© ALAMY/VISUALHELLAS.GR
ΙΣΤΟΡΙΑ

Τρένο, ένα λαϊκό μέσο

Μία προσπάθεια να απαντηθεί, μέσα από λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα, η παράξενη αντίληψη που είχαμε πάντα για τους σιδηρόδρομους στην Ελλάδα.

«Αύγουστος ήταν. Από τη Θεσσαλονίκη που κατέβηκε με το τρένο –τίποτα δε στάθηκε να δει– γραμμή λεωφορείο και στην Κοζάνη, γραμμή κι από κει για την Κόνιτσα. Εκεί το νοίκιασε το μικρό ημιφορτηγό για τις έξι βαλίτσες του, κάτι δέματα, κάτι πακέτα, άλλα μικρότερα – τα καζάντια του στη Γερμανία. Σε τρεις-τέσσερες ώρες σταματήσανε στο μικρό μπακάλικο – ήταν από τότε, πριν φύγει. Τώρα, με το δρόμο που φκιάξανε, το μεγαλώσανε και σταματούν εκεί τα λεωφορεία» γράφει ο Δημήτρης Χατζής. Είναι μία παράγραφος από το Διπλό βιβλίο (εκδ. Βιβλίο), ένα από τα κορυφαία δείγματα της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας.

Δεν είναι ένα τυπικό μυθιστόρημα, αποτελείται από 9 διαφορετικά κεφάλαια που μπορούν να διαβαστούν σαν αυτοτελείς ιστορίες. Εκεί μέσα βρίσκει κανείς όλα όσα μοιάζουν με συλλογικές πληγές για την Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο εμφύλιος, η φτώχεια, η ανεργία, η ασφυκτική ατμόσφαιρα της ελληνικής επαρχίας, η ξενιτιά.

Στη συγκεκριμένη ενότητα ο Δημήτριος Σκουρογιάννης γυρνά στο χωριό του μετά από 20 χρόνια στη Δυτική Γερμανία. Οι μετανάστες έφευγαν με το τρένο, γυρνούσαν με το τρένο – ή με κάποια φανταχτερή Mercedes αν τα είχαν καταφέρει καλά. Ήταν ένα είδος αρνητικά φορτισμένης ιεροτελεστίας.

Αν δούμε, βέβαια, με διαφορετικό μάτι την ιστορία των σιδηρόδρομων θα παρατηρήσουμε πως στις ράγες του γεννήθηκαν οι μεγαλύτερες επαναστάσεις. «Από τη Φινλανδία, ένοπλες ομάδες ξεκίνησαν με τρένα για να ενωθούν με τους συντρόφους τους. Κι άλλοι κόκκινοι για το Κόκκινο Πετρογκραντ» διαβάζουμε στο Οκτώβρης: Η ιστορίας της ρωσικής επανάστασης (εκδ. Μεταίχμιο) του China Mieville.

Ο Βλαντίμιρ Λένιν, ο Λέων Τρότσκι και όλοι οι αρχιεπαναστάτες των αρχών του 20ου αιώνα κατάφερναν να μεταφερθούν από το ένα άκρο της αχανούς Ρωσίας στο άλλο με ένα και μοναδικό σκοπό: την εξέγερση.

Μάλιστα, το πόσο σημαντικό είναι το τρένο για τις επαναστάσεις γίνεται φανερό και στο fiction βιβλίο του ίδιου συγγραφέα με τίτλο Iron Counsil. Στο οργιώδες αυτό μυθιστόρημα λογοτεχνίας του φανταστικού τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν πάνω στις ράγες μίας «φανταστικής» αμαξοστοιχίας που προσπαθεί να χτίσει έναν καλύτερο κόσμο.

Αντίστοιχα, ο Υπόγειος Σιδηρόδρομος (εκδ. Ψυχογιός) του Colson Whitehead δείχνει -προσθέτωντας αρκετή δόση φαντασίας- το πώς οι Αφροαμερικανοί σκλάβοι κατάφερναν να ξεφύγουν από τα βάναυσα αφεντικά τους χρησιμοποιώντας για όπλο την αλληλεγγύη.

Το τρένο στo συλλογικό υποσυνείδητο μπορεί να είναι ένα θετικό σύμβολο ή στη δική μας περίπτωση κάτι τελείως αρνητικό. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στα ιστορικά στοιχεία βλέπουμε ότι τη δεκαετία του 1880 ο Χαρίλαος Τρικούπης οραματίστηκε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο στα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Μοιάζει, όμως, σαν αυτό το όραμα να έμεινε μετέωρο από τότε μέχρι σήμερα – με κάποιες ίσως ελάχιστες εξαιρέσεις, αφού το Intercity έδειχνε αρχικά σαν διαστημόπλοιο σε σχέση με τον «καρβουνιάρη». Επί της ουσίας, υπάρχει μία παγιωμένη αντίληψη που δεν άλλαξε ποτέ: το τρένο ήταν ένα μέσο μεταφοράς που πάντα το νιώθαμε ως (κατ)αναγκαστική επιλογή.

Για πολλά χρόνια, στο μυαλό του μέσου Έλληνα τίποτα το καλό δεν μπορούσε να συμβεί πάνω στις ράγες των σιδηρόδρομων. Δεν ήταν ένα μέσο που ένωνε κάποιες κουκίδες στο χάρτη μεταξύ τους: ήταν οι έρημοι σταθμοί, τα ατέλειωτα δρομολόγια, τα απαρχαιωμένα βαγόνια και -πάνω από όλα- ήταν ένα εισιτήριο που σε έπαιρνε μακριά από ό,τι αγαπάς.

Έφευγες μετανάστης με κάποια αμαξοστοιχία για κάποια πόλη της δυτικής Ευρώπης, έμπαινες σε κάποιο βαγόνι για να μεταφερθείς σε κάποιο ακριτικό χωριό στα σύνορα ώστε να υπηρετήσεις τη στρατιωτική σου θητεία· ένα σύμβολο, δηλαδή, πολλές φορές αναγκαστικού αποχωρισμού.

Την ατμόσφαιρα αυτή περιγράφουν με πολύ αδρά χρώματα και τα κινηματογραφικά καρέ του Θόδωρου Αγγελόπουλου στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, όπως φαίνεται στην κεντρική φωτογραφία.

Είναι σαν να γεννηθήκαμε σε μία χώρα όπου το τρένο ήταν πάντα κάτι το παλιό, το σχεδόν ξεχασμένο. Πολύ μακριά από τα υπερπολυτελή βαγόνια του Οριάν Εξπρές της Agatha Christie, πολύ πιο κοντά στο Το τρένο φεύγει στις οκτώ σε μουσική Μίκυ Θεοδωράκη και στίχους Μάνου Ελευθερίου (Το τρένο φεύγει στις οκτώ / μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει / σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη).

Για τους Ευρωπαίους ήταν πάντα διαφορετικά τα πράγματα. Στα μυθιστορήματα του Joseph Rot, όπως Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ (εκδ. Καστανιώτη), τα βαγόνια των σιδηροδρόμων έχουν μία αστραφτερή αίγλη αποτελώντας παράλληλα και ένα αντίο στη μεγαλόπρεπη Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Είναι ο τόπος όπου νεαροί φερέλπιδες αξιωματικοί γνωρίζουν τον έρωτά της ζωής τους, άσχετα αν τα ίδια βαγόνια τους μεταφέρουν αργότερα στην πρώτη γραμμή της μάχης και, τελικά, στον θάνατο. Στο δικό μας μυαλό όμως δεν υπήρχε καμία αίγλη.

Το τρένο ήταν ένα πάντα ένα λαϊκό μέσο μεταφοράς που όλοι προσπαθούσαν να αποφύγουν πάση θυσία. Αν είχες λεφτά για βενζίνη, πόσο μάλλον λεφτά για αεροπορικά εισιτήρια, δεν έμπαινες καν στη διαδικασία να το σκεφτείς ως επιλογή. Υπήρχαν πολύ καλύτερα πράγματα να κάνεις με τον χρόνο σου. Τα βαγόνια ήταν μόνο για φαντάρους, για φοιτητές, για μετακινήσεις οπαδών, για μετανάστες. Προφανώς, υπήρχαν εξαιρέσεις, η γενική όμως αφήγηση ήταν αυτή.

Τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην πραγματικότητα της Δυτικής Ευρώπης τα πράγματα ήταν πάντα διαφορετικά. Το τρένο ήταν για όλους.

Υπήρχαν πολυτελή βαγόνια για τους πλούσιους και πίσω θέσεις για τους φτωχούς. Τα δρομολόγια ήταν -και είναι- χιλιάδες ενώ από τους κεντρικούς σιδηροδρομικούς σταθμούς ξεκινούσαν διακλαδώσεις για κάθε πιθανό και απίθανο μέρος. Οι συρμοί έρχονταν στην ώρα τους, έφευγαν στην ώρα τους, και οι πολίτες πορεύονταν στην αντίστοιχη θέση ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα. Η πολυτέλειά βρισκόταν μερικές μόλις θέσεις μπροστά από την οικονομική δυσπραγία, σε ένα σύστημα που λειτουργούσε ρολόι ανεξάρτητα από το πορτοφόλι του καθενός.

Η τραγωδία στα Τέμπη έφερε ξανά στο προσκήνιο όλο τον ελληνικό παραλογισμό γύρω από τους σιδηρόδρομους. Όλη την εγκατάλειψη των δομών, οι οποίες είναι σημαντικές για όλους αλλά πρώτα και κύρια για εκείνους που ζορίζονται οικονομικά. Στις μοιραίες αμαξοστοιχίες επενέβαιναν κυρίως νέα παιδιά (προφανώς χωρίς πολλά λεφτά στην τσέπη), πλανόδιοι πωλητές από το Μπαγκλαντές και μετανάστες αλβανικής καταγωγής.

Ήταν, λοιπόν, άλλη μία απόδειξη πως το τρένο είναι κατά βάση ένα λαϊκό μέσο για τους Έλληνες. Ένα μέσο μεταφοράς με ελάχιστη αίγλη. Ένας τρόπος να ενωθούν δύο κουκίδες σε έναν χάρτη όταν δεν υπάρχει άλλη λύση. Μία ξεχασμένη, παρατημένη υπόθεση αφού δεν αποτελεί λύση για την glamorous οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας.

Ένα ατύχημα δηλαδή που απλά περιμέναμε να συμβεί – και μετά βλέπουμε τι κάνουμε. Κάτι που δεν αξίζει καμιά γλαφυρή περιγραφή παρά μόνο μία στιγμιαία αναφορά στο πλαίσιο μίας γενικότερης απαισιοδοξίας, όπως ακριβώς κάνει με άλλα λόγια ο Δημήτρης Χατζής στο Διπλό Βιβλίο.

Δε θα έπρεπε όμως να είναι έτσι τα πράγματα. Όπως δε θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ το τραγικό δυστύχημα. Ούτε να βλέπουμε καταιγισμό στα ελληνικά social media από στίχους όπως οι παρακάτω:

«Κάτω απ’ τις ράγες του τρένου / Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου / Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών / Όταν όλα περάσουν – πάντα σε περιμένω»

Κάτω από τις ράγες, Μανόλης Αναγνωστάκης

Και το πιο σημαντικό από όλα: Δε θα έπρεπε οι άνθρωποι που έμειναν πίσω να είναι καταδικασμένοι σε μία αιώνια αναμονή χωρίς αντίκρισμα, αφού οι δικοί τους δε θα γυρίσουν ποτέ.