξίσου συναρπαστική, με μία αναζωογονητικά νατουραλιστική παρουσία στην οθόνη. Η Reis, μία επαγγελματίας πυγμάχος που έγινε ηθοποιός, φτιάχνει έναν στιβαρό χαρακτήρα με τη συνήθεια να διαλέγει μάχες απίθανες να τις κερδίσει.
Η López έχει καταφέρει ένα ασυνήθιστο κατόρθωμα. Να αναστήσει ένα franchise που δεν χρειαζόταν να σωθεί.
Στο Tigers Are Not Afraid του 2017 είχε συνδυάσει την ανθρώπινη φρίκη με τον μαγικό ρεαλισμό, και τώρα στο True Detective επιτυγχάνει την ίδια εξισορρόπηση. Δεν τη νοιάζει να παρέχει πάντα απαντήσεις και η σειρά επωφελείται από την προθυμία της να μείνει στην ασάφεια.
Αν υπάρχει η πιθανότητα για περισσότερο True Detective μετά το Night Country, ίσως αυτό θα έπρεπε να είναι το πρότυπο για τη συνέχειά του – μία crime ανθολογία με τις ευαισθησίες μίας αυτοτελούς δημιουργίας, που επιτρέπει σε διαφορετικούς καλλιτέχνες να βάλουν τη δική τους σφραγίδα στη σειρά.
Γιατί είναι ακόμα καλύτερο ως μία επανεκτέλεση ενός True Detective που αποτίει φόρο τιμής σε όσα δημιούργησε ο Pizzolatto, αποδεικνύοντας πως η σειρά μπορεί να ευδοκιμήσει εάν άλλοι αφηγητές έχουν την ευκαιρία να την κάνουν δική τους. Όσο περιμένουμε να δούμε πώς θα πάει αυτό, το True Detective: Night Country θα εδραιωθεί ως η πρώτη σειρά που δεν πρέπει να χάσεις το 2024.
Η σειρά έκανε πρεμιέρα την Τρίτη 16 Ιανουαρίου στις 22:00 στο Novacinema4 και θα προβάλλεται κάθε Τρίτη την ίδια ώρα, 48 ώρες μετά την Αμερική.