Ένοχοι παντού: Από τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσέινι του ‘Vice’ ως τον ‘Ένοχο’ από τη Δανία
Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα το 'Vice' αφηγείται τη ζωή και το καταστροφικό έργο του Ντικ Τσέινι, αλλά την παράσταση κλέβει το ευρωπαϊκό θρίλερ-έκπληξη 'Ο Ένοχος'.
- 27 ΔΕΚ 2018
Φέτος τα Χριστούγεννα, ανάμεσα στα κλασικά φιλμ της περιόδου όπως το ‘Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει’, το ‘Love Actually’, το ‘Μια Υπέροχη Ζωή’ και το ‘Μόνος στο Σπίτι’, δώστε λίγη αγάπη και στην ελληνική “Στρέλλα” του Πάνου Κούτρα, την πιο παθιασμένη ίσως ταινία του σύγχρονου ελληνικού σινεμά και οπωσδήποτε επίκαιρη.
Και μιας και κλείνει ο χρόνος, δημοσιεύσαμε τις προάλλες τη λίστα με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Φυσικά πολλές καλές ταινίες δεν στριμώχτηκαν αλλά ειδικά για μία δε θέλαμε να αφήσουμε να φύγει ο χρόνος χωρίς να τη μνημονεύσουμε για μια ακόμα τελευταία φορά μες στο 2018, οπότε να κάτι ταιριαστό για την τελευταία κινηματογραφική στήλη για φέτος: Αυτή είναι η αγαπημένη μου σκηνή για φέτος, η Cher κι ο Andy Garcia να τραγουδούν το “Fernando” από το τέλος του ‘Mamma Mia! Here We Go Again’ (το οποίο ήταν απλά θαυμάσιο).
Καλές γιορτές, και ευτυχισμένο το 2019.
Οι κριτικές της εβδομάδας, με την σημείωση πως δύο από τις ταινίες (‘Το Ξέρουν Όλοι’, ‘Bachelor 3’) κυκλοφορούν στις αίθουσες από τα Χριστούγεννα, και τα κείμενα αναδημοσιεύονται από τη στήλη της περασμένης εβδομάδας.
VICE: Ο Δεύτερος στην Ιεραρχία **
(“Vice”, Άνταμ ΜακΚέι, 2ω12λ)
Καστ: Κρίστιαν Μπέιλ, Έιμι Άνταμς, Στιβ Καρέλ, Σαμ Ρόκγουελ
Η προηγούμενη ταινία του Άνταμ ΜακΚέι: Το “Μεγάλο Σορτάρισμα”, μια ποπ επεξηγηματική ματιά στο τελευταίο μεγάλο κραχ. Πριν από αυτό ωστόσο, ο ΜακΚέι ήταν γνωστότερος ως ηγετική φυσιογνωμία της αμερικάνικης κωμωδίας, έχοντας σκηνοθετήσει μερικές από τις κλασικότερες σύγχρονες κωμωδίες, με πρωταγωνιστή συνήθως τον Γουίλ Φέρελ, όπως το “Anchorman” και το “Talladega Nights”.
H καινούρια: Βιογραφία του Ντικ Τσέινι, αντιπροέδρου των ΗΠΑ επί προεδρίας Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, με έμφαση όπως είναι αναμενόμενο, στην περίοδο από την 11η Σεπτεμβρίου ως τον πόλεμο στο Ιράκ, στον σχεδιασμό του οποίου ο Τσέινι υπήρξε κεντρική φιγούρα.
Και πώς είναι: Υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος του “Anchorman”, μάλλον της κλασικότερης και σημαντικότερης ταινίας της φιλμογραφίας του ΜακΚέι, όπου ο αφηγητής μας αραδιάζει εν συντομία το μέλλον του κάθε χαρακτήρα, όπως συμβαίνει στο τέλος κάθε ταινίας βασισμένης σε αληθινά γεγονότα. Εκεί ανάμεσα σε άλλα σουρεαλιστικά, μαθαίνουμε πως ο θεόχαζος εκφωνητής του καιρού Μπρικ (Στιβ Καρέλ, πριν τους μεγάλους ρόλους) έγινε στο μέλλον σύμβουλος στον Λευκό Οίκο του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ.
