Τσαρλς Μπουκόβσκι, ο ποιητής του περιθωρίου
- 29 ΑΥΓ 2016
Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να προσεγγίσεις τον Μπουκόβσκι, όχι ‘οριοθετώντας’ την επανάσταση που εκείνος έχτισε, διαλέγοντας ελεύθερα το πεπρωμένο του, αλλά προσπερνώντας κάθε συγκατάβαση μέσα από μια μοναχική διαλεκτική που θα σε φέρει αντιμέτωπο με μια προοπτική αντισυμβατικής κυριαρχίας έξω από κάθε μορφή διαλόγου; Είναι, νομίζω, ένα ερώτημα που ψάχνει αλλά δύσκολα βρίσκει απάντηση, χαμένο μέσα στη γοητεία που ασκούν μια σειρά από ‘διεστραμμένες’ επιλογές ζωής, οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν μια ξεκάθαρη ταυτότητα κρυστάλλινης συνέπειας απέναντι ‘στις πληγές που δεν κλείνουν ποτέ’. Η μεγαλύτερη κατάκτηση του Μπουκ, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ήταν ότι το έργο του και ο ίδιος ταυτίστηκαν σε τέτοιο σημείο, ώστε η δημιουργία του ‘πιο χαρούμενου απελπισμένου’ που γνώρισε ο 20ος αιώνας, να είναι ένας εξερευνητικός λόγος τόσο βαθιά διανοητικός, που εύκολα σε συγκινεί, δύσκολα όμως σε κάνει συνοδοιπόρο του. Τα μοτίβα δεν υποκύπτουν σε κανόνες. Και ο πυρήνας είναι τόσο συμπαγής, που προσδιορίζει τα πάντα με μια σαφήνεια ικανή να διαλύσει κάθε ψευδαίσθηση. Όλα οδηγούν στην αποσύνθεση, όλα καταλήγουν στο θάνατο.
Το σκηνικό στα ποιήματα, στα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του Μπουκόβσκι, είναι γροθιά στο στομάχι του αμερικανικού πουριτανισμού: άδεια μπουκάλια μπύρας, σκοτεινά κρεβάτια, σπασμένα παράθυρα, χαλασμένα ρολά, φθαρμένα έπιπλα, χαραμάδες που χάσκουν, σκουριασμένοι σκελετοί αυτοκινήτων. Και μαζί τους οι γείτονες που τσακώνονται, η χαλασμένη επιγραφή νέον που τρίζει, ο ιδιοκτήτης που χτυπάει την πόρτα για να ζητήσει τα κοινόχρηστα, τα μπαρ της παρακμής που βρωμάνε φτηνό αλκοόλ, οι νύχτες της απέραντης μοναξιάς. “Αυτό που σκοτώνει τον άνθρωπο είναι τα μικρά πράγματα”, γράφει στο Κορδόνι. “Δεν είναι ούτε ο πόλεμος, ούτε η πανούκλα, αλλά είναι η λάμπα που καίγεται, η έλλειψη χαρτιού υγείας όταν σε πιάνει κόψιμο, οι απλήρωτοι λογαριασμοί που συσσωρεύονται, ένα κορδόνι που κόβεται”.
Γράφοντας στην Underwood, την γραφομηχανή του.
Ο Χανκ Τσινάσκι, η αυτοπροσωπογραφία του Μπουκ στις Γυναίκες, είναι από πεποίθηση μοναχικός, βρωμόστομος, μισάνθρωπος, τεμπέλης, γυναικάς, αλογομούρης, ξυδάκιας. Όμως ο συγγραφέας δεν επιδιώκει μέσα από τον (αντι)ήρωά του να πολεμήσει το σύστημα, απλώς αποφασίζει να εγκατασταθεί μακριά από τη βουή του πλήθους. Το ψυχολογικό περιθώριο είναι αρκετά ακατέργαστο και άρα δύσκολο να ερμηνευτεί από την αστικοποιημένη αμερικανική κοινωνία, ‘λοβοτομημένη’ από μια σειρά ‘γραφειοκρατικών’ αξιών που αντιτάσσουν την αποβλάκωση απέναντι στη ‘γειτονιά’ των ανεπιθύμητων. Οι παιδικές αναμνήσεις του Μπουκ, εκείνες της απόρριψης και της δυστυχίας, αποδεικνύονται τραύματα που δεν επουλώθηκαν ποτέ. Η αλήτικη περιπλάνηση προσθέτει διαρκώς καινούργια κεφάλαια στη ζωή και τα βιβλία του ποιητή των σκουπιδιών, των περιττωμάτων και της μεθυσμένης συνείδησης.
