Ένας μαγικός πύργος, μία υπέροχη βότκα και ένας ιδιοφυής Γάλλος
Τα παραπάνω επίθετα μπορείς να τα ανακατέψεις μεταξύ τους και πάλι να περιγράφεις το ίδιο μέρος. Μικρές αναμνήσεις από το Le Logis, το σπίτι της Grey Goose στη Γαλλία.
- 3 ΙΟΥΝ 2017
Είναι περίεργο. Να φεύγεις από μία γρήγορη και απαιτητική καθημερινότητα στην πόλη και έστω για τρεις ημέρες να ζεις σε έναν τόπο που ο χρόνος έχει άλλη σημασία, άλλη ποιότητα, άλλη μορφή. Στην επαρχία Cognac της Γαλλίας, εκεί όπου γεννήθηκε και διατηρείται στις μέρες μας η τέχνη του κονιάκ, όλα γύρω μοιάζουν παραμυθένια. Τα σπίτια, τα λιβάδια, τα ρυάκια και οι άνθρωποι που σε χαιρετούν και σου μιλούν σαν να έχουν βρει το μυστικό της μακροημέρευσης και της ευτυχίας.
Δεν το συναντώ πρώτη φορά αυτό. Για την ακρίβεια, οι τόποι που βγάζουν κρασί, οι τόποι που αγαπούν το σταφύλι, οι τόποι στους οποίους βγαίνουν αποστάγματα, έχουν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό. Γνωρίζουν ότι η αναμονή του τρύγου, της ωρίμανσης, της δικαίωσης μιας επιλογής, δεν είναι απλά αρετή. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να απολαύσουν όσα τους δίνει απλόχερα η ζωή.
Το Le Logis, ένα πανέμορφο οίκημα του 17ου αιώνα που πλέον αποτελεί έναν τόπο μελέτης, εκτίμησης και απόλαυσης της βότκας Grey Goose. Είναι το μέρος στο οποίο φιλοξενούνται οι καλεσμένοι της Grey Goose και το χρησιμοποιούν σαν να είναι σπίτι τους. Όχι όμως με τον θεωρητικό τρόπο. Οι 12 τυχεροί που ταξιδέψαμε στη Γαλλία τρώγαμε όλοι μαζί στην κουζίνα, περνούσαμε τα βράδια μας στο καθιστικό, χρησιμοποιούσαμε τα ποδήλατα του πύργου, κάναμε βόλτες στον κήπο, φουρνίζαμε ψωμιά για να φάμε το βράδυ και μοιραζόμασταν μετά στα δωμάτια σαν τα παιδιά μιας μεγάλης οικογένειας.
Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατόν, αν πριν από 21 χρόνια, ένας Αμερικανός επιχειρηματίας, ο Sidney Frank, δεν αποφάσιζε ότι για να κατακτήσει την αγορά ποτού της χώρας του με μία βότκα, αυτή θα έπρεπε να έχει τη φινέτσα και τις αρχές της Γαλλικής γαστρονομίας και κουλτούρας.
Το παρελθόν
Ο Αμερικανός αυτός επιχειρηματίας χρειαζόταν έναν οραματιστή. Και τον βρήκε στο πρόσωπο του πολυμήχανου François Thibault, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 90 ήταν ήδη ένας πανάξιος Maître de Chai που έβγαζε, τι άλλο, κονιάκ. Κι είναι ακριβώς αυτό το φυσικότατο “τι άλλο” που ήταν και το πρώτο εμπόδιο στη δημιουργία της Grey Goose.
Ο Thibault δεν ήξερε να βγάζει βότκα. Αλλά ακόμα κι αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα για έναν άνθρωπο με τόσες γνώσεις στα αποστάγματα. Το μεγαλύτερο θέμα ήταν – για όσους γνωρίζουν έστω λίγο τους Γάλλους – η υπερηφάνεια. Ειδικά σε μια περιοχή που είχε χαρίσει το όνομά της στο ποτό το οποίο έβγαζαν όλοι, το να πεις ότι βγάζεις βότκα, ήταν τουλάχιστον προσβολή. Η ιστορία βέβαια έδειξε ότι μόλις αντελήφθησαν την ποιότητα και την ιδιαίτερη αισθητική που είχε το συγκεκριμένο προϊόν, όλοι στην περιοχή και τη χώρα αγάπησαν εκείνη τη βότκα που φέρει περήφανα τη Γαλλική σημαία στη φιάλη της.
Φτιαγμένη από γαλλικό σιτάρι από την περιοχή του Picardy, ένα σιτάρι το οποίο μαζεύεται νωρίς το χειμώνα, 4 μήνες αργότερα από τα σιτηρά του καλοκαιριού και προορίζεται συνήθως για την παραγωγή ψωμιού. Η “μπίρα” που προκύπτει από τη ζύμωση ταξιδεύει στο Cognac, εκεί όπου γίνεται η ανάμειξη με το νερό της περιοχής. Νερό το οποίο αντλείται από φυσικές πηγές 150 μέτρα κάτω από το έδαφος. Νερό το οποίο χάρη στα χαρακτηριστικά του, δίνει στην Grey Goose την τελευταία premium γαλλική της πινελιά πριν εμφιαλωθεί.