14 χρόνια μετά, ο Άνταμ ΜακΚέι πλέον γυρίζει δραματοποιημένες ‘σάτιρες’ βασισμένες σε όντως αληθινά γεγονότα, και στην νεότερη από αυτές ο Στιβ Καρέλ (μετά τους μεγάλους ρόλους) παίζει τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες στον Λευκό Οίκο του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ. Αφήνοντας επί μέρους τις συμπτώσεις ή τις όποιες συμβολικές σημειολογικές προεκτάσεις μπορεί κανείς να συνθέσει μέσα από αυτές, το πολύ βασικό πρόβλημα είναι πως: Δεν ξέρω αν το “Vice” ολόκληρο έχει κάτι περισσότερο να πει από ό,τι εκείνο το αστείο-υποσημείωση του “Anchorman”.
Ο ΜακΚέι χρησιμοποιεί και πάλι όλη την οπτική γλώσσα και τα αφηγηματικά τρικ που βοήθησαν το “Μεγάλο Σορτάρισμα” να ξεχωρίσει (και να γίνει κατανοητό) όμως στην υπηρεσία μιας πολύ πιο συμβατικής βιογραφίας επικεντρωμένης σε ένα πρόσωπο, δεν βρίσκω την παραμικρή χρησιμότητα- περισσότερο αποσπούν παρά βοηθούν στην εστίαση του πορτρέτου. Ένα καστ γνώριμων προσώπων (Κρίστιαν Μπέιλ ως μοχθηρός Τσέινι, Σαμ Ρόκγουελ ως πανίβλακας Τζορτζ Μπους, Στιβ Καρέλ, Έιμι Άνταμς, κλπ) ντύνονται κάτω από τόνους μακιγιάζ, κουστουμιών ή/και προσθετικών δίνοντας την καλύτερη δυνατή α λα “Saturday Night Live” απεικόνιση του όποιου ιστορικού προσώπου τους έτυχε (οι λεγόμενες ερμηνείες-Μητσικώστας). Το καστ ερμηνεύει κι ο ΜακΚέι σκηνοθετεί, πατώντας πάνω σε ένα σενάριο που μοιάζει με στοιχειώδη δραματοποίηση μιας περίληψης της wikipedia για τη ζωή και το έργο του Ντικ Τσέινι.
Κανείς δε μοιάζει να έχει κάτι ουσιαστικό να συνεισφέρει σε επίπεδο ανάγνωσης, ανάλυσης ή απεικόνισης. Στην πραγματικότητα, η μόνη αληθινή ένδειξη προσωπικότητας πίσω από το φιλμ είναι οι στιγμές κατά τις οποίες ο ΜακΚέι απλά αδυνατεί να συγκρατήσει την οργή του για τα εγκλήματα του Τσέινι και της προεδρίας αυτής γενικότερα, σε μια περίοδο κατά την οποία επιχειρείται στην Αμερική μια απόπειρα ξεπλύματος του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ («μπροστά στον Τραμπ ήταν άγιος!») που δείχνει πως ποτέ δεν μαθαίνουμε τίποτα. Αυτή είναι η ακριβέστερη περιγραφή της ταινίας: Ένα θυμωμένο λογύδριο. (Ο ΜακΚέι προφανέστατα πάντα σιχαινόταν τον Μπους.) Είναι το κινηματογραφικό αντίστοιχο του να κάθεσαι μαζί με φίλους και να διαβάζετε φωναχτά μεταξύ σας τη βιογραφική σύνοψη του έργου ενός ανθρώπου που μισείτε. Έχει κι αυτό την αξία του, υποθέτω.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η σοκαριστικά απλουστευτική, πολιτικά, σκηνή των τίτλων τέλους είναι δυστυχώς η τελική επιβεβαίωση πως η ταινία δεν έχει να πει τίποτα. Αλλά ας μείνουμε στα θετικά: Οι ψευδοτίτλοι τέλους που εμφανίζονται περίπου στο 1/3 της ταινίας, φανταζόμενοι ένα εναλλακτικό τέλος της καριέρας του Τσέινι, είναι ακριβώς το είδος του meta σουρεαλιστικού χιουμοριστικού τρικ που συνδέει τον ΜακΚέι των κωμωδιών του από τα ‘00s με τον ΜακΚέι του “Σορταρίσματος”. Γέλασα.
O Ένοχος ***
(“Den Skyldige / The Guilty”, Γκούσταβ Μέλερ, 1ω25λ)
Καστ: Γιάκομπ Σέντεργκρεν
Αστυνομικός του οποίου αναμένεται δίκη για άγνωστη κατηγορία, βρίσκεται σε προσωρινή υπηρεσία στο τηλεφωνικό κέντρο της άμεσης δράσης. Σε πανικόβλητο τηλεφώνημα που δέχεται τη νύχτα πριν τη δίκη του, ακούει στην άλλη άκρη της γραμμής μιας γυναίκα που έχει πέσει θύμα απαγωγής. Περιορισμένος σε έναν χώρο, με μόνο του όπλο το τηλέφωνο, θα προσπαθήσει να βάλει τα στοιχεία στη σειρά και να βοηθήσει να βρεθεί η γυναίκα.
Πολύ δυνατό σκηνοθετικό ντεμπούτο, με τον Μέλερ να μην περιορίζεται στο gimmick του όλου “ένας χώρος – ένας ηθοποιός – ένα έγκλημα” στησίματος, αλλά να εκμεταλλεύεται έξοχα το σχεδόν αποπνικτικό μαύρο του περιβάλλοντος του ήρωά του για να αποδώσει κινηματογραφικά την αίσθηση απομόνωσής του. Η κάμερα τον περιτριγυρίζει διαρκώς σα να προσπαθεί να ερμηνεύσει τον ίδιο και να λύσει τα (ένοχα) μυστικά του όσο εκείνος προσπαθεί να βγάλει άκρη από τον γρίφο ζωής και θανάτου που έχει βρει μπροστά του.
Ο Σέντεργκρεν είναι εντυπωσιακός στο one man show του, μαγνητίζοντας την κάμερα όσο εκείνη μοιάζει διαρκώς συνεπαρμένη μαζί του, κι αυτά τα στοιχεία σε συνδυασμό με ένα σενάριο που παίζει έντεχνα το παιχνίδι των απρόσμενων ανατροπών, εγγυώνται ένα μελλοντικό καλτ κλασικό φιλμ του μοντέρνου ευρωπαϊκού σινεμά. Οι εν λόγω ανατροπές φυσικά θα φέρουν διαφορετικά επίπεδα απόλαυσης για τον κάθε θεατή- κάποιοι θα προβλέψουν νωρίς τις ανατροπές, κάποιοι δεν θα νοιαστούν που θα τις προβλέψουν. Σε κάθε περίπτωση, η τελική ανατροπή κρίνεται ελαφρώς αχρείαστη και η ευρύτερη συρραφή γεγονότων φλερτάρει σε σημεία με το εξωφρενικό, όμως η σκηνοθεσία του Μέλερ καταφέρνει με συνέπεια να προσγειώνει το φιλμ σε επίπεδα γήινης συναισθηματικής νοημοσύνης.
Αν ψάχνετε το επόμενο ευρωπαϊκό χιτάκι που θα γίνει αναπόφευκτα χολιγουντιανό ριμέικ κι οι θεατές θα δηλώνουν τότε πως “το πρωτότυπο ήταν καλύτερο”, δεν χρειάζεται να κοιτάξετε μακριά.
Προβάλλονται επίσης από τα Χριστούγεννα
Το Ξέρουν Όλοι **
(“Everybody Knows / Todos Lo Saben”, Ασγκάρ Φαραντί, 2ω12λ)
Καστ: Πενέλοπε Κρουζ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Ρικάρντο Νταρίν
Η Λόρα, μια Ισπανίδα στο Μπουένος Άιρες, επιστρέφει στο χωριό της λίγο έξω από τη Μαδρίτη για το γάμο της αδερφής της, όμως μια σειρά από αναπάντεχα γεγονότα θα ξεκινήσουν ένα ντόμινο αποκάλυψης κρυμμένων μυστικών. Οι δραματουργικές εντάσεις που χαρακτηρίζουν τις ταινίες του Φαραντί μεταφέρονται σε ένα γραφικό επαρχιακό κομμάτι της Ισπανίας, όπου οι Μπαρδέμ και Κρουζ παίζουν τους πρώην εραστές που επανενώνονται και ανταλλάσουν μυστικά, βλέμματα, εντάσεις.
Οι ηθοποιοί είναι καλοί, το σκηνικό υπέροχο, και σε κανένα σημείο το φιλμ δε φρενάρει. Ο Φαραντί είναι μεγάλος μάστορας αυτού του είδους της δραματουργικής αποσυμπίεσης, όπου το ένα μυστικό οδηγεί στο άλλο καθώς οι χαρακτήρες κουτουλάνε από τον έναν αόρατο τοίχο στον επόμενο. Η ταινία είναι, πώς να το πω, είναι «εντάααξει». Το πρόβλημα της δεν είναι πως κάνει κάτι λάθος, είναι πως τα πάντα είναι πάρα πολύ λεία, πάρα πολύ καθαρά, για το είδος της ιστορίας που αφηγείται. Δεν πειράζει καν που τα πάντα είναι αδιανόητα προβλέψιμα, επειδή ο Φαραντί ξέρει πώς να σε σέρνει μαζί του- αυτό που πειράζει είναι πως διακρίνεις μια επανάληψη, σχεδόν βαριεστημένη, σχεδόν μηχανική, μια μανιέρα που απλώς λειτουργεί.
Το μεγαλύτερος μέρος της δύναμης των ιστοριών του Φαραντί προερχόταν από την τοπικότητα των ιστοριών του, από τη μετάφραση μιας εφιαλτικά ασφυκτικής γραφειοκρατίας σε ένα έντονο ψυχολογικό θρίλερ διαζυγίου. Η τοπικότητα, ο εξαιρετικά συγκεκριμένος χαρακτήρας μιας ταινίας σαν το “Ένας Χωρισμός” απουσιάζει πλήρως από το “Το Ξέρουν Όλοι”, το οποίο είναι κάτι σαν τουριστική εκδοχή. Χωρίς την λεπτομερή υφή του δαιδαλώδους δράματος στο “Ένας Χωρισμός”, μένεις μόνο με μηχανισμούς, με το σκελετό μιας μηχανής που απλά κινείται, σωστά, χωρίς να χάνει λάδια, που όμως δεν κάνει και τίποτα. Μια συρραφή από αφηγηματικά όπλα του σκηνοθέτη τα οποία χρησιμοποιεί χωρίς μέτρο (και χωρίς ιδιαίτερη έγνοια, νομίζω) σε μια ιστορία που θα μπορούσε να αποτελεί generic μελόδραμα.
Νιώθω πως ο Φαραντί στις ιστορίες μακριά από τον τόπο του (όπως αυτή, που διαδραματίζεται στην Ισπανία) περνά σε ένα εντελώς τουριστικό mode, το οποίο φυσικά το σέβομαι ως συνειδητή εμπορική στροφή. Ο Μπαρδέμ κι η Κρουζ πάντως είναι όσο ταιριαστά (υπερ)δραματικοί χρειάζεται για να κουβαλήσουν την ταινία, η οποία τελικά ξέρει ακριβώς πόσο χρειάζεται να προσπαθήσει ώστε να είναι λειτουργική και ικανοποιητική ως ελάχιστος κοινός παρονομαστής.
Η Μαίρη Πόπινς Επιστρέφει *1/2
Η νέα “Μαίρη Πόπινς” είναι η χειρότερη πιθανή εκδοχή αυτών των των ταινιών-updates των παλιότερων επιτυχιών. Ένα παντελώς ανέμπνευστο νοσταλγικό ξεπατίκωμα που ανασυστήνει την ίδια εποχή με την ίδια οπτική και όλα, ένα προς ένα, τα κεφάλαια της ιστορίας. Όλη η ‘μαγεία’ είναι φορσέ, εκτελεσμένη βάσει συνταγής. Αλλά μέσα σε όλα αυτά, το μεγαλύτερο αμάρτημα του φιλμ είναι η ίδια η Μαίρη Πόπινς.
Η Έμιλι Μπλαντ το πιστεύει πολύ και μπράβο της, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ από το να προσπαθεί να μιμηθεί την Τζούλι Άντριους. Την ώρα που η ηρωίδα της πολύ γρήγορα γίνεται κομπάρσος στην ίδια της την ιστορία, βρισκόμενη εκεί απλά για να πει κάποια πνευματώδη ατάκα παρά επειδή έχει όντως κάτι να κάνει. Δεν παραμερίζεται καν από κάποια συγκεκριμένη πλοκή ή χαρακτήρα: με έναν περίεργο τρόπο, στο κέντρο αυτής της ταινίας δεν βρίσκεται απολύτως τίποτα. Η Μαίρη Πόπινς επιστρέφει, αλλά… γιατί; Η απάντηση είναι, φυσικά, επειδή θα ποδοπατήσει το box office κι επειδή η Disney θα ανανεώσει ένα ακόμα brand.
The Bachelor 3
(Γιάννης Παπαδάκος, 1ω30λ)
H παρέα μαζεύεται ξανά για το γάμο του Τζίμη αλλά όλα πάνε στραβά για μια ακόμα φορά και σύντομα οι φίλοι βρίσκονται καθ’οδόν για τη Λάρισα προκειμένου να σώσουν έναν φίλο τους από τα χέρια μιας ομάδας… ας μην τα πούμε όλα, ας αφήσουμε και κάποια έκπληξη για την αίθουσα. Αν και το πόσο κακή είναι η ταινία θα μπορούσαμε να το λογαριάσουμε σαν έκπληξη από μόνο του. Επίπεδη αισθητική και άσχημα set pieces (η τελική ‘σκηνή δράσης’ είναι δομημένη σε μια λογική “ελάτε όπως είστε στον πιο δίπλα αμμόλοφο”) τυλίγουν μια ταινία γεμάτη ντροπιαστικά στερεότυπα και κακές ερμηνείες.
Επίσης στις αίθουσες
The Happytime Murders (Μπράιαν Χένσον, 1ω31λ).
Μια ντροπιασμένη πρώην αστυνομικός που έγινε ιδιωτική ντετέκτιβ (η Μελίσα ΜακΚάρθι) ερευνά την υπόθεση των κατά συρροή δολοφονιών του καστ μαριονετών μιας παιδικής σειράς των ‘90s. Μαριονετών, ναι.
Παίζεται ακόμα
Bumblebee ***
(Τράβις Νάιτ , 1ω53λ)
Να και κάτι παράξενο: Αυτό το spin-off των “Transformers”, που εστιάζει σε ένα από τα πιο δημοφιλή ρομπότ, τον σκαραβαίο Bumblebee, είναι απλά αξιαγάπητο. Βρισκόμαστε στο 1987 κι ο Bumblebee αποδρά από τη σύρραξη των Transformers στον πλανήτη Γη όμως στη διαδρομή χάνει τη φωνή του. Μια κοπέλα που επιθυμεί διακαώς να αποκτήσει το δικό της αμάξι, τον ανακαλύπτει σε μορφή παροπλισμένου αυτοκινήτου τη μέρα των 18ων γενεθλίων της και αναπτύσσει μαζί του μια απρόσμενη φιλία. Αν αυτό ακούγεται περισσότερο σαν εφηβική ταινία ενηλικίωσης παρά με ταινία “Transformers”, είναι επειδή αυτή είναι κι η διάθεση ετούτου του φιλμ. Ειδικά στη διάρκεια του πρώτου μισού, όταν η δράση είναι σχεδόν αποκλειστικά αφοσιωμένη στην έφηβη ηρωίδα και στον σκύλο / ρομπότ / αμάξι της (θυμίζοντας κάτι από τον σπουδαίο “Iron Giant” του Μπραντ Μπερντ), θα μπορούσαμε να βλέπουμε απλώς μια χαμένη ‘80s εφηβική περιπέτεια.