Η αγάπη του για το αλκοόλ υπήρξε δεδομένη και διαχρονική.
Θρυλική όσο και αποκαλυπτική παραμένει μέχρι σήμερα η γνωριμία του Μπουκόβσκι το 1978 με το γαλλικό κοινό, την κατ’ εξοχή προοδευτική εκπροσώπηση της αστικής κουλτούρας στην Ευρώπη. Ο συγγραφέας, καλεσμένος στην τηλεοπτική εκπομπή Apostrophes, θα υπερασπιστεί μέχρι τελευταίας σταγόνας όχι το έργο του, αλλά τον κόσμο του, μέσα στα όρια που θα θέσει ο ίδιος, σπάζοντας στην πραγματικότητα σε χίλια κομμάτια τα όρια της ‘πολιτικής ορθότητας’, βρίζοντας τον παρουσιαστή και εγκαταλείποντας το πλατό τύφλα στο μεθύσι. Η Γαλλία θα ανακαλύψει σοκαρισμένη την πραγματική ουσία του δικού της, ανεκπλήρωτου τελικά ‘ονείρου’, καλυμμένου πίσω από τον μανδύα μιας δήθεν ελευθερίας που υποφέρει από στεγανά. Αποτέλεσμα; Οι πωλήσεις των βιβλίων του εκτινάσσονται σε δυσθεώρητα ύψη. Η αδυναμία ταύτισης με μια τόσο ξεχωριστή όσο και δύσκολη στην πραγματοποίησή της πορεία, αντικαθίσταται από την ανάγνωση του αντίστοιχου κόσμου, που ο Μπουκόβσκι έχει κλειδώσει μέσα στα τυπωμένα γράμματα.
Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι στην εκπομπή Apostrophes (1978).
Ο Μπουκόβσκι αφηγείται τη μοναξιά και το περιθώριο σε όλη του τη ζωή. Οι στίχοι του φτύνουν οργή για την ανθρώπινη υποκρισία, η οποία φανατίζεται για κοινωνική, οικονομική και σεξουαλική επιτυχία. Η κραυγή του μπορεί να είναι αναλώσιμη, καταδικασμένη να μην περάσει στην αιωνιότητα, αφού δεν διεκδικεί στιλ, φινέτσα ή τεχνοτροπία, όμως είναι αυθεντικά σπαρακτική σε ότι αφορά την έντασή της, την αποφασιστικότητα και την ανυπέρβλητη θέλησή της για ‘υπέρβαση’. Η βεβαιότητα όμως που πηγάζει μέσα από τα γραπτά του, οδηγεί στο ότι όλα είναι εφήμερα και καταδικασμένα να εξαφανιστούν. Η παρουσία του θανάτου είναι διάχυτη παντού. Τα έργα του είναι ακριβώς αυτή η απαραίτητη διέξοδος για την καθημερινή επιβίωση, ένα αντίδοτο για την αυτοκτονία, μια θαρραλέα πράξη. Οι λογοτεχνικές του αναφορές είναι ελάχιστες, ανάμεσά τους ο επίσης μοναχικός Ντοστογιέφσκι. Μένει σταθερά απέναντι στους μπίτνικ, θεωρώντας ότι αρχικά ‘νομιμοποιήθηκαν’ και στη συνέχεια απορροφήθηκαν από τη γενιά των χίπις και των πανεπιστημιακών.
Με την Λίντα Λι Μπέιλ, σύντροφο και σύζυγό του.