Με τους συνταξιδιώτες μου παρακολουθούσαμε τον ίδιο τον François Thibault να μας ξεναγεί στην ιστορία και την παραγωγική διαδικασία της δικής του βότκας. Και βλέπαμε στο βλέμμα του, τον τρόπο που μιλούσε και την ελαφρά γαλλική του έπαρση, τι σημαίνει η Grey Goose για εκείνον και τη Γαλλία. Με τον κο Thibault, είχα τη χαρά να συνομιλήσω για περίπου μισή ώρα, μια συνέντευξη που θα διαβάσετε σύντομα στο Oneman.
Το παρόν
Η Grey Goose δεν άργησε να πετύχει τον στόχο που είχε θέσει ο Sydney Frank για την Αμερική. Μόνο που κατάφερε το ίδιο ακριβώς και στον υπόλοιπο κόσμο με την υπέροχη γεύση της και την ξεχωριστή της παρουσία.
Αυτό το γευστικό ταξίδι που απολαμβάνει κάθε ένας που βάζει λίγη Grey Goose στο ποτήρι του, κάναμε κι εμείς. Μόνο που είχαμε μπροστά μας όλες τις κλασικές και ειδικές εκδόσεις της βότκας και έναν κάποιον François Thibault να μας συντροφεύει στη γευσιγνωσία.
Όταν η γεύση της Grey Goose είναι τόσο απαλή και υπέροχη, όταν ο λαιμός μετά από μια γουλιά σκέτης βότκας δεν έχει ούτε κάψιμο ούτε κάποια πικρή επίγευση, δεν έχεις ανάγκη να ζητήσεις τίποτα άλλο από μία βότκα. Μόνο που ο ίδιος ο δημιουργός της ζήτησε παραπάνω από εκείνη. Και δημιούργησε κάποτε τις Le Citron και L’ Orange. Για να τις συντροφεύσει αργότερα με τις La Poire, Le Melon και Cherry Noir. Ή να δημιουργήσει τις συλλεκτικές Grey Goose Ducasse και Grey Goose VX, την επιτομή της δημιουργίας του Thibault αφού συνδυάζει τη δική του βότκα με το κονιάκ που αγάπησε και υπηρέτησε από μικρός.
Αχλάδια από το Anjou για την Grey Goose La Poire, πεπόνια από το Cavaillon για την Grey Goose Le Melon και η λίστα με τα γαλλικά προϊόντα που τιμούν την καταγωγή αυτής της βότα δεν σταματά. Και μαζί η αγάπη των ανθρώπων που την παράγουν στο Picardy και το Cognac.
Ποιο είναι όμως το παρόν της Grey Goose; Για εμάς τους καταναλωτές, το παρόν αυτό βρίσκεται στη γεύση της και στους τρόπους που την απολαμβάνει ο καθένας. Βρίσκεται στις διάφορες εκφάνσεις της στη ζωή μας. Βρίσκεται φυσικά στα cocktail που δημιουργεί ο κάθε bartender με Grey Goose. Σε κάποια από τα cocktail που ετοιμάσαμε κι εμείς με τη βοήθεια της Barbara, head bartender του Le Logis.
Το παρόν σε αυτή τη βότκα το δίνει η παρακαταθήκη που άφησαν τα τόσα χρόνια επιτυχίας, τα τόσα χρόνια εμπιστοσύνης του κοινού σε αυτή την απόλυτα premium γεύση και θέση της Grey Goose στην αγορά. Το δίνει η τεχνογνωσία και η αδιάκοπη προσπάθεια του Thibault να εξελίσσει το δικό του παιδί.
Το μέλλον
Στο τέλος της ξενάγησης του François Thibault στο Le Logis και τη γευσιγνωσία της Grey Goose, βρεθήκαμε όλοι με έναν κύλινδρο στο χέρι ο οποίος περιείχε κάτι πολύ σημαντικό για εμάς αλλά και εκείνον που μας το δώριζε. Στα φυαλίδια μέσα στους κυλίνδρους υπήρχε ένα προϊόν το οποίο βρίσκεται ακόμα στο ψάξιμο, στον πειραματισμό, στην “αναμονή”. Κι αυτό γιατί θα περάσουν χρόνια πριν αυτή η γεύση βρεθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη με το σήμα της Grey Goose.
Από μία βότκα η οποία έχει καταφέρει ήδη τόσα πολλά σε 21 χρόνια ζωής, μπορείς να περιμένεις ακόμα τόσα στις επόμενες δεκαετίες. Ακριβώς γιατί έχει ένα ανήσυχο πνεύμα να τριγυρνά στο σπίτι της και να την παρασύρει στο να δουλέψει μαζί με σεφ και ζαχαροπλάστες, μαζί με ανθρώπους της γεύσης για να πάει τη δική της γεύση ακόμα παραπέρα.
Κάνοντας βόλτα στο χωριό στο οποίο βρισκόταν το Le Logis, ένιωθα τον αέρα να περνά δροσερός, τους ανθρώπους να τριγυρνούν με μια βαθιά ευτυχία στο στήθος και τη ζωή να κυλά με έναν δικό της ξεχωριστό ρυθμό. Και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι σε ένα τόσο γαλήνια παραδεισένιο μέρος, μόνο μία υπέροχη βότκα μπορεί να παράγουν.
Την Grey Goose.