Χαρακτηρίζει τον Μπάροουζ “ιδιαίτερα υπνωτικό” και τον Γκίνσμπεργκ “σκόνη, ηλεκτρόδια και εμετό”, διαχωρίζοντας τον εαυτό του από την – όπως την αποκαλεί – χαζοχαρούμενη αντικουλτούρα. Ίδια είναι η στάση του και στο τρίπτυχο sex, drugs and rock ‘n roll, απορρίπτοντας τα κοινόβια, τα ‘συλλογικά όνειρα’ και τις μεταφυσικές αναζητήσεις. Ο εγωμονισμός του είναι ακραίος, για τον ίδιο υπάρχουν μόνο το υποκείμενο, ο άνθρωπος και η συνείδησή του. Είτε βρίσκεται κλεισμένος σε ένα κελί για προσβολή της δημόσιας αιδούς, είτε περιπλανιέται σε ατελείωτα ταξίδια αιθυλικού παραληρήματος, ο Μπουκόβσκι αποδεικνύεται πολύ πιο τρυφερός στην ανάγκη του να καλύψει με το σεξ την αναζήτηση της αγάπης που δεν ήρθε ποτέ, αλλά και πολύ πιο αισιόδοξος στην ελπίδα που θα αποκαλυφθεί μέσα από το τραγικό γέλιο της μοναξιάς δίπλα σε ένα σωρό άδεια μπουκάλια μπύρας. Γράφει ο Robert Conrath ότι τα γραπτά του Μπουκόβσκι “είναι ο πικρός εορτασμός του χαμού”. Οι απώλειες είναι διαρκείς. Η μοναξιά, η μέθη, η αξιοπρέπεια, το θάρρος, η συναίσθηση, η συνείδηση. Και για μια ακόμα φορά, όλα αυτά τα κινεί ο θάνατος.
Σαν ‘βγαλμένος’ από σκηνή του Barfly.
Το παρόν μπορεί να είναι αβέβαιο, αλλά είναι εδώ. Και σε αντίθεση με τον Ζενέ που ναι μεν περιγράφει με σκληρότητα μορφές του περιθωρίου, χωρίς όμως να ασχολείται με τις ‘πραγματικές’ συνέπειες, ο Μπουκόβσκι δεν υπολογίζει κοινωνικούς και ηθικούς νόμους. Δεν τους προσπερνάει – αφού δέχεται ότι υπάρχουν – αλλά τους περιφρονεί. Η γλώσσα του ξεσκίζει την ασφάλεια του λόγου, όπως για παράδειγμα όταν μιλάει για το σεξ: “Ξένοι όταν συναντιέστε, ξένοι και όταν χωρίζετε – ένα γυμναστήριο όλο κορμιά που ανώνυμα μαλακίζουν το ένα το άλλο…πτώματα πηδάνε πτώματα”. Δεν τον νοιάζει η χειραφέτηση των ηθών, αλλά η συλλογή οργασμών απέναντι στον ‘φόβο’ του μονογαμικού έρωτα. Και κάτω από αυτές τις λέξεις υποφέρει η αποστειρωμένη Αμερική, νιώθοντας φρίκη στη σκέψη της παραδοχής ότι ο μεθυσμένος ποιητής ξερνάει την αλήθεια και ακόμα μεγαλύτερο φόβο στην χωρίς περιστροφές παρουσία του θανάτου, όχι μετά τη ζωή, αλλά μέσα σε αυτή, σαν το πραγματικό νήμα που κινεί την ποίηση της μέθης, γεννώντας στην ουσία έναν βρώμικο, ρεαλιστικό υπαρξισμό έμμονων ιδεών και ανεξάντλητης παραγωγικότητας.
“Κι από την άλλη εγώ, παχύδερμο, εκατό κιλά, αενάως χαμένος και μπερδεμένος, κοντοπόδαρος, με κορμό σαν του γορίλα, όλος στήθος και δίχως λαιμό, κεφάλας, με μάτια θολά, με αχτένιστα μαλλιά, δυο μέτρα μπούρδας…”
Σχεδόν ποτέ δεν ξανακοιτάζει τα γραπτά του. Κάθε λέξη μοιάζει να είναι η τελευταία, φτάνει να πάρει μορφή, όποια κι αν είναι αυτή. Ο Μπουκόβσκι αφηγείται, απορρίπτει και επαναλαμβάνεται, χωρίς όμως να διορθώνει. Αυτοσαρκάζεται αλλά σε κάθε μια από τις πολλές του ‘πτώσεις’, δεν υπάρχει ίχνος γκρίνιας. Τον ενδιαφέρει να δραπετεύει από την τάξη, για να τεμπελιάζει αμέριμνος, να γράφει, να πίνει και να πηδάει. Ο δικός του παράδεισος δεν είναι ούτε τεχνητός, ούτε ασήμαντος. Μπορεί να είναι περιθωριακός, απελπισμένος, αυτοκαταστροφικός, αλλά σε καμία περίπτωση αφηρημένος, ακοινώνητος ή ανήθικος. Ο Μπουκόβσκι δεν ονειρεύεται να ‘ξεφύγει’, αντίθετα, ζει και αναπνέει στην πραγματικότητα που ο ίδιος επέλεξε να ακολουθήσει. Και αυτό είναι που γοητεύει περισσότερο τους αναγνώστες του. Η συνειδητή επιλογή μιας πορείας που ξετυλίγεται με θαυμαστή συνέπεια σε κάθε βήμα, σε κάθε πρόταση και σε κάθε στίχο. Ποιος έχει τα άντερα να την ακολουθήσει; Το παράδοξο είναι πως δεν πρόκειται για επανάσταση, αλλά για μια περιπλάνηση μέσα στη λογοτεχνική αυθάδεια ενός τύπου που εμπνέει χωρίς να γίνεται παράδειγμα προς μίμηση. Η προοπτική δεν ‘αντέχει’ το βάρος της αντιγραφής και ο θαυμασμός εκδηλώνεται μάλλον υπό το βάρος ενός ανεξέλεγκτου άγχους στη σκέψη του αποτελέσματος…
“Η τέχνη μου είναι ο φόβος μου”
Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι υπήρξε μια από τις πιο ξεχωριστές φωνές του περιθωρίου, σύμβολο και παρίας ταυτόχρονα. Από τις σκοτεινές συνοικίες του Λος Άντζελες στην ψυχολογική ‘ασφάλεια’ της απόστασης των ευρωπαϊκών βιβλιοπωλείων, ο Μπουκ έγινε ο “πιο άγνωστος διάσημος” ή αν προτιμάτε, “ο μεγαλύτερος Αμερικανός υπαρξιστής ποιητής που έζησε ποτέ”, έναν τίτλο αναγνώρισης που του απένειμαν από κοινού ο Ζενέ και ο Σαρτρ. Οι συμπατριώτες του δεν συμφιλιώθηκαν μαζί του, ούτε καν μετά την μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία του Barfly, αφού η σκληρή παρουσία μιας ολότελα διαφορετικής πραγματικότητας στο έργο και τη ζωή του, δεν άφησε περιθώρια ανακωχής. Ο Μπουκόβσκι της δικής του καθημερινότητας, που πίνοντας ξεχνούσε τα πάντα εκτός από το να γεμίσει το επόμενο ποτήρι με ξύδι, που άκουγε μέχρι εξάντλησης κλασική μουσική, που απέφευγε τους ‘συναδέλφους’ του όπως ο διάολος το λιβάνι, που αναζήτησε σε όλη τη ζωή του το ακραίο και το διαφορετικό, που μετέτρεψε την πικρή γεύση της σκέψης του σε αντισυμβατική τρέλα, που δεν δίστασε να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη της απόρριψης απαντώντας με ευαισθησία και αυτοσαρκασμό, που υπήρξε αφοπλιστικά ειλικρινής και συνεπής, λέγοντας το αυτονόητο για εκείνον “κάντε ό,τι θέλετε, αρκεί να με αφήσετε στην ησυχία μου, να τα βγάλω πέρα μόνος μου”.
Ο Μπουκόβσκι πέτυχε κάτι σπάνιο. Να συνδυάσει την περιπέτεια των εικόνων της ποίησής του με την ρεαλιστική ‘αναπαράσταση’ της ζωής του. Βάζοντας στον ίδιο ‘καμβά’ τα βρώμικα ένστικτα και την τρυφερότητα, έφτασε στην απόλυτη υπέρβαση πατώντας τα πλήκτρα της παλιάς του γραφομηχανής Underwood: ‘ξεσκόνισε’ με τον πιο αμείλικτο τρόπο το αμερικανικό όνειρο, ξυπνώντας το από τον λήθαργο. Και αμέσως μετά το εγκατέλειψε, αφήνοντάς το δίπλα σε έναν σωρό με άδεια μπουκάλια αλκοόλ…
Πηγές: bukowski.net, Larousse, bookpress.gr, poets